Skip to main content

Αναγκαία η θεσμική υποστήριξη της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων

Η σημερινή εικόνα των ελληνικών εξαγωγών μας γεμίζει αισιοδοξία. Η στήριξη, όμως, των επιχειρήσεων από την Πολιτεία συνήθως αποδεικνύεται ανεπαρκής.

Μέσα στο 2018 οι ελληνικές εξαγωγές πηγαίνουν καλά. Στο πρώτο δίμηνο της χρονιάς αυξήθηκαν κατά 16,5% και ανήλθαν σε 4,95 δισ. ευρώ από 4,25 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2017, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή αυξήθηκαν στα 3,39 δισ. ευρώ από 2,91 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 483,9 εκατ. ευρώ ή κατά 16,6%. Με αυτό τον τρόπο οι εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας εξακολουθούν να βελτιώνονται, κάτι που συμβαίνει σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της κρίσης και της ύφεσης. Στον αντίποδα έχουμε δύο στοιχεία: Το ποσοστό των εξαγωγών σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, έναντι του μέσου ευρωπαϊκού όρου, αλλά και του συνόλου των χωρών της Ευρωζώνης. Επίσης, οι εισαγωγές παραμένουν πολύ υψηλότερες από τις εξαγωγές, κάτι που εξηγεί γιατί η αύξηση της κατανάλωσης από μόνη της όχι μόνο δεν θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα στο σύνολο της οικονομίας, αλλά μάλλον θα δημιουργήσει περισσότερα και μεγαλύτερα προβλήματα ελλειμμάτων από αυτά που θα λύσει.

Στην ουσία η σημερινή εικόνα των ελληνικών εξαγωγών μας γεμίζει αισιοδοξία κυρίως για τις προοπτικές. Για το πόσα μπορεί να προσφέρει η εξωστρέφεια της οικονομίας στη χώρα και την κοινωνία. Αρκεί να ξεπεραστεί η πρακτική των μεμονωμένων προσπαθειών των επιχειρήσεων, στις οποίες οφείλονται τα αποτελέσματα των τελευταίων χρόνων, και η πολιτεία να αντιμετωπίσει οργανωμένα, συστηματικά και σε βάθος χρόνου την παραγωγή και εμπορία διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Μια αγορά των δέκα εκατομμυρίων καταναλωτών όπως η ελληνική δεν μπορεί ούτε καν να συντηρηθεί, πολύ περισσότερο δεν έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί, μόνο δια της… ανακυκλώσεως. Χρειάζεται εμπορικούς ορίζοντες, που ο σημερινός παγκοσμιοποιημένος κόσμος προσφέρει απλόχερα σε όσους θέλουν και μπορούν να τους δουν και να τους προσεγγίσουν.

Οι συλλογικοί φορείς των εξαγωγέων, κυρίως ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος και ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων, στις προτάσεις τους για τη στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων της χώρας επιμένουν στη μείωση της φορολογίας, με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, και στην πλήρη άρση των capital controls, ώστε να ομαλοποιηθούν οι συναλλαγές με το εξωτερικό. Επίσης, ο ΣΕΒΕ, που εκπροσωπεί κυρίως επιχειρήσεις της Μακεδονίας και της Θράκης, ζητά να αξιοποιηθεί η νέα φάση στην οποία έχει εισέλθει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης μετά την ιιδωτικοποίηση, να προσεχθεί ο αγροδιατροφικός κλάδος της παραγωγής, που διαθέτει αποδεδειγμένες δυνατότητες, και να αξιοποιηθεί το επιστημονικό δυναμικό που παράγουν τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα.  Κατά τον ΣΕΒΕ η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να γίνει hub παροχής εξειδικευμένης γνώσης, τόσο για την ελληνική βιομηχανία, όσο και για ξένους επενδυτές, οι οποίοι  θα μπορούσαν –για παράδειγμα- να έχουν τα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης καθώς και μηχανοργάνωσης στην Ελλάδα.

Ασφαλώς όλα αυτά είναι σωστά. Όπως άλλωστε και η περεταίρω ανάπτυξη του τουρισμού, ο κύκλος εργασιών του οποίου μπορεί να χαρακτηριστεί ως έμμεσες εξαγωγές, αφού αποτελεί εισαγωγή… χρήματος. Εκείνο, όμως, που λείπει από τη χώρα –μια κτυπητή αδυναμία που δεν κρύβεται με τίποτα- είναι η θεσμική υποστήριξη της εξωστρέφειας των επιχειρήσεων μέσω της οικονομικής διπλωματίας. Η υποστήριξη των επιχειρήσεων από την πολιτεία σε αγορές όπου είναι απαραίτητο, δηλαδή παντού στον υπό ανάπτυξη κόσμο, αν και συνιστά αναγκαία συνθήκη ανάπτυξης είναι υποτονική. Αποδεικνύεται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ανεπαρκής. Για παράδειγμα η Κίνα και η Ινδία, οι δύο πολυπληθέστερες χώρες του πλανήτη, μπορούν να αποτελέσουν προορισμούς που θα απογειώσουν τις ελληνικές εξαγωγές. Αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο με προσεκτική και συστηματική προσέγγιση από ελληνικής πλευράς. Κάτι που απαιτεί την συνδρομή των διπλωματικών μηχανισμών της χώρας, οι οποίες μέχρι στιγμής δεν έχουν αποδείξει την αποτελεσματικότητά τους σε αυτό το πεδίο. Η ενεργός υποστήριξη της παρουσίας ελληνικών επιχειρήσεων και προϊόντων στις ξένες αγορές, αν και σύμφωνα με τις ανάγκες της χώρας όφειλε να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα του υπουργείου Εξωτερικών, παραμένει –αν παραμένει και σε όποιες περιπτώσεις παραμένει- στον αυτόματο πιλότο, αλλά και στη διακριτική ευχέρεια και το φιλότιμο ορισμένων διπλωματών με ευρεία αντίληψη του αντικειμένου τους. Έχουν περάσει 15 χρόνια από τη στιγμή που ο τότε κλάδος των Εμπορικών Ακολούθων «μετακόμισε» από το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης στο Υπουργείο Εξωτερικών, ώστε να υπάρξει συντονισμός με το σύνολο του διπλωματικού προσωπικού της χώρας και καλύτερα αποτελέσματα. Μια κίνηση που –όπως λένε επιχειρηματίες που απευθύνονται στα γραφεία Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων των ελληνικών πρεσβειών στο εξωτερικό- αποδείχθηκε ατυχής. Χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, αφού μια υπηρεσία που εκ της φύσεως του αντικειμένου της πρέπει να κινείται ευέλικτα υποχρεούται να συντονίζεται με βάση το πρωτόκολλο και τη διπλωματική γραφειοκρατία. Αλήθεια, έχει υπάρξει υπηρεσιακή αποτίμηση αυτής της προ 15ετίας αλλαγής; Στην πενταετία, στη δεκαετία ή και σήμερα;