Skip to main content

1924: Ομοσπονδία εμπόρων στη Β. Ελλάδα και η συμβολή των προσφύγων

Από Voria.gr
Μόνο με την περιφερειακή ανάπτυξη, θα μπορούσε η οικονομία της χώρας να βελτιωθεί, έλεγε από τη δεκαετία του '20 ο τότε πρόεδρος του ΕΣΘ...

Η δημιουργία του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ανάλογες κινήσεις στην ευρύτερη Βόρεια Ελλάδα.

Έτσι στις 14 και 15 Δεκεμβρίου του 1924 –πριν από 92 χρόνια τέτοιες μέρες- πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το πρώτο συνέδριο εμπόρων απ’ όλο το βορειοελλαδικό τόξο, που οδήγησε στην ίδρυση Εμπορικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας – Θράκης. Ένα θέμα επίκαιρο όχι μόνο διότι φέτος ο Ε.Σ.Θ. κλείνει τα 100 του χρόνια, αλλά διότι στην παρούσα συγκυρία η συνεργασία και οι κοινές δράσεις των εμπόρων αποτελεί προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων, που έχει δημιουργήσει στην αγορά η πολυετής ύφεση και η κατάρρευση της εγχώριας κατανάλωσης.   

Όπως αναφέρεται στον υπό έκδοση τόμο για τα 100 χρόνια του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή πρόεδρος του Συλλόγου ήταν ο Σταύρος Γρηγοριάδης, προσωπικότητα, με πλούσια προσφορά στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα. Στο κείμενο της εναρκτήριας ομιλίας του αναφέρθηκε στις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε τότε το εμπόριο της χώρας, υπογραμμίζοντας, ότι, μόνο με την περιφερειακή ανάπτυξη, θα μπορούσε η οικονομία της χώρας να βελτιωθεί.

Μόνο που όπως όλοι γνωρίζουμε εννέα δεκαετίες μετά η περιφερειακή ανάπτυξη στην Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο, ένα ενεργό αίτημα όλων των υγιών παραγωγικών δυνάμεων της ελληνικής οικονομίας.

Η σημασία των προσφύγων

Επίσης, ο Σταύρος Γρηγοριάδης, που όπως αποδεικνύεται ήταν άνθρωπος με οξύτατη οικονομική, αλλά και πολιτική αντίληψη, στην ομιλία του στο συνέριο των βορειοελλαδιτών εμπόρων το 1924, αναφέρθηκε εμφατικά στο εθνικό θέμα της εποχής, που δεν ήταν άλλο από την Μικρασιατική Καταστροφή.  Διαβλέποντας τον ουσιαστικό ρόλο που θα έπαιζαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στις εθνικές και οικονομικές εξελίξεις, τους αφιέρωσε ένα σημαντικό κομμάτι της τοποθέτησης του επισημαίνοντας τα ακόλουθα τέσσερα πεδία:

Πρώτον, «Δια να αντιληφθώμεν, Κύριοι, πόσον πολύτιμος από οικονομικής απόψεως, δια να επαρχίας μας, είναι η εν αυταίς εγκατάστασις των Προσφύγων, ας φαντασθώμεν προς στιγμήν ότι η Μακεδονία και Δυτική Θράκη έμενον με τον αρχικόν των πληθυσμόν μετά την κολόβωσιν της Μεγάλης Ελλάδος, την επακολουθήσασαν την Εθνικήν συμφοράν. Είναι ή δεν είναι αληθές, ότι εν τοιαύτη περιπτώσει αι δύο αύται Επαρχίαι μας θα υπέκυπτον εις μοιραίον οικονομικόν μαρασμόν. Αντιθέτως, σήμερον το μέλλον το οικονομικόν υποφώσκει λαμπρόν, διότι η επιγενομένη πύκνωσις του πληθυσμού, ουδαμώς ούσα κατ’ αρχήν δυσανάλογος προς τας πλουτοπαραγωγικάς δυνάμεις των Επαρχιών μας, θα φέρη προς ταχείαν ανάπτυξιν της γεωργίας και βιομηχανίας, των δυο τούτων τροφών του εμπορίου, θα φέρη επίσης αναγκαστικώς την άμεσον ή έμεσον παρά του του Κράτους εκτέλεσιν όλων των μεγάλων έργων αποξηράνσεως, αρδεύσεως, συγκοινωνίας και λοιπών δι’ ων μεγάλαι εκτάσεις, των οποίων μέχρι σήμερον το μόνον ολέθριον φευ προϊόν ήσαν τα μιάσματα της ελονοσίας, θα ανοίγωσιν εις το άροτρον και την σκαπάνην του γεωργού».

Δεύτερον, «Το έργον τούτο είναι, Κύριοι, απ’ ευθείας ανάλογον προς την οικονομικήν σημασίαν των δυο επαρχιών μας. Ως είπον ανωτέρω, αι επαρχίαι Μακεδονίας και Θράκης αποτελούν σήμερον το οικονομικόν βάθρον της όλης πατρίδος μας. Τούτο δε και από απόψεως παρόντος και από απόψεως μέλλοντος».

Τρίτον, «Η αραιότης του πληθυσμού, η ετερογένεια των στοιχείων των κατοικούντων τας χώρας ταύτας ήσαν δυο μεγάλοι σκόπελοι, εμποδίζοντες την εντατικήν ανάπτυξιν της παραγωγικότητος και την εκμετάλλευσιν αυτών».

Τέταρτον, «Εις τα πεδία της Μικράς Ασίας και εις τας κοιλάδας της Θράκης έζη μακραίων και σφριγών Ελληνισμός, των οποίων η καταιγίς του 1922 ηκρωτηριαμένον διακόμενον και αλγούντα μετεφύτευσε κατά μέγα μέρος εν μέσω ημών. Ο Ελληνισμός ούτος ήρξατο αναλαμβάνων μετ' απιστεύτου ταχύτητος νέας δυνάμεις, μόλις ήγγισεν εις την νέαν ελληνικήν γην. Αλλ' αν το μαρτύριον του Ελληνισμού τούτου υπήρξε μέγα και πρωτοφανές εις τα χρονικά της εθνικής μας ιστορίας, εν μέσω, όμως, του μεγέθους της συμφοράς εμφανίζεται ως παρήγορον μειδίαμα η υπόσχεσις ενός ωραίου μέλλοντος της ούτω συμπτυχθείσης Ελλάδος. Διότι εάν η κτηνώδης δύναμις μας απέσπασε τα πατρώα εδάφη της Θράκης και της Ιωνίας, εσώσαμεν όμως τον νουν και την ψυχήν των Χωρών εκείνων, εσώσαμεν τους εργατικούς βραχίονας και τας ικανότητας και τας δημιουργούς δυνάμεις του Ελληνισμού εκείνου, αίτινες θα μας είναι αφαντάστως πολύτιμοι εις το έργον της ελληνικής αναδημιουργίας.»