Skip to main content

CNT: Οδοιπορικό στην κοσμποπολίτικη και σοφιστικέ Θεσσαλονίκη

Η Θεσσαλονίκη έχει υποστεί βομβαρδισμούς, έχει καεί και έχει πληγεί από την οικονομική κρίση, ξέρει να περνάει καλά, γράφει το Conde Nast Traveller.

Η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας έχει υποστεί βομβαρδισμούς, έχει καεί και έχει πληγεί από την οικονομική κρίση, αλλά ποτέ και σε καμία περίσταση δεν έχασε τη δημιουργικότητά της, αναφέρει η Ρέιτσελ Χάουαρντ, στο ταξιδιωτικό οδηγό Conde Nast Traveller.

«Αν μπορούσαν οι Γερμανοί να μας δουν τώρα, δεν θα μας έδιναν ποτέ κανένα δάνειο». Με αυτή τη φράση της Eλληνίδας φίλης της, Έφης, ξεκινά το αφιερωματικό της άρθρο η δημοσιόγράφος, η οποία τονίζει ότι η Εφη «έχει ένα δίκιο. Παρασκευή βράδυ στην οδό Βαλαωρίτου στη Θεσσαλονίκη, είναι δύσκολο κανείς να πιστέψει ότι η Ελλάδα παλεύει με τα ελλείμματα».

Τα μπαρ και τα εστιατόρια είναι γεμάτα από κόσμο. Η Βρετανή δημοσιογράφος κάνει μια πρώτη στάση στο «La Doze», όπου «αγόρια με καπέλα του baseball παίζουν μπιλιάρδο κάτω από τον χαμηλό φωτισμό». Στην Toss Gallery «έχει μαζευτεί ένα λαμπερό πλήθος για να δει την έκθεση στον πάνω όροφο με πίνακες με θέμα τους διαδηλωτές», ενώ «ζύμες από πίτσες πετάγονται στον αέρα στο Poselli». Την ίδια ώρα, «electro-punk μουσική ακούγεται από το κατάμεστο Coo».

Η Χάουαρντ γράφει για τη Βαλαωρίτου πως «μέχρι και πριν από λίγα χρόνια ο δρόμος στέγαζε μόνο στοές από καταστήματα κυρίως ψιλικών ειδών», αλλά τώρα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Μικρά εναλλακτικά μινιμαλιστικά μπαρ που το πρωί λειτουργούν και ως αίθουσες τέχνης, πωλώντας χειροποίητα κοσμήματα ή άλλα έργα τέχνης, έχουν ξεφυτρώσει τα τελευταία χρόνια.

«Αυτή η ικανότητα να αναγεννάται είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της Θεσσαλονίκης» γράφει στον Conde Nast Traveller η Χάουαρντ, η οποία εξηγεί ότι «στα 3.200 χρόνια ζωής της, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας έχει καταφέρει να ξεπεράσει πολλά κύματα εμπόρων, μεταναστών και επιδρομών, αλλά με περισσότερους από 200.000 φοιτητές έχει και μια νεανική ενέργεια».

«Επισκέπτομαι την πόλη για το κινηματογραφικό φεστιβάλ της -που διεξάγεται κάθε Νοέμβριο- από τη δεκαετία του 1990, όταν ξεκινούσα ως νέα ρεπόρτερ. Ηταν ένας από τους λόγους που ερωτεύτηκα τη δημοσιογραφία: ότι μπορούσα να βλέπω ταινίες όλη τη μέρα και μετά να περιπλανιέμαι μέχρι αργά τη νύχτα στα μπαρ», θυμάται και προσθέτει: «Αλλά ερωτεύτηκα και την πόλη: για τα ομιχλώδη ηλιοβασιλέματα στα παραλιακά καφέ, για τους πάγκους με τα μπαχαρικά και τους μεζέδες, για τα ίχνη της βυζαντινής και οθωμανικής λαμπρότητας που επιβιώνουν δίπλα στα σύγχρονα καλυμμένα με γκράφιτι οικοδομικά μπλοκ».

«Αυτή η απλή παράθεση των ιστορικών μνημείων δίπλα από τον αστικό πολιτισμό είναι το σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης» γράφει η Χάουαρντ, τονίζοντας ότι «μπορεί η Αθήνα να έχει την Ακρόπολη, αλλά η Θεσσαλονίκη είναι η πραγματική πολιτιστική πρωτεύουσα της Ελλάδας».
Η travel editor του Conde Nast Traveller δεν κάνει τίποτε άλλο από το να παραθέσει τους απλούς αριθμούς που δείχνουν το πολιτιστικό μεγαλείο της Θεσσαλονίκης: «Για μια πόλη 1 εκατ. ανθρώπων, ο αριθμός των μνημείων και των μουσείων είναι εντυπωσιακός: 15 μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, 29 μουσεία επί παντός επιστητού, από την αρχαιολογία μέχρι avant-garde ρωσικά έργα. Το Φεστιβάλ των Δημητρίων, μια γιορτή των τεχνών διάρκειας τριών μηνών, που ξεκίνησε από τους Βυζαντινούς, αναβίωσε ξανά από το 1966. Μετά, υπάρχει και η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης για τη σύγχρονη τέχνη, που διεξάγεται φέτος από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο, με 43 καλλιτέχνες από 25 χώρες, σε απροσδόκητα μέρη, όπως ένα πρώην τζαμί, μια πρώην φυλακή και ένα σφαγείο».

«Την ώρα που η υπόλοιπη Ελλάδα χτυπιέται από την κρίση χρέους, η Θεσσαλονίκη απολαμβάνει μια ήσυχη αναγέννηση» εκτιμά η Βρετανή δημοσιογράφος και εκτιμά ότι αυτό οφείλεται κατά πολύ στον δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη, «έναν άνθρωπο πολύ πιο ριζοσπαστικό από πολλούς πολιτικούς με τα μισά του χρόνια».
Η Χάουαρντ αναφέρει ότι «σχεδιαστές από τη Θεσσαλονίκη κερδίζουν συνεχώς διεθνή βραβεία και έτσι οι ντόπιοι συνειδητοποίησαν ότι αυτό μπορούσε να γίνει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημά τους». Σε αυτό το σημείο κάνει αναφορά στο Handpea, την πλατφόρμα στην οποία παρουσιάζονται και προβάλλονται έργα επιλεγμένων, τοπικών και ανεξάρτητων, σύγχρονων δημιουργών (ή δημιουργικών ομάδων) που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά στη Θεσσαλονίκη.

Επίσης, αναφέρεται στη σχεδιάστρια ρετρό swing ρούχων Ελένη Χασιώτη, στην επιχείρηση O-olive που παράγει και πωλεί έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και στο εργαστήρι Make που με τη μέθοδο του laser κόβει και παράγει ρακέτες του τένις για την παραλία. Και όλα αυτά πίσω από τον Λευκό Πύργο.
Η δημοσιογράφος του Conde Nast Traveller ταξιδεύει τους Βρετανούς αναγνώστες και σε άλλες γειτονιές της συμπρωτεύουσας, όπως στην περιοχή γύρω από τη Ρωμαϊκή Αγορά. Εκεί συνάντησε δύο σχεδιάστριες κοσμημάτων (τη Μαργαρίτα και τη Μαργαρίτα), μια ομάδα αρχιτεκτόνων που σχεδιάζουν κομψά έπιπλα από ηλεκτρικά καλώδια και υδρορροές και την ιδιοκτήτρια της Nitra Gallery Αλίκη Τσιρλιάγκου, η οποία όταν άνοιξε το 2012, μέσα στην κρίση, στην περιοχή που ήταν υποτιμημένη και με φτηνά ενοίκια, όλοι την έλεγαν «τρελή».

«Η Θεσσαλονίκη είναι μια προσιτή βάση για καλλιτέχνες, αλλά εκτός από αυτό είναι και κοσμοπολίτικη και σοφιστικέ» εκτιμά η Χάουαρντ στο οδοιπορικό της, ενημερώνοντας τους Βρετανούς ότι η «πολυπολιτισμικότητα είναι ένα κομμάτι της ταυτότητας της πόλης». Στη συνέχεια παραθέτει ένα ιστορικό από τους βυζαντινούς χρόνους, την οθωμαντική αυτοκρατορία, την έλευση των χιλιάδων προσφύγων μετά το 1922, αλλά και τον ακμαίο μέχρι και την εισβολή των Ναζί εβραϊκό πληθυσμό.
Κατά τη Χάουαρντ, ο επισκέπτης δεν θα πρέπει να παραλείψει να επισκεφθεί και την Ανω Πόλη, όπου «ένα συνονθύλευμα ξύλινων παραδοσιακών σπιτιών συμπιέζονται μεταξύ των αρχαίων τειχών», ενώ όποιος επιθυμεί να απολαύσει «δραματική θέα» προς την πόλη και τον Θερμαϊκό δεν έχει παρά να επισκεφθεί τον Πύργο Τριγωνίου. Κατεβαίνοντας προς τα κάτω, υπάρχουν ωραίες παραδοσιακές ταβέρνες, ενώ για όσους αγαπούν το τσίπουρο το «Ιγγλις» κρίνεται απαραίτητος σταθμός. Επίσης, πίσω προς τη Βαλαωρίτου, η Χάουαρντ συστήνει το τσιπουράδικο «Πέντε Πόρτες», αλλά και το «Σέμπρικο».

Επίσης, συστήνεται η εξόρμηση στο Duck στην Πυλαία, στο «κρυμμένο μυστικό» της Θεσσαλονίκης που σερβίρει εξαιρετικό καλομαγειρεμένο φαγητό με έμφαση στις πρώτες ύλες, ενώ η ίδια εξομολογείται πως δεν μπορεί να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη και να μην πάει έστω και για μόνο φορά στο wine bar Local.

Η καλύτερη θεραπεία από το hangover, το πρωινό στο Mia Feta Bar. Μετά το πρωινό, η Χάουαρντ προτείνει μια «μεγάλη βόλτα στην παραλία, της οποίας το μεγαλόπνοο σχέδιο ανάπλασης ολοκληρώθηκε έπειτα από 13 χρόνια», την οποία παρομοιάζει με τη Βαρκελώνη.

Η Χάουαρντ ολοκληρώνει το αφιέρωμά της με ένα άρθρο μιας ελληνικής εφημερίδας του 1931, το οποίο της φάνηκε άκρως επίκαιρο: «Η προκυμαία είναι γεμάτη από παιδικά καροτσάκια και τα καφέ γεμάτα κόσμο. Κρίση; Ωστόσο, πού βρίσκει ο κόσμος τα λεφτά για να γεμίζει αυτά τα μέρη;». Η Χάουαρντ συμπληρώνει: «Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης έχουν επιβιώσει μέσα από εισβολές και κατοχές, φυσικές καταστροφές και οικονομικές κρίσεις, αλλά πάντα ήξεραν πώς να περνούν καλά».