Skip to main content

Αφροδίτη της Μήλου: Η αναβλύζουσα σαγήνη, η αναδυόμενη έλξη, η απαγωγή

Αφιέρωμα της Voria.gr στην Αφροδίτη της Μήλου: Ο άγνωστος δημιουργός, τ' απολεσθέντα χέρια, το ανείπωτο κάλλος, ακόμη ένα «ντοκουμέντο βαρβαρότητας»

To ερωτογενές όνομά της πυροδοτεί μύριες, ηδονικές σκέψεις, συνοδεύει την ερωτική έξαψη, διεγείρει αισθησιακά καλέσματα, ζεύει και περιφέρει τον άνθρωπο αιχμάλωτο στις αχαλίνωτες ορμές του. Αμβολογήρα και ανδροφόνος, κατά τον Ομηρικό Ύμνο είναι «πολύχρυση», κατά τον Ορφικό Ύμνο είναι η Μήτηρ των Ερώτων. Ο Σεφέρης στα «Περιστατικά Γ'» την αποκαλεί «ανάερη», τόσο ελαφριά και λεπτή που μοιάζει να αιωρείται, να μην αποτελείται από ύλη. Ο αιγαιοπελαγίτης Ελύτης, εραστής οτιδήποτε αλιγενούς, θα την ονομάτιζε αναδυομένη Ευρυφάεσσα, δηλαδή πλατύφωτη. Στην «Ξενιτεμένη», ο Παλαμάς, παρότι στα πρώτα του ποιήματα εμφανίζεται παρνασσιστής, ταγμένος στην πιστή αποτύπωση, τη ρεαλιστική αναπαράσταση και την απάθεια, εν αντιθέσει με την υπερπροβολή συναισθημάτων του ρομαντισμού, λοξοδρομεί, της προσδίδει τον όρο «όνειρο» και τον τίτλο «πηγή της αρετής». Ο Δροσίνης, για τη «διαλαλήτρα μεσ' στ' άσκημα του Ωραίου», φαντασιώνεται την «αγκάλη» της, ελλείψει των χεριών της, οραματίζεται την επιστροφή της στα «κυματόδεντρα λευκά χαλίκια». Ο Νταλί είναι εμμονικός μαζί της, επαναλαμβάνει τη φιγούρα της 28 φορές στον «Παραισθησιογόνο ταυρομάχο», ενσωματώνει συρτάρια στο καλλίπυγο κορμί της, στο «Venus de Milo with Drawers». Ο Πικάσο την υμνεί το 1907 στις «Δεσποινίδες  της  Αβινιόν». Ο Μποτιτσέλι αντέγραψε την ντροπαλή κίνησή της στον περίφημο, ομώνυμο πίνακα. Η εκθαμβωτική Άβα Γκάρντνερ την ενσαρκώνει στο «One Touch of Venus», προκαλώντας, μετέπειτα, τον παράφορο έρωτα του Φρανκ Σινάντρα. Η πληθωρική Έβα Γκριν, στην ταινία The Dreamers, το προτελευταίο πόνημα του κορυφαίου Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, εμφανίζεται γυμνή με μαύρα γάντια, σε μια αλληγορία για την απουσία των χεριών της. Το σηκωμένο, μεσαίο της δάχτυλο, στο εξώφυλλο του γερμανικού Focus αποτέλεσε βραδύκαυστη θρυαλλίδα για μία ακόμη έκρηξη στην πολύμηνη διαπραγματευτική διελκυστίνδα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους δανειστές της χώρας. Οι Femen, διαμαρτυρόμενες μπροστά στα κάλλη της στο Λούβρο, καταγγέλουν ημίγυμνες τον βιασμό των γυναικών. Εκατομμύρια επισκέπτες του αυτάρεσκου Λούβρου, υποκλίνται, έναν και πλέον αιώνα τώρα, στους γητευτικούς γοφούς της, επιζητώντας την «αγκάλη» της, παρότι αυτή, κυριολεκτικά, δεν πρόκειται να έρθει ποτέ.

Όλα, λένε, περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα. Όλα, σχεδόν, περιστρέφονται γύρω της, γύρω από την Αφροδίτη της Μήλου.

Η Voria.gr καταπιάνεται με το, εξωπραγματικής, απολαυστικής καλλιτεχνίας, άγαλμα της θεάς Αφροδίτης, στο πέμπτο σκέλος του αφιερώματός της στις αρχαιότητες που διηρπάχθησαν στο εξωτερικό, αφορμή για το οποίο αποτέλεσε η έλευση των «Μαγεμένων» στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από την αξιέπαινη και υποδειγματική πρωτοβουλία της ΔΕΘ – Helexpo και τη σημαντικότατη υποστήριξη της ΕΥΑΘ, του ΟΛΘ, του ΕΒΕΘ και του ΕΕΘ. Προηγήθηκαν, φυσικά, οι αναφορές στην απώλεια του Βωμού της Περγάμου, στη βίαιη αρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον «άξεστο» λόρδο Έλγιν και το χρονικό για τη διεκδίκηση της επιστροφής τους.

 

Το άγαλμα



Πρόκειται για γλυπτό από Παριανό μάρμαρο, έχει ύψος 2,02 μ. και βάρος περί τα 900 κιλά. Χρονολογείται γύρω στο 100 π.Χ. και παριστάνει την Αφροδίτη, παρότι αρχικά πολλοί θεώρησαν πως αναπαριστά την Αμφιτρίτη. Βρέθηκε ακρωτηριασμένο και εικάζεται πως η θεά στο αριστερό της χέρι κρατούσε μήλο ή καθρέφτη ή ότι με τα δύο χέρια της κρατούσε την ασπίδα του Άρη.

Άλλοι, πάλι, θεωρούν ότι δεν έκανε τίποτε απ' αυτά και ότι ήταν έτοιμη να λουστεί. Σε ό,τι αφορά τα χέρια της, ο μύθος λέει ότι έσπασαν πάνω σε καβγά Γάλλων αρχαιολόγων και Ελλήνων κατά τη μεταφορά του αγάλματος, εντούτοις αυτό δεν ευσταθεί γιατί το έργο είχε βρεθεί εξαρχής δίχως τα χέρια. Εκείνο που, πιθανόν, αληθεύει είναι ότι τμήματα των χεριών είχαν βρεθεί σε διάφορα σημεία και ότι το αριστερό κρατούσε μήλο, αλλά χάθηκε κατά τη μεταφορά ή ότι επάνω στη συμπλοκή (η οποία όντως συνέβη για την απόκτησή της), κάποια από αυτά τα κομμάτια που συνόδευαν το γλυπτό (όπως το αριστερό χέρι) έπεσαν στη θάλασσα από τα βράχια, με αποτέλεσμα να χαθούν για πάντα στον βυθό της.

 

Μήλος, το τοπίο κοντά στο σημείο όπου βρέθηκε το άγαλμα της Αφροδίτης



Η Αφροδίτη της Μήλου θεωρείται ένα καταπληκτικό έργο της ελληνιστικής τέχνης, συνδυάζοντας αρμονικά τη γυναικεία ομορφιά και θηλυκότητα. Χρονολογείται γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ. Άλλοτε θεωρείτο έργο του Πραξιτέλη, σήμερα όμως είναι σαφές ότι ο δημιουργός της δεν είναι ο συγκεκριμένος. Είναι σήμα κατατεθέν της Μήλου ή προσδιοριστικό στοιχείο του τουρισμού της και, οπωσδήποτε αναμφίλεκτα, ένα από τα σημαντικότερα αποκτήματα του Λούβρου.

Το έργο έχει δουλευτεί σε χωριστά κομμάτια, τα δύο βασικά από τα οποία στη συνέχεια ο δημιουργός συνέδεσε στους γλουτούς, εκεί που πέφτουν και οι πτυχώσεις του ενδύματος. Χωριστά είχε δουλευτεί και το αριστερό χέρι αλλά και το αριστερό πόδι, όπως και το δεξί. Η θεά στα μαλλιά φέρει κεφαλόδεσμο (ταινία) από την οποία πίσω ξεφεύγουν βόστρυχοι. Έφερε, επίσης, κοσμήματα, όπως φαίνεται από τα σημάδια που απέμειναν στα αυτιά (προφανώς σκουλαρίκια) και ίσως περιδέραιο και διάδημα -όπως επίσης φανερώνουν κάποια χαρακτηριστικά σημάδια. Πιθανόν να ήταν και πολύχρωμο έργο, αλλά το χρώμα από το παριανό μάρμαρο έχει πια χαθεί και δεν μπορούμε να εικάσουμε με σιγουριά τα χρώματα που ίσως είχαν χρησιμοποιηθεί. Κάτω από το δεξί μαστό υπάρχει μία τρύπα για τη μεταλλική στήριξη του δεξιού χεριού που λείπει. Επειδή η δεξιά πλευρά ήταν πιο καλοδουλεμένη και οι ειδικοί εικάζουν ότι είχε προορισμό να τοποθετηθεί σε σημείο που ο κόσμος θα έβλεπε τη θεά από τα δεξιά της. Η τεχνοτροπία δείχνει ότι ήταν έργο μιας εποχής κατά την οποία παρατηρείτο στροφή στον κλασικισμό.


Ο δημιουργός



Το έργο πλάστηκε στα ταραγμένα ελληνιστικά χρόνια, κατά πάσα πιθανότητα από τον γλύπτη Αγήσανδρο ή ο Αλέξανδρο, γιο του Μηνίδη από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου. Το μισό όνομά του αναφερόταν στη βάση του γλυπτού όπου απέμενε χαραγμένη η φράση «...ΝΔΡΟΣ ΜΗΝΙΔΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ ΑΠΟ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ ΕΠΟΙΗΣΕ». Αυτή η επιγραφή, που φαίνεται σε ένα σχέδιο της εποχής, χάθηκε γύρω στο 1825, ενώ το απόκτημα βρισκόταν στο Λούβρο και πολλοί πιστεύουν ότι την εξαφάνισαν οι τότε διευθυντές του, προκειμένου να δύνανται να υποστηρίξουν ότι ήταν έργο του Πραξιτέλη. Στον Αγήσανδρο, πάντως, αποδίδεται ένα άλλο έργο που εκτίθεται στο Λούβρο - μια προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είχε βρεθεί στη Δήλο.

Οι ίδιοι οι Γάλλοι είχαν υποστηρίξει τότε ότι «η αριστερή γωνία της βάσης του αγάλματος όπου αναγραφόταν το όνομα του γλύπτη Αλέξανδρου δυστυχώς χάθηκε στα ασβεστοκονιάματα, αλλά ανήκε σε άλλη εποχή και ήταν άσχετη προς την Αφροδίτη». Το σχέδιο που παρατίθεται πάντως δείχνει ότι η αριστερή πλευρά ταίριαζε τέλεια στη βάση του αγάλματος και επιστημονική εξακρίβωση για τη χρονολόγηση δεν μπορεί να γίνει πλέον, καθώς το κομμάτι δεν βρίσκεται πουθενά, εξ όσων γνωρίζουν οι ειδικοί.

Ειδικά για την Αφροδίτη της Μήλου, οι Γάλλοι είχαν τότε και «εθνικούς λόγους» να προκαλέσουν σύγχυση, γιατί, την περίοδο εκείνη, σε όλη τη λόγια Ευρώπη είχε ξεσπάσει πόλεμος για την απόκτηση αρχαιοτήτων. Επιπλέον, ήταν η εποχή που μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό το 1815 πολλοί λαοί ζητούσαν -και έπαιρναν, εν τέλει- πίσω τις αρχαιότητες που είχε αρπάξει με τους πολέμους του ο Γάλλος στρατηλάτης, με αποτέλεσμα οι σχέσεις της Γαλλίας με όλους σχεδόν τους Ευρωπαίους να μεταφέρονται ως αρκετά τεταμένες.

Πιθανόν στο πλαίσιο αυτού του αρχαιολογικού πολέμου οι Γάλλοι να θεώρησαν σκόπιμο την εξαφάνιση του πραγματικού δημιουργού του έργου, τόσο για να μην το ζητήσει πίσω η Τουρκία (καθώς το ελληνικό κράτος δεν είχε ακόμη ιδρυθεί) όσο και για να το προβάλλει διεθνώς, περισσότερο ως έργο μυστηριώδους γλύπτη από την κλασική Ελλάδα και να «προσπεράσει» τη Γερμανία στον «αγώνα δρόμου» απόσπασης και λαφυραγώγησης αρχαιοτήτων.

Η απώλεια συνοπτικά



Οι εκδοχές για την ανακάλυψη της Αφροδίτης της Μήλου, του λαμπρού, ακρωτηριασμένου αγάλματος που τόσο αυτάρεσκα «φιλοξενεί» ως σήμερα το Μουσείο του Λούβρου, ποικίλλουν όσο και εκείνες που ενεπνεύσθη η αρχαία ελληνική μυθολογία για τη γέννηση της ίδιας της ανδροφόνου θεάς. Το χρονικό της απαγωγής του, εν έτει 1820, από το νησί της Μήλου, έτσι όπως καταγράφεται από τους Γάλλους ηθικούς αυτουργούς της, Ντιμόν Ντ' Ιρβίλ, Μαρσελίς και Βουτιέ, παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Όχι μόνον γιατί αποκαλύπτει μία από τις πιο διαβόητες «απαγωγές» μνημείων της κλασικής αρχαιότητας ­ μαζί με τη μεταγενέστερη «νομιμοποίησή» της από τους ξένους «εισβολείς», ­ αλλά, κυρίως, διότι φέρει στο φως τις πλείστες έριδες, ίντριγκες και δοσοληψίες των Γάλλων διεκδικητών της πατρότητάς της.

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, σύγχρονος δημοσιογράφος και συγγραφέας - μυθιστοριογράφος, επιχειρεί να μεταφέρει εν συντομία τις περιπέτειες της απολεσθείσας Αναδυομένης. Έναν περίπου χρόνο πριν από το ξεκίνημα του απελευθερωτικού Αγώνα, ένας Μηλιός χωρικός ­ «του οποίου η Ιστορία συνεκράτησε μόνο το μικρό του όνομα ­ τον έλεγαν Γιώργο», ­ ξεθάβει εντελώς τυχαία στο χωράφι του μια εκπάγλου καλλονής Αφροδίτη. Όπως είναι αναμενόμενο, ο ίδιος δεν διαθέτει τα αντανακλαστικά μιας, αρκούντως δομημένης, ευρωπαϊκής παιδείας που γνωρίζει να εκτιμά και να εξαργυρώνει.

Τουναντίον, το προνόμιο αυτό φέρουν ο σημαιοφόρος Ντ' Ιρβίλ και ο δόκιμος, μετέπειτα συνταγματάρχης, Βουτιέ. ­ Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μήλος αποτελεί, λόγω κυρίως γεωφυσικής μορφολογίας, μόνιμο αγκυροβόλιο του γαλλικού ναυτικού την εποχή αυτή.

Αμφότεροι αντιλαμβάνονται ευθύς αμέσως ότι πρόκειται για ένα κλασικό αριστούργημα ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Θεοδωρόπουλος, «σημασία έχει ότι στην Αφροδίτη της Μήλου μπορείς να της γυρίσεις την πλάτη, προσπαθώντας να της ξεφύγεις, μπορείς να την γεμίσεις συρταράκια, όπως έκανε και ο Νταλί, όμως δεν μπορείς να την αγνοήσεις». Αφού ολοκληρώσουν ένα πρόχειρο αντίγραφο του ημιθανούς αγάλματος, σπεύδουν στην Κωνσταντινούπολη να υποβάλουν τα σέβη τους στον Γάλλο πρέσβη, με απώτερο σκοπό να αγοράσουν την Αφροδίτη για λογαριασμό του, ­ ήτοι για λογαριασμό του γαλλικού κράτους. Το τέλος της οδύσσειας του αγάλματος είναι γνωστόν τοις πάσι. Και δεν είναι τυχαίο ότι το Λούβρο του έχει αφιερώσει μια ολόκληρη αίθουσα.

 

Ο αξιωματικός Jules-Sébastien-César Dumont d'Urville, που έπεισε τους Γάλλους να βιαστούν να αγοράσουν την Αφροδίτη της Μήλου και που αργότερα εξελίχθηκε σε σημαντικό εξερευνητή της Ανταρκτικής



Τα πορτρέτα των Ντ' Ιρβίλ και Βουτιέ αποτελούν και αυτά αναπόσπαστα κομμάτια αυτής της ιστορίας, που κάποιες στιγμές παραπέμπει σε σελίδες νουάρ μυθιστορήματος. Ο πρώτος, φυσιοδίφης και διάσημος θαλασσοπόρος, μέλος τότε μιας υδρογραφικής αποστολής στην Ανατολή και στη Μαύρη Θάλασσα, θα σκοτωθεί, ίσως στο πρώτο, όπως τουλάχιστον εκτιμά ο Θεοδωρόπουλος, σιδηροδρομικό δυστύχημα που έχει καταγράψει η Ιστορία. Όσο για τον Ολιβιέ Βουτιέ, αμετανόητο οπαδό του Βοναπάρτη και... αθεράπευτο φιλέλληνα, βρίσκεται στην Ελλάδα για να πολεμήσει στο πλευρό των Υψηλάντη και Μαυροκορδάτου: «...έθεσα το ξίφος μου στην υπηρεσία των Ελλήνων που ξεκινούσαν τότε τον απελευθερωτικό τους αγώνα ­ όσο πιο απελπισμένος έμοιαζε, τόσο πιο εύκολα μπορούσε να αλώσει ένα πνεύμα σαν το δικό μου, χορτασμένο από τις αθλιότητες της "Παλινόρθωσης"». Ο Μαρσελίς, ο τελευταίος του τριγώνου των «απαγωγέων», γραμματέας της γαλλικής πρεσβείας στην Πόλη, θα συμπεριλάβει στο βιβλίο του «Αναμνήσεις της Ανατολής» τη δική του εκδοχή για την ανακάλυψη της θεάς της ομορφιάς και του πόθου (Κεφάλαιο Η, «Αγαλμα Αφροδίτης: πώς απεκτήθη και απεστάλη στη Γαλλία, 1820»).

Οι τύχες των τριών ανδρών διασταυρώνονται, μαζί και οι διεκδικήσεις τους ­ χωρίς να υποτιμά κανείς τον ρόλο των αδηφάγων προεστών της Μήλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το όνομα του Βουτιέ αποσιωπείται από τον Μαρσελίς, έτσι ώστε ο Ντ' Ιρβίλ να φέρεται επί σειρά ετών ως ο μοναδικός πρωταγωνιστής του εν λόγω δράματος. Η φήμη του θα αποκατασταθεί μόλις το 1876 χάρη στις καλοπροαίρετες προσπάθειες ενός συμπατριώτη του ναυάρχου. Τα κείμενα όμως της παρούσας έκδοσης δεν πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν μόνο σε πρώτο επίπεδο. Σύμφωνα με τον Θεοδωρόπουλο, οι τρεις «δράστες» «αναγνώρισαν στον ακρωτηριασμένο γυναικείο κορμό, που καλά καλά δεν είχε βγει από το χώμα, ένα μερίδιο της ίδιας τους της ύπαρξης».

Και ύστερα το ταξίδι της Αφροδίτης στο κατάστρωμα του γαλλικού πλοίου «Λα Σεβρέτ», η μετέπειτα «ταλαιπωρία» της στα εργαστήρια του Λούβρου, όπου οι αρχαιολόγοι ερίζουν για την ακριβή της ταυτότητα. ­ «Κι αν είναι η τροπαιούχος Αφροδίτη γιατί δεν της έδωσαν το μήλο; Μήπως είναι η Νίκη που στεφανώνει τον Άρη και έχει αφοπλιστεί η ίδια; Μάλλον είναι η Αθηνά» ­ και, επιτέλους, η ετυμηγορία ­ «το άγαλμα στην αρχική του μορφή δεν ήταν μεμονωμένο,... αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης σύνθεσης». Το γαλλικό κράτος απολαμβάνει. πλέον. τους καρπούς της απαγωγής.

«Τυχερό Παρίσι!», θα αναφωνήσει, σύμφωνα με τον Μαρσελίς, ένας Πιεμοντέζος ευγενής αντικρίζοντας για πρώτη φορά το άγαλμα μέσα στο αμπάρι του πλοίου. «Αφήστε με να κοιμηθώ εδώ, πάνω σε ένα στρώμα, κοντά της· είμαι ολιγαρκής· σας ορκίζομαι ότι θα είμαι καλός φύλακας μέχρι τη Ρόδο όπου πηγαίνω», θα πει.

Η απώλεια αναλυτικά

Εικοσιτέσσερις, μόλις, ημέρες πριν από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821, οι Γάλλοι αξιωματούχοι λαφυραγωγοί παρουσίαζαν το απόκτημά τους με περίσσιο καμάρι στα Ηλύσια Πεδία. Ήταν το δώρο του πρεσβευτή της Γαλλίας στην Πόλη, Μαρκησίου Ντε Ριβιέρ, στον βασιλιά Λουδοβίκο το ΙΗ. Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει η ιστορία της απαγωγής.

Πώς άρχισε όμως; Τον Απρίλιο του 1820 στο Κλήμα της Μήλου, ο αγρότης (κατ' άλλους ««εκτιμητής αξίας χωραφιών», δηλαδή κάτι σαν μεσίτης της εποχής) Γεώργιος ή Θεόδωρος Κεντρωτάς (κατ' άλλους Μποτόνης), καθώς έσκαβε το χωράφι του, βρήκε ένα γυναικείο άγαλμα, το οποίο ήτο σπασμένο στα δύο και έλειπαν τα χέρια του. Είναι ακόμη πιθανό στη μικρή κοινωνία της Μήλου να βρήκε το άγαλμα ένα μέλος της οικογένειας Κεντρωτά, αλλά στη συνέχεια ν' αναμίχθηκαν στις εκσκαφές και στις διαπραγματεύσεις πώλησης και συγγενείς του, από όπου και, ενδεχομένως, προέκυψε η σύγχυση. Ο Κεντρωτάς, εάν ήταν ο Θεόδωρος, πέθανε το 1846 και ο Γεώργιος νωρίτερα.

Αν ήταν ο Θεόδωρος, τότε ίσως να μην πήρε ποτέ τα 400 ή 1.000 ή 7.000 γρόσια που φέρονται να πλήρωσαν οι Γάλλοι, γιατί βρέθηκε η διαθήκη του και ανέφερε μόνον τρεις πεζούλες ή χωράφια. Το ποσό αυτό δηλαδή (έστω και των 400 γροσιών) ήταν σχετικά σημαντικό για την εποχή εκείνη, αφού 1.000 γρόσια ήταν ο ετήσιος μισθός των δημογερόντων. Φυσικά, δεν ήταν διόλου δίκαιο για την αξία του αγάλματος, αλλά πάντως όποιος το είχε πάρει -εάν το πήρε μόνον ένας- θα ήταν, πια, σχετικά εύπορος. Δεν αποκλείεται, βέβαια, τα χρήματα να δόθηκαν στην οικογένεια Κεντρωτά και να δαπανήθηκαν κατά διάφορους τρόπους. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι οι Γάλλοι έδωσαν τα χρήματα στους δημογέροντες και προκρίτους του νησιού.

 

Το «παιγνίδι» Κεντρωτά - Γάλλων

 

Στις 8 Απριλίου του 1820 (και 28 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε τότε στη Μήλο) ο Κεντρωτάς φέρεται να έσκαβε στο πεζούλι του και έβγαζε πέτρες από αρχαία ερείπια που υπήρχαν εκεί. Τον βοηθούσε πιθανόν ο 18χρονος γιος του Αντώνης και ένας 20χρονος ανηψιός του. Λίγο πιο πέρα Γάλλοι αξιωματικοί έκαναν ανασκαφές για αρχαία. Όταν ο Κεντρωτάς βρήκε πελεκημένο μάρμαρο έτρεξαν να τον βοηθήσουν δύο Γάλλοι ναύτες που συμμετείχαν στις γειτονικές ανασκαφές. Ο Κεντρωτάς προσπάθησε να ξανακαλύψει το άγαλμα γιατί φοβήθηκε ότι οι Γάλλοι θα το άρπαζαν ή θα απαιτούσαν να το αγοράσουν πιο φτηνά - δεν στάθηκε, δηλαδή, τόσο αφελής όσο τον παρουσιάζει ο μύθος.

Οι Γάλλοι, από αυτά που γράφουν αργότερα σε επιστολές τους, φαίνεται πως τον θεωρούν ανόητο επειδή, προφανώς, ο Κεντρωτάς άρχισε να συμπεριφέρεται επίτηδες με περιφρόνηση για τα ευρήματα, ώστε να τους «ξαποστείλει» και να εκμεταλλευτεί το άγαλμα αργότερα με την ησυχία του, χωρίς την φορτική παρουσία και τις πιέσεις που σωστά πίστευε ότι θα του ασκούσαν.

Εντούτοις, οι Γάλλοι δεν «ξεκολλούσαν» με τίποτε από την περιοχή και τον πίεζαν να συνεχίσουν όλοι μαζί το σκάψιμο, ώσπου βρέθηκε και το δεύτερο τμήμα του αγάλματος, οπότε πια ο Κεντρωτάς δεν μπορούσε να παριστάνει τον ανίδεο, αλλά ούτε και να περιφρουρήσει το έργο που είχε βρει στο χωράφι του.

Έκανε, πάντως, μια προσπάθεια να το διαφυλάξει και το μετέφερε στη στάνη του, όμως ο «πυρετός αρχαιοτήτων» είχε ήδη καταλάβει τους Γάλλους, οι οποίοι επικοινωνούσαν με προξένους και πρεσβευτές της πατρίδας τους στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αλλού.

Επικεφαλής των Γάλλων που έκαναν ανασκαφές δίπλα στο χωράφι του Κεντρωτά και αναμίχθηκε στις εκσκαφές ήταν ο νεαρός τότε αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ (Olivier Voutier, 1796-1877) που στη συνέχεια επισήμως παραιτήθηκε από το γαλλικό ναυτικό και πολέμησε με το πλευρό των Ελλήνων στην επανάσταση του 1821. Ο Βουτιέ που είχε σπουδάσει λίγη αρχαιολογία άρχισε να σχεδιάζει αμέσως το εύρημα και ειδοποίησε πατριώτες του για την μεγάλη ανακάλυψη, επειδή ο ίδιος δεν είχε αρκετά χρήματα για να το αγοράσει και κάποιοι είχαν κιόλας προτείνει στον Κεντρωτά αμοιβή 1.000 γροσιών. Ενημέρωσε, επίσης, ότι κοντά στο άγαλμα βρέθηκαν δύο αφιερώσεις ή Ερμές, μια ενός ηλικιωμένου και μία ενός νέου, όπως και πλίνθος και κομμάτι με επιγραφή που ανέφερε το όνομα του γλύπτη. Παράλληλα, βρέθηκαν τμήματα του αριστερού χεριού, ιδιαίτερα φθαρμένα, που φαινόταν να κρατούν μήλο, και οι Γάλλοι, όπως και οι ντόπιοι, εκτίμησαν ότι ίσως ανήκαν σε άλλο άγαλμα και είχαν βρεθεί τυχαία κοντά στην Αφροδίτη.

Τα χέρια που δεν υπήρχαν, δηλαδή, έλειπαν εξαρχής και γι’ αυτό το σχέδιο του Βουτιέ που έγινε επί τόπου, παριστάνει την Αφροδίτη ακρωτηριασμένη από την πρώτη στιγμή. Κι αυτά που βρέθηκαν όμως δεν αξιοποιήθηκαν σωστά, επειδή οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ανήκαν σε άλλη εποχή ή έργο. Έτσι παρότι βρέθηκαν στην ανασκαφή και περισυνελέγησαν, όταν πάνω στην επεισοδιακή μεταφορά χάθηκαν, δεν αναζητήθηκαν με ιδιαίτερη ζέση. Οι ειδικοί τώρα πια ξέρουν ότι στα ελληνιστικά χρόνια όταν ένα έργο προοριζόταν να φαίνεται από τη μία μεριά, π.χ. τη δεξιά, οι γλύπτες έδιναν βαρύτητα σε αυτή την πλευρά και όχι σε εκείνη που δεν φαινόταν από το κοινό ή που πιθανά καλυπτόταν με ύφασμα. Έτσι ερμηνεύεται σήμερα το κάπως «άτεχνο» αριστερό χέρι της Αφροδίτης που οι Γάλλοι νόμισαν τότε ότι ήταν «άσχετο από το άγαλμα» και το οποίο αναφέρεται ότι κρατούσε μήλο, παραπέμποντας πιθανά στο μήλο του Πάρι.

 

Η μάχη για την απόκτηση


Το έργο βρέθηκε σε πολλά κομμάτια (πιθανόν έξι, από τα οποία τα χέρια και το όνομα του γλύπτη, πλέον, λείπουν), με δύο βασικά, τον κορμό και τα πόδια. Όλα αυτά τα κομμάτια και οι Ερμές έγιναν αμέσως αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ο Βουτιέ ενημέρωσε με μιας τον Γάλλο υποπρόξενο στην Μήλο, τον Λουΐ Μπρεστ (Louis Brest) και αυτός παρουσιάστηκε και άρχισε να παζαρεύει λέγοντας πως «δεν είναι βέβαιο ότι το άγαλμα αξίζει 1.000 γρόσια». Ειδοποίησε, όμως, αμέσως τον ντε Ριβιέρ (Charles-François de Riffardeau, μαρκήσιος και αργότερα δούκας de Rivière), πρόξενο των Γάλλων στην Υψηλή Πύλη. Στη διαπραγμάτευση αναμίχθηκε ενεργά και ένας άλλος Γάλλος αξιωματικός που είχε πάθος με τις αρχαιότητες, ο Ζυλ Ντυμόν ντ' Υρβίλ (Dumont d'Urville) που σημειωτέον ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για την Αφροδίτη που κρατούσε το μήλο του Πάρι. Οι Γάλλοι αποφάσισαν να πάρουν οπωσδήποτε όλα τα ευρήματα στην κατοχή τους.

 

Η αίθουσα του Μουσείου του Λούβρου όπου ήταν τοποθετημένη η Αφροδίτη της Μήλου από το 1848 ώς το 1934



Το παζάρι καθυστερούσε, όμως, όπως και το πλοίο που θα μετέφερε με ασφάλεια το άγαλμα στη Γαλλία. Ο Κεντρωτάς ή και οι δημογέροντες (καθώς πλέον στα παζάρια είχε αναμιχθεί όλο το νησί) αδημονούσαν και αποφάσισαν να δώσουν ή να πουλήσουν το άγαλμα σε άλλους ενδιαφερόμενους. Ίσως, εξάλλου, υφίσταντο και πολιτικές πιέσεις - η Υψηλή Πύλη περνούσε σοβαρή κρίση στις εξωτερικές της σχέσεις και η παραχώρηση αρχαιοτήτων από πλευράς της συνιστούσε ουσιαστικά άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Ο νόμος όριζε πως όλες οι αρχαιότητες να καταλήγουν στην Κωνσταντινούπολη και να αποφασίζεται κεντρικά η διάθεσή τους, ούτως ώστε ο Σουλτάνος να κολακεύει τα έθνη υπό την κυριαρχία του.

Μέσα σ' όλα, παρουσιάστηκε και ο Νικόλαος Μουρούζης, μέγας δραγουμάνος του οθωμανικού στόλου, και έπεισε τους Μηλίους να πουλήσουν το εύρημα σε εκείνον (ο Μουρούζης εκτελέστηκε με απαγχονισμό ένα χρόνο αργότερα μαζί με άλλους Φαναριώτες με την κατηγορία ότι συμμετείχαν στην ελληνική επανάσταση). Ο εκπρόσωπος των Γάλλων που βρέθηκε τότε εκεί ήταν ο υποκόμης ντε Μαρκέλους (Vicomte de Marcellus) που έπεισε τους ντόπιους να μη φορτωθεί τελικά η Αφροδίτη στο πλοίο του Μουρούζη για να πάει στην Πόλη, αλλά στο πλοίο των Γάλλων για να πάει στο Λούβρο. Το γλυπτό όντως ταλαιπωρήθηκε και μεταφορτώθηκε μετ' εμποδίων στο γαλλικό καράβι, γιατί οι κάτοικοι της Μήλου είχαν διχαστεί, διαπληκτίζονταν μεταξύ του και τραβολογούσαν τους Γάλλους μεταφορείς - πολλοί ντόπιοι φοβούνταν ότι εάν το γλυπτό έφευγε για τη Γαλλία θα είχαν συνέπειες από τους Οθωμανούς, ενώ άλλοι πίστευαν ότι έπρεπε να πάει στη Γαλλία, αλλά να δοθούν περισσότερα χρήματα.

Σε κάθε περίπτωση, όπως κανείς εύκολα συμπεραίνει κι όπως εύστοχα έγραφε ο Γερμανός μαρξιστής, φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας, Walter Benjamin, «δεν υπάρχει ποτέ ένα ντοκουμέντο του πολιτισμού, χωρίς να είναι ταυτόχρονα κι ένα ντοκουμέντο βαρβαρότητας».

 

Το ποίημα του Δροσίνη και η συγκινητική ιστορία

 

Το γαλλικό Εσταφέττ σάλπαρε τελικά από τη Μήλο για τον Πειραιά, μια σεληνόφωτη νύχτα, και εκεί οι μούτσοι με δαυλιά αναμμένα ξετύλιξαν το θείο άγαλμα για να το καμαρώσουν πριν φύγει, το πρωΐ πάλι για τα ξένα. Το ιστορικό αυτό γεγονός αποτύπωσε εξαίσια ο Γεώργιος Δροσίνης, Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος, στο ποίημα «Στην Αφροδίτη της Μήλου», το οποίο συμπεριέλαβε στην Ποιητική Συλλογή «Πύρινη Ρομφαία» (1912 - 1921).

 

Προετοιμασίες στο Λούβρο για τη διαφύλαξη και τη «φυγάδευση» της Νίκης της Σαμοθράκης και της Αφροδίτης της Μήλου λίγες μέρες πριν την κήρυξη του B' Παγκοσμίου Πολέμου

 

Λίγα χρόνια αργότερα, μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι ιθύνοντες του Μουσείου του Λούβρου μετακίνησαν το άγαλμα, για να το τοποθετήσουν σε νέα θέση. Όταν το σήκωσαν ανακαλύφθηκε πάνω στο βάθρο ένα κιτρινισμένο, νοτισμένο από τη μελαγχολία, διπλωμένο γράμμα που έγραφε τα εξής: «Στη λατρευτή μου Αφροδίτη της Μήλου επαναλαμβάνω με πόνο τα λόγια του "Δροσίνη"». Ακολουθούσε όλο το ποίημα και υπέγραφε: «Βεατρίκη Κώττα, ετών 12».

Η Βεατρίκη Κώττα Σταματοπούλου, είχε αντιγράψει το ποίημα του Γ. Δροσίνη για την Αφροδίτη της Μήλου και το είχε τρυπώσει κάτω από το άγαλμα, ούτως ώστε να βρεθεί από τον διευθυντή του Λούβρου, όταν ο ίδιος θα ήθελε να μετεγκαταστήσει τη Μαρμαρένια Θεά σε άλλη θέση.

Το γράμμα αυτό και ο τρόπος έκφρασης των αισθημάτων της νεαρής Ελληνίδας έκαναν τέτοια ζωηρή εντύπωση στο Παρίσι, που ο γαλλικός τύπος και το ραδιόφωνο για μέρες και επανειλημμένα ασχολήθηκε με αυτό το γεγονός. Το σημείωμα τοποθετήθηκε μέσα σε γυάλινη θήκη και κατατέθηκε στα αρχεία του Λούβρου.

Ο διευθυντής του Λούβρου, Σαρμπονό, φρόντισε να μάθει από τους πρώτους την ιστορία της μικρής Βεατρίκης, ενώ και ο ίδιος ο Δροσίνης, με τη σειρά του, έσπευσε να συναντήσει την, κυρία πια, Βεατρίκη Σταματοπούλου. Η Βεατρίκη με μια αγκαλιά ντάλιες επισκέφτηκε τον ποιητή στην Αμαρυλλίδα, στο σπίτι του στην Κηφισιά.

Η Αγγελική Βαρελλά γράφει σχετικά: «Μόλις τον είδε, άπλωσε το χέρι, του έδωσε τα λουλούδια, δάκρυσε, κι ίσως μόνον αυτά - τα λουλούδια - να ένοιωσαν το ρίγος της συγκίνησης που κατείχε και τους δύο, τον ποιητή και την θαυμάστριά του, τον πομπό και το δέκτη».

Αντί επιλόγου, λοιπόν, η θεσπέσια αναφορά του Γ. Δροσίνη στην Αφροδίτη της Μήλου:

«Ω, θεά ξενιτεμένη, μελετώντας σε,
Γυρίζει ο νους μου πίσω έναν αιώνα:
Στη νύκτα εκείνη, που αρπαγμένη πέρασες
Μπροστά απ' τον γκρεμισμένο Παρθενώνα.

Απ' τα ζητιάνικα κουρέλια γύμνωσαν
Το θείο κορμί σου βέβηλοι κουρσάροι,
Κ’ έλαμψες αφρογέννητη, και θάμπωσες
Γυμνή, τ' ολόφωτο αττικό φεγγάρι.

Για να σε ξετιμήσουν ανυπόμονα
- Τέτοια άφταστη κι αφάνταστη πραμάτεια-
Με των δαυλιών τις φλόγες σε ψηλάφησαν
Δάχτυλα βάρβαρα κι ανάξια μάτια.

Κι όταν θαλασσόδρομη πάλι κίνησες
Για της ατελείωτης σκλαβιάς τις ώρες,
Μια σκλάβα άλλη θυμήθηκαν και σ' έκλαψαν
Του Ερεχθείου οι μαρμάρινες Κόρες.

Ψεύτικη λευτεριά στα ξένα απόχτησες
Τα θεία σου κάλλη δείχνοντας για λύτρα
Και, στερημένη εσύ τ' Ωραίο, γίνηκες
Μεσ' στ' άσκημα του Ωραίου η διαλαλήτρα.

Τι τάχα κι αν σε θρόνιασαν βασίλισσα
Σε μουχλιασμένο στεριανό παλάτι;
Το μάρμαρό σου ανήλιαγο κι αδρόσιστο,
Του Αιγαίου ποθεί το κρυσταλλένιο αλάτι.

Ω! να πατούσες πάλι της πατρίδος σου,
Τα κυματόδεντρα λευκά χαλίκια,
Κι ένα στεφάνι απ' ανθισμένες κάπαρες,
Κι ένα στρωσίδι από βρεγμένα φύκια!

Ω! κι από κάποιο θάμα τα δύο χέρια σου,
Πανώρια, ακέρια ν' άπλωνες πάλι,
Τα χέρια σου, που σε ξένον τόπο αν σούλειπαν
Δεν είχαν τι να σφίξουν στην αγκάλη».