Skip to main content

Χαμένοι και κερδισμένοι από το ογκώδες συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης

Ακόμα κι αν η κυβέρνηση βρει κοινό τόπο με την αντίστοιχη της FYROM, είναι πλέον πολύ δύσκολο αυτό να περάσει, ακόμη και από το Κοινοβούλιο.

του Νίκου Ηλιάδη

Δύο μήνες μετά το μεγαλειώδες συλλαλητήριο για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, στις 14 Φεβρουαρίου 1992, το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αποφάσιζε να απορρίψει το «πακέτο Πινέιρο», προκρίνοντας ως εθνική γραμμή την μη αποδοχή του όρου «Μακεδονία» και παραγώγων του στο όνομα του γειτονικού κράτους. Ήταν σαφές ότι το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης είχε παίξει καταλυτικό ρόλο, εγκλωβίζοντας την ελληνική πολιτική ηγεσία σε μια θέση η οποία θεωρήθηκε από πολλούς ως «μαξιμαλιστική».

Αντιθέτως, το συλλαλητήριο του 1992 ελάχιστα επηρέασε τις αποφάσεις του διεθνούς παράγοντα, πλην ίσως ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών οι οποίες δεν έχουν υιοθετήσει ακόμη τη συνταγματική ονομασία της FYROΜ.

Το ερώτημα που υπάρχει από χθες είναι εάν και κατά πόσο το συλλαλητήριο της 21ης Ιανουαρίου είναι σε θέση να επηρεάσει την εν εξελίξει διαπραγμάτευση μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων για την ονοματολογική διαφορά που ταλανίζει τις δύο χώρες για σχεδόν τριάντα χρόνια.

Από άποψη μεγέθους το χθεσινό συλλαλητήριο υπολείπεται σημαντικά αυτού του 1992. Ωστόσο, η μαζικότητά του ξεπέρασε τις προσδοκίες ακόμη και των ίδιων των διοργανωτών του. Η προσέλευση του κόσμου ασφαλώς και δεν έφτασε στα επίπεδα των 500.000 που έδωσαν στο τέλος οι διοργανωτές (άλλωστε ούτε το 1992 ήταν ένα εκατομμύριο όπως καθ’ υπερβολή είχε γραφτεί τότε), αλλά ήταν μεγαλύτερος από τις 90.000 που ανακοίνωσε η αστυνομία, ο ζήλος της οποίας να δημοσιοποιήσει τις εκτιμήσεις της αμέσως μετά το τέλος του συλλαλητηρίου προκάλεσε εντύπωση.

Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν τόσες δεκάδες χιλιάδες κόσμου στην παραλία της Θεσσαλονίκης είναι πολλοί. Εντάξει, δεν έλειπαν οι γραφικοί, ούτε οι χρυσαυγίτες. Όμως, όλοι αυτοί χάθηκαν στην πλημμυρίδα των απλών ανθρώπων οι οποίοι κατέκλυσαν το πλακόστρωτο της παραλίας. Τι ήταν αυτό που τους οδήγησε ως εκεί;. Ήταν πρωτίστως η εθνική ευαισθησία που εξακολουθεί να προκαλεί στους Έλληνες και κυρίως στους βορειοελλαδίτες η απειλή σφετερισμού της Μακεδονίας. Είναι, όμως, ενδεχομένως και ένα ξέσπασμα, έπειτα από αρκετά χρόνια σιωπής για όσα οικονομικά δεινά εξακολουθεί να υφίσταται ο απλός κόσμος. 

Ποιοι έχασαν, ποιοι κέρδισαν

Ποιοι είναι χαμένοι και ποιοι κερδισμένοι από τη μαζική προσέλευση στο συλλαλητήριο; Στους πρώτους περιλαμβάνεται ασφαλώς ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας καθώς είναι η πρώτη φορά που μια μεγάλη λαϊκή κινητοποίηση, ασχέτως στοχεύσεως, όχι μόνον δεν πατρονάρεται από τον ίδιο και το κόμμα του, αλλά αντιθέτως, πραγματοποιήθηκε κόντρα στη βούλησή τους. Ο λαϊκισμός που εξέθρεψαν όλα τα προηγούμενα χρόνια ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ και που αποτέλεσε το εφαλτήριο για την αναρρίχησή τους στην εξουσία, φαίνεται τώρα να τους εκδικείται. Το τζίνι ξαναβγήκε από το λυχνάρι και άντε τώρα να το μαζέψεις…

Στους χαμένους περιλαμβάνουν ορισμένοι και την Εκκλησία, εξ αφορμής των παραινέσεων του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου περί μη συμμετοχής στο συλλαλητήριο. Ωστόσο, η Εκκλησία μόνο ικανοποίηση θα πρέπει να αισθάνεται καθώς ήταν εκείνη η οποία έθεσε ουσιαστικά το διεκδικητικό πλαίσιο του χθεσινού συλλαλητηρίου με την προ ημερών απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Επιπλέον, οι μητροπόλεις της Βόρειας Ελλάδας είχαν αποφασιστικό και ενεργό ρόλο στην επιτυχία του, απόδειξη οι περίπου δέκα μητροπολίτες, προεξάρχοντος του κ. Άνθιμου, οι οποίοι βρέθηκαν στην εξέδρα. Πέραν αυτών, οι τελευταίες εξελίξεις στο «Μακεδονικό» ανέδειξαν την Εκκλησία ως αποφασιστικό παράγοντα όσον αφορά τη διαχείριση ενός τόσο σημαντικού εθνικού θέματος∙ ισότιμο με την εκτελεστική εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός αλλά και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τον μόνο που συναντήθηκαν έως σήμερα για το μείζον αυτό ζήτημα ήταν ο αρχιεπίσκοπος.

Το πρώτο πρόβλημα που θα κληθεί να διαχειριστεί ο πρωθυπουργός είναι η στάση την οποία θα τηρήσει  ο κυβερνητικός εταίρος του. Μετά το χθεσινό συλλαλητήριο οι πιθανότητες ο Πάνος Καμμένος να κάνει άλλη μια κωλοτούμπα περιορίζονται δραματικά. Ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ γνωρίζει καλά ότι το Σκοπιανό είναι ίσως η τελευταία, ανέλπιστη, σανίδα σωτηρίας του, η οποία υπό προϋποθέσεις δύναται να τον διασώσει πολιτικά. Και το χαρτί αυτό θα το παίξει μέχρι τέλους.

Άλλωστε, όπως φάνηκε από τη χθεσινή αρχηγική εμφάνιση, έμπλεη λαϊκισμού, του κεντρικού ομιλητή, Φράγκου Φραγκούλη, υπάρχουν αρκετοί έτοιμοι να καρπωθούν πολιτικά τυχόν υπαναχωρήσεις πολιτικών και κομμάτων που διέπρεψαν τα προηγούμενα χρόνια πουλώντας πατριωτισμό.

Μεγάλες δυσκολίες προκαλούνται όμως και στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία αναγκάστηκε τον τελευταίο καιρό να μεταβάλει, έστω και διακριτικά, στάση απέναντι στο συλλαλητήριο, και από την αρχική άρνηση να διολισθήσει σταδιακά προς τη «συμμετοχή κατά συνείδηση». Οι δυνάμεις της λεγόμενης «λαϊκής δεξιάς» υπερίσχυσαν για άλλη μια φορά των φιλελεύθερων και των μεταρρυθμιστών. Σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και τη σταδιακή μεταστροφή του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή ο οποίος επέστρεψε αίφνης στην «εθνική γραμμή» του 1992, εγκαταλείποντας τη δική του γραμμή στο Βουκουρέστι, την οποία αναγνωρίζει πλέον μόνον ως «κόκκινη γραμμή» στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση. Ενδεικτική των μελλοντικών προθέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι η χθεσινή δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη ο οποίος έσπευσε να δηλώσει μετά το συλλαλητήριο ότι σέβεται και συμμερίζεται την ευαισθησία της κοινωνίας για την ονομασία.

Όλα τα ανωτέρω συνηγορούν στο ότι, ακόμη και στην υποτιθέμενη περίπτωση που η κυβέρνηση θα έβρισκε κοινό τόπο με την αντίστοιχη της FYROM στο θέμα της ονομασίας, θα είναι πολύ δύσκολο αυτό να περάσει, ακόμη και στο Κοινοβούλιο. Πέραν αυτού, το Σκοπιανό δεν είναι ένα πρόβλημα το οποίο μπορεί να διευθετηθεί με μια ισχνή πλειοψηφία 151 ψήφων. Απαιτείται ευρύτατη συναίνεση, διαφορετικά, καμία κυβέρνηση δεν πρόκειται να αναλάβει την ευθύνη να λύσει το ζήτημα.

Εάν σκεφτεί κανείς ότι αντίστοιχα ή και πολύ σοβαρότερα προβλήματα αντιμετωπίζει και η απέναντι πλευρά των Σκοπίων τότε οι πιθανότητες να λυθεί το «Μακεδονικό» μέσα στις ασφυκτικές προθεσμίες ως τον προσεχή Ιούλιο, είναι μάλλον ελάχιστες.