Skip to main content

Αλά Black Friday το αντίδοτο της αγοράς στις άγονες εκπτώσεις

Oι καταναλωτές εκρήγνυνται σε ειδικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως, όπως σε μια κάποια Black Friday ή σε κάποια «λευκή νύχτα»...

Δεν χρειαζόταν οι έρευνες του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου για να αντιληφθεί η αγορά ότι η εκπτωτική περίοδος του φετινού χειμώνα που ολοκληρώθηκε χθες δεν πήγε καλά. Όπως δεν είχε πάει καλά και η αντίστοιχη του καλοκαιριού του 2017. Όπως δεν πρόκειται να βοηθήσει τα εμπορικά καταστήματα καμία εκπτωτική περίοδος που διαρκεί έξι – επτά εβδομάδες! Δεν υπάρχει κανένα νόημα, παρά μόνο μια ευκαιρία.

Να συνειδητοποιήσουν όλοι οι παράγοντες που εμπλέκονται στην αγορά –κράτος, αυτοδιοίκηση, φορείς, έμποροι-, ότι κάθε φορά που υπάρχει αποτυχία και αδιέξοδο, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με το θεσμό των εκπτώσεων, είναι η ευκαιρία για αλλαγές, προσαρμογές, μεταρρυθμίσεις, ξαναμοίρασμα της τράπουλας, ώστε το «παιχνίδι» της προσέλκυσης των καταναλωτών να αποκτήσει και πάλι γοητεία, αλλά –κυρίως- να καταστεί εκ νέου αποτελεσματικό.

Η Ελλάδα είναι χώρα στην οποία συχνά οι λέξεις χάνουν το νόημά τους. Αυτή η σταθερή πραγματικότητα έχει γιγαντωθεί στα χρόνια της κρίσης, της ύφεσης και των Μνημονίων. Βέβαια η έννοιες των εκπτώσεων και των προσφορών έχουν αρχίσει να φθείρονται στη σκέψη των εμπόρων και στη συνείδηση των καταναλωτών εδώ και δύο δεκαετίες, αλλά τα τελευταία αλλά, πλέον, μπορούμε να μιλήσουμε για ισοπέδωση. Κάτι απόλυτα φυσιολογικό, εάν σκεφτεί κανείς ότι με τις ρυθμίσεις της πολιτείας οι εκπτώσεις διαδέχονται τις προσφορές και οι προσφορές τα… ξεπουλήματα. Ακόμη και ο λιγότερο ενημερωμένος καταναλωτής αντιλαμβάνεται αυτό το θολό τοπίο που υπάρχει στην αγορά, με μόνο στόχο να τον… μπερδέψει. Να τον ξεγελάσει για να ξοδέψει περισσότερα. Και όλοι λίγο πολύ την έχουν πατήσει μία φορά. Κάποιοι λιγότεροι και μια δεύτερη. Ελάχιστοι ενδίδουν και τρίτη φορά, αλλά μέχρι εκεί.     

Η έννοια των εκπτώσεων στην υγιή της εκδοχή συνδυάζεται με το ξεστοκάρισμα στα ράφια των μαγαζιών, όπου προορίζονται να τοποθετηθούν τα προϊόντα της νέας σεζόν. Στην Ελλάδα η καταξίωση του θεσμού έγινε την εποχή που υπήρχαν νόμοι που οριοθετούσαν εν πολλοίς την κερδοφορία, άρα και τις τιμές. Ήταν τότε που είχαμε εκπτώσεις δύο φορές το χρόνο για λίγες ημέρες, στη διάρκεια των οποίων τα καταστήματα εμφάνιζαν ελλείψεις και άδεια ράφια, αφού κάποια προϊόντα είχαν τελειώσει. Συχνά οι επιχειρήσεις διαχώριζαν το στοκ, που προσφέρονταν με χαμηλότερες τιμές, από τις νέες παραλαβές, οι οποίες παρά την εκπτωτική περίοδο είχαν κανονικές τιμές.
Μετά το 1990, όσο προχωρούσε η απελευθέρωση του λιανεμπορίου από το σφιχταγκάλιασμα του θεσμικού πλαισίου και διευρυνόταν η επέκταση της αυτορρύθμισης της αγοράς με τις τιμές να διαμορφώνονται μέσω της προσφοράς και της ζήτησης, οι εκπτώσεις εξελίχθηκαν περισσότερο σε εργαλείο μάρκετινγκ και προβολής, παρά σε διαδικασία ρευστοποίησης και ανανέωσης προϊόντων. Τα προβλήματα της χαμηλής απόδοσης ενός θεσμού ταυτισμένου με καλές πρακτικές της αγοράς, εντοπίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, συγχρόνως με την εμφάνιση νέων φαινομένων, όπως το συνεχές ωράριο και η κατάργηση της σιέστας, αλλά και η λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές ή ορισμένες Κυριακές.

Η έλευση της κρίσης, που ισοπέδωσε την κατανάλωση ανάμεσα στο 2010 και στο 2013 και είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα το λουκέτο στο 25% - 30% των εμπορικών καταστημάτων στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, έκανε τη συζήτηση περί εκπτώσεων να μοιάζει πολυτέλεια. Στη φάση του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για στρατηγική. Για άλλη μια φορά το επιχειρείν αποδεικνύεται σκληρό για όσους δεν είναι σε διαρκή εγρήγορση. Για όσους διστάζουν να προγραμματίσουν και προτιμούν να αυτοσχεδιαζουν. Για όσους διστάζουν και θυσιάζουν εν ψυχρώ το αύριο και το μεθαύριο για να διακρατήσουν κάποια ψίχουλα από το σήμερα.  

Η αγορά, όμως, εξελίσσεται διαρκώς, όπως άλλωστε όλες οι καταστάσεις παντού και πάντα. Τη λύση έδωσαν τα τζιμάνια του μάρκετινγκ στην Αμερική και στην Ευρώπη πολλά χρόνια πριν, αλλά λόγω εκτάκτου ανάγκης άρχισαν τώρα να εφαρμόζονται και στην Ελλάδα. Τι κατάλαβαν οι άνθρωποι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεκαετίες τώρα; Ότι στην καταναλωτική κοινωνία του ανεπτυγμένου κόσμου η αγορά (πρέπει να) είναι χώρος χαράς, διασκέδασης και εκπλήξεων. Οι καταναλωτές με τα ψώνια τους κατά κανόνα καλύπτουν όχι μόνο τις βασικές, αλλά και ανάγκες… πολυτελείας. Αλλιώς το σύστημα δεν αποδίδει. Επίσης, αυτό που κατάλαβαν πρώτοι οι αμερικανοί και μαζί τους οι δυτικοευρωπαίοι είναι ότι οι άνθρωποι κατεβαίνουν στα μαγαζιά για να δουν χρώματα, να μυρίσουν αρώματα, να συνευρεθούν με άλλους, να πιστέψουν ότι ξέρουν τι παίζει γύρω τριγύρω. Αν αυτό ισχύει μία φορά στις καλές εποχές, ισχύει δέκα στις δύσκολες περιόδους, όταν η τσέπη δε φτάνει για να υποστηρίξει πολλές δραστηριότητες πέραν της βόλτας.

Για όλους αυτούς τους λόγους –πιθανόν και για περισσότερους- οι καταναλωτές εκρήγνυνται σε ειδικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως. Σε μια κάποια Black Friday, όταν βρίσκουν αληθινές ευκαιρίες για λίγες ώρες, για μία μόνο ημέρα. Σε μια κάποια «λευκή νύχτα», όταν η ταμειακή θα γράψει στην απόδειξη αγοράς ώρα 01.00. Και σε μια κάποια Κυριακή, όταν είναι χαλαροί και απαλλαγμένοι από τη χρονική πίεση των υπόλοιπων ημερών. Αντίθετα, δεν τους λένε τίποτα εκπτώσεις 50 ή 60 ημερών, διότι σε αυτή την περίπτωση το σήμερα μπορεί να περιμένει, αφού υπάρχει το αύριο, το μεθαύριο, η άλλη εβδομάδα, ο επόμενος μήνας.

Για τη Θεσσαλονίκη το εμπόριο –το χονδρεμπόριο, αλλά και το λιανεμπόριο- συνιστά βασική οικονομική δραστηριότητα εδώ και 23 αιώνες, δηλαδή από πάντα. Η τοπική εμπορική κοινότητα τις τελευταίες δεκαετίες δέχεται απανωτά κτυπήματα. Ειδικά στο χρυσοφόρο κέντρο της πόλης συρρικνώνονται διαρκώς και δραματικά οι τοπικές φίρμες. Οι εμπορικές επιχειρήσεις που ανθίζουν κι έχουν ταυτότητα Θεσσαλονίκης –υπάρχουν και τέτοιες- απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ότι επιβήτορες της αγοράς είναι το 2018 οι πολυεθνικές, τα πολυκαταστήματα, οι αλυσίδες και τα εμπορικά κέντρα. Σε αυτές τις κατηγορίες ανήκει το 80% του τζίρου της Τσιμισκή, το 70% της Μητροπόλεως και το 60% της Αγίας Σοφίας. Οι τοπικοί έμποροι από χρόνια –κάποιοι υπογραμμίζουν την εποχή που καταργήθηκε το ενοικιοστάσιο και απελευθερώθηκαν οι εμπορικές μισθώσεις- παίζουν αμυντικά. Κατενάτσιο ιταλικής προελεύσεως.

Το δικό τους στιλ δεν αντέστρεψε απλώς την πυραμίδα των συστημάτων του ποδοσφαίρου, με τις ομάδες 100 χρόνια πριν να παίζουν μόνο επίθεση και σήμερα να προσέχουν κατά κύριο λόγο την άμυνα τους. Το σύστημα της ομάδας των εμπόρων της Θεσσαλονίκης συχνά θυμίζει το απόλυτο 10 - 0 – 0. Και οι 11 μέσα στη μικρή περιοχή, κρεμασμένοι από τα δοκάρια, με στόχο –αν και το ματς γίνεται εντός έδρας- να φάνε όσο γίνεται λιγότερα γκολ.

Με αυτά τα δεδομένα –ορισμένες λεκτικές υπερβολές υπογραμμίζουν το επείγον της καταστάσεως- η αντίδραση του εμπορικού κόσμου για την ανατροπή της εικόνας πρέπει να υπάρξει σήμερα. Αφού δεν υπήρξε χθες. Το τελευταίο διάστημα η Θεσσαλονίκη υποδέχεται αρκετούς ξένους, οι οποίοι πολύ απέχουν από το να χαρακτηριστούν φτωχοτουρίστες, η ελληνική οικονομία προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της, ενώ η ολοκλήρωση των μεγάλων οδικών αξόνων έχουν φέρει την πλατεία Αριστοτέλους πολύ κοντά στη Λάρισα, στα Ιωάννινα, στην Κοζάνη, στην Πτολεμαϊδα, στην Καβάλα και στην Αλεξανδρούπολη, ενώ η πόλη παραμένει «μεσοτοιχία» με την Κατερίνη, το Κιλκίς, τη Βέροια και τις Σέρρες. Όλα αυτά τα πραγματικά δεδομένα χρήζουν δημιουργικής αξιοποιήσεως, πέρα από άγονες ερημικές εκπτωτικές περιόδους, που δεν προσφέρουν τίποτα.