Skip to main content

«Βιάγκρα» για τις γυναίκες

Ένα φάρμακο, υπόσχεται, επιδρώντας στις εγκεφαλικές λειτουργίες, να βελτιώσει την χαμηλή σεξουαλική επιθυμία των γυναικών.

Μετά την εμφάνιση του Βιάγκρα για τους άνδρες πριν περίπου δέκα χρόνια και την τρομερή επιτυχία του στο μεταξύ (καθώς και την τεράστια κερδοφορία που επέφερε στους παραγωγούς του),οι επιστήμονες, όλα αυτά τα χρόνια, αναζητούσαν κάτι ανάλογο για τις γυναίκες.


Τώρα φαίνεται πως το πέτυχαν, όπως ανακοίνωσαν.

 

Ένα φάρμακο, που αρχικά δημιουργήθηκε από τη γερμανική φαρμακευτική εταιρία Boehringer Ingelheim ως αντικαταθλιπτικό, η «φλιμπανσερίνη», έχει θετικά αποτελέσματα στην ανύψωση της λίμπιντο των γυναικών, σύμφωνα με τα πορίσματα τριών ξεχωριστών κλινικών δοκιμών, που ήσαν οι πρώτες οι οποίες αξιολόγησαν την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, το οποίο υπόσχεται, επιδρώντας στις εγκεφαλικές λειτουργίες, να βελτιώσει την χαμηλή σεξουαλική επιθυμία των γυναικών.

 

Το φάρμακο, προς το παρόν, θεωρείται ότι βρίσκεται υπό δοκιμή και είναι διαθέσιμο μόνο σε όσες γυναίκες παίρνουν μέρος σε κλινικές δοκιμές. Τα αποτελέσματα των δοκιμών που ήδη έγιναν, θα σταλούν στις αρμόδιες Αρχές έγκρισης νέων φαρμάκων σε ΗΠΑ και Ευρώπη για να δώσουν τη σχετική άδεια κυκλοφορίας του. Το φάρμακο μπορεί να εγκριθεί και να κυκλοφορήσει διεθνώς μέσα στα επόμενα ένα έως δύο χρόνια.

 

Οι μελέτες, που πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τον Καναδά, περιλάμβαναν περίπου 2.000 γυναίκες ηλικίας άνω των 18 ετών και παρουσιάστηκαν στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Σεξουαλικής Ιατρικής, στη Λιόν της Γαλλίας από την υπεύθυνη καθηγήτρια Έλεν Τζόλι του πανεπιστημίου της Οτάβα στον Καναδά.

 

Οι μελέτες που έγιναν στις ΗΠΑ, πραγματοποιήθηκαν από τον καθηγητή μαιευτικής και γυναικολογίας Τζον Θορπ της Σχολής Ιατρικής του πανεπιστημίου της Β.Καρολίνα. Όπως είπε ο ίδιος, το φάρμακο είχε μέτρια απόδοση ως αντικαταθλιπτικό (γι΄ αυτό άλλωστε ποτέ δεν πήρε άδεια κυκλοφορίας), όμως παρατηρήθηκε ότι επιδρούσε θετικά στη λίμπιντο τόσο των πειραματόζωων όσο και των ανθρώπων.

 

Οι τρεις κλινικές δοκιμές επιβεβαίωσαν ότι υπήρξαν σημαντικές βελτιώσεις στις γυναίκες που το πήραν και οι οποίες είχαν προηγουμένως αναφέρει μειωμένη σεξουαλική επιθυμία. Το φάρμακο αύξησε την επιθυμία τους και τους επέτρεψε να έχουν ικανοποιητικές σεξουαλικές εμπειρίες.

 

«Ουσιαστικά είναι ένα φάρμακο τύπου Βιάγκρα για γυναίκες, οι οποίες πάσχουν από μειωμένη επιθυμία ή λίμπιντο, κάτι που αποτελεί το πιο συνηθισμένο γυναικείο σεξουαλικό πρόβλημα, όπως συμβαίνει αντίστοιχα με τη στυτική δυσλειτουργία των ανδρών», δήλωσε ο Θορπ.

 

Οι κλινικές δοκιμές περιλάμβαναν τη λήψη του φαρμάκου κάθε μέρα σε διάφορες δοσολογίες, καθώς και τη λήψη ψευτο-φαρμάκου τύπου «πλασέμπο». Πιο αποτελεσματική αποδείχτηκε η δόση «φλιμπανσερίνης» 100 milligram τη μέρα.

 

Οι γυναίκες-εθελόντριες πριν πάρουν το φάρμακο, ανέφεραν κατά μέσο όρο 2,8 ικανοποιητικές σεξουαλικές επαφές το μήνα, ενώ μετά τη λήψη του «πλασέμπο» ανέφεραν 3,7 και μετά τη λήψη του φαρμάκου 4,5 επαφές.

Καμία γυναίκα δεν γνώριζε αν έπαιρνε το φάρμακο ή το «πλασέμπο».

 

Το φάρμακο όμως έχει δημιουργήσει και αντιδράσεις, σύμφωνα με τον «Γκάρντιαν», καθώς ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αφενός οι φαρμακευτικές εταιρίες «φουσκώνουν» τον αριθμό των γυναικών που αισθάνονται μειωμένη σεξουαλική επιθυμία (υπολογίζονται στο ένα δέκατο έως το ένα τέταρτο του γυναικείου πληθυσμού) και αφετέρου προωθούν ένα χάπι που δεν πρόκειται να λύσει τα υποκρυπτόμενα ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία «φρενάρουν» τη λίμπιντο, όπως το άγχος, την χαμηλή αυτοεκτίμηση ή άλλες νευρώσεις.

 

Όπως δήλωσε η Πέτρα Μπόιντον του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), το νέο φάρμακο δεν είναι «μαγικό» και εξέφρασε φόβους ότι θα λειτουργήσει αρνητικά στα ζευγάρια, γιατί θα τα εμποδίσει να συζητήσουν και να λύσουν τα ποικίλα προβλήματά τους (κυρίως ψυχολογικά και συναισθηματικά) που προκαλούν μείωση της διάθεσης για σεξ.

 

Το Βιάγκρα αρχικά αναπτύχθηκε το 1998 ως φάρμακο κατά της υψηλής πίεσης του αίματος και της στηθάγχης, όμως οι κλινικές δοκιμές γρήγορα έδειξαν ότι είχε και μια απρόσμενη παρενέργεια στη λίμπιντο των ασθενών, με συνέπεια τελικά το φάρμακο να ακολουθήσει μια τελείως διαφορετική «καριέρα» στην παγκόσμια αγορά.



Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ