Skip to main content

Δεκαετία 1970: Η ώρα της Βιομηχανικής Περιοχής Θεσσαλονίκης

Από Voria.gr
Η δεκαετία του 1970 υπήρξε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για την ελληνική βιομηχανία και τη βιομηχανία της Β. Ελλάδος γενικότερα.

Η δεκαετία του 1970 υπήρξε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για την ελληνική βιομηχανία και τη βιομηχανία της Β. Ελλάδος γενικότερα. Οι επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης, της Μακεδονίας και της Θράκης εξακολούθησαν να αναπτύσσονται, αλλά και να διεκδικούν, τόσο από τις κυβερνήσεις της δικτατορίας, όσο και κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Η τριετία 1970 - 1972 ήταν περίοδος έντονης ανάπτυξης, καθώς το ΑΕΠ αυξήθηκε σε σταθερές τιµές µε ρυθµούς 7,5% ετησίως, χάρη κυρίως στην αύξηση της βιοµηχανικής παραγωγής.

Το 1970 η µέση απασχόληση στη βιοµηχανία και τη βιοτεχνία στη Βόρεια Ελλάδα υπολογίσθηκε από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία σε 110.000 άτοµα, έναντι 91.000 το 1958 -αύξηση 19.000 ατόµων ή 21% σε διάστηµα έντεκα ετών. Την ίδια χρονική περίοδο, στην περιοχή πρωτευούσης η απασχόληση στη βιοµηχανία και τη βιοτεχνία έφτασε τα 234.000 άτομα, έναντι 171.000 του 1958 - αύξηση 63.000 ή 37% σε έντεκα χρόνια. Ωστόσο, στην περίοδο 1963 - 1969 η βιοµηχανική και βιοτεχνική απασχόληση στην πρωτεύουσα είχε αυξηθεί µε χαµηλότερους ρυθµούς από ό,τι στη Βόρεια Ελλάδα. Όµως, µια πιο προσεκτική ματιά έδειχνε ότι τα πράγµατα δεν πήγαιναν τόσο καλά, όσο φαίνονταν. Παράδειγµα, η µεγαλύτερη επιχείρηση της Θεσσαλονίκης, η «Esso Πάππας Ανώνυµος Χηµική Εταιρεία», µέλος του ΣΒΒΕ, δεν είχε καταφέρει µέχρι το 1970 να προσεγγίσει επίπεδα κερδοφορίας. Τα προβλήµατα της εταιρείας είχαν να κάνουν µε τον δηµόσιο τοµέα και ήταν τα ακόλουθα:

1. Το υψηλό κόστος του ηλεκτρικού ρεύµατος.
2. Το υψηλό κόστος του άλατος που προσδιοριζόταν από κρατικό µονοπώλιο.
3. Η διατήρηση ασαφούς δασµολογικού και φορολογικού καθεστώτος της εταιρείας πέντε χρόνια µετά την έναρξη λειτουργίας της.

Η βιομηχανική περιοχή

Την ίδια περίοδο τα αιτήματα του ΣΒΒΕ προς την πολιτεία ήταν η οριοθέτηση της βιοµηχανικής ζώνης στη Θεσσαλονίκη, που είχε εξαγγελθεί από χρόνια αλλά δεν προχωρούσε, η αναθεώρηση των εξαγωγικών κινήτρων, η βελτίωση στην τεχνική εκπαίδευση και η τροποποίηση του νόµου περί ανωνύµων εταιρειών, που ερχόταν από το μακρινό 1920. Επίσης η όχι επαρκώς µελετηµένη καθιέρωση του φόρου προστιθέµενης αξίας ήταν ένα θέμα που απασχόλησε τον ΣΒΒΕ, ενώ το ζήτηµα της τιµής του ηλεκτρικού ρεύµατος διατηρήθηκε στον κατάλογο των αιτηµάτων, παρά τις επαναλαµβανόµενες υποσχέσεις των αρµοδίων.

Σύμφωνα με την έκδοση για τα πρώτα 100 χρόνια του ΣΒΒΕ απ’ όλα αυτά τα θέματα ο καθορισμός των ορίων της ΒΙΠΕ Θεσσαλονίκης ήταν το ουσιωδώς σοβαρότερο. Αρκεί να υπογραμμίσουμε τα εξής: Στην περίοδο 1951 - 1971 η Θεσσαλονίκη απορρόφησε το 92% της αύξησης του αστικού πληθυσµού του βορειοελλαδικού χώρου και ο αριθµός των κατοίκων της σχεδόν διπλασιάστηκε. Ταυτόχρονα υπήρξε και βελτίωση του διαθέσιµου εισοδήµατος των κατοίκων. Οι δύο αυτές αλλαγές οδήγησαν σε µεγάλη αύξηση της ζήτησης στέγης και αυτή µε τη σειρά της σε άνοδο των τιµών της. Από την άλλη πλευρά, σηµειώθηκε ανάπτυξη του δευτερογενούς τοµέα, χάρη στην οποία και προσελκύστηκε νέος πληθυσµός στην πόλη, αλλά και τονώθηκε η κατανάλωση βιοµηχανικών προϊόντων. Όχι µόνον αυξήθηκε ο αριθµός των µεταποιητικών επιχειρήσεων, αλλά και το µέγεθος των πιο επιτυχηµένων έγινε µεγαλύτερο και προέκυψε ανάγκη µεταστέγασής τους. Όµως, η άνοδος των τιµών γης αποτελούσε εµπόδιο στην επίλυση του στεγαστικού προβλήµατος νέων και παλαιών µεταποιητικών επιχειρήσεων. Εξάλλου, όπως συνέβη σε όλα τα αστικά κέντρα, η επέκταση του πολεοδοµικού συγκροτήµατος έφερε τις κατοικίες δίπλα σε βιοµηχανίες και αυτός ήταν ένας πρόσθετος λόγος για να µεταστεγαστούν οι βιοµηχανίες, που δεν µπορούσαν να λειτουργήσουν ευχερώς µέσα σε αστικό περιβάλλον.



Η απόφαση να δηµιουργηθούν βιοµηχανικές ζώνες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο, την Πάτρα και το Ηράκλειο είχε ληφθεί το 1963. Όμως μόλις το 1967 αγοράσθηκε ένα τµήµα της έκτασης κοντά στην κοινότητα Σίνδου, όπου και δηµιουργήθηκε τελικώς η ΒΙΠΕ. Αλλά η προσπάθεια των ιδιοκτητών της γης να µεγιστοποιήσουν το όφελός τους από την πώλησή της καθυστέρησε και άλλο τη διαδικασία.

Τελικά τον Αύγουστο του 1971 εκδόθηκε υπουργική απόφαση που καθόριζε τους όρους και τις προϋποθέσεις για την εγκατάσταση εργοστασίων στη βιοµηχανική περιοχή. Τα εγκαίνια της έγιναν στις 17 Μαρτίου 1972. Περιελάµβανε 3.150 στρέµµατα, από τα οποία το 75% ήταν βιοµηχανικά γήπεδα και το 25% εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση των βιοµηχανικών µονάδων. Το εσωτερικό οδικό δίκτυο της βιοµηχανικής περιοχής έφτανε τα 19 χιλιόµετρα. Ήδη, την ηµέρα των εγκαινίων, το ένα τρίτο της έκτασης που προοριζόταν για την ανέγερση εργοστασίων είχε παραχωρηθεί σε οκτώ µονάδες. Ίση περίπου έκταση µε την προηγούµενη επρόκειτο να καλυφθεί από 21 µονάδες των οποίων τα αιτήµατα εξετάζονταν.

Έτσι, ο ΣΒΒΕ είχε ζητήσει από την ΕΤΒΑ, που είχε αναλάβει και τελικώς επιτύχει τη δηµιουργία της ΒΙΠΕ, να προχωρήσει σε επέκτασή της προς τα δυτικά, δεδοµένου ότι ο υφιστάµενος χώρος πολύ γρήγορα επρόκειτο να καλυφτεί. Στόχος ήταν η βιοµηχανική περιοχή να περιλάβει συνολικά 9.800 στρέµµατα. Πρέπει να σηµειωθεί ότι οι µελέτες εκπονήθηκαν από την UNIDO (United Nations Industrial Development Organization), δηλαδή τον Οργανισµό Βιοµηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωµένων Εθνών. Βέβαια, έµεναν πολλά ακόµη να γίνουν για να λειτουργήσει πραγµατικά η βιοµηχανική περιοχή, τα οποία φρόντισε ο ΣΒΒΕ.

Για παράδειγµα, έπρεπε η περιοχή να υδροδοτηθεί και αυτό σήµαινε µακρές συνεννοήσεις µε τον Οργανισµό Υδρεύσεως. Έπρεπε επίσης να διανέµεται η αλληλογραφία και αυτό σήµαινε χρονοβόρα συνεννόηση µε τα Ελληνικά Ταχυδροµεία, µέχρι να τοποθετηθεί ειδικός διανοµέας στη Σίνδο που είχε ως αποστολή να εξυπηρετεί µόνον τις βιοµηχανικές µονάδες. Επίσης, έπρεπε να λυθεί το ζήτηµα της µεταφοράς των εργατών. Μετά από πολλές πιέσεις του ΣΒΒΕ, το 6ο ΚΤΕΛ προσάρµοσε τα δροµολόγιά του έτσι ώστε να εξυπηρετείται υποτυπωδώς η βιοµηχανική περιοχή. Το 1973 µάλιστα καθιερώθηκε µειωµένο εργατικό εισιτήριο κατά 25% και τα δροµολόγια αυξήθηκαν σε εξήντα ηµερησίως. Το ζήτηµα της τηλεπικοινωνιών αποδείχθηκε το δυσκολότερο, δεδοµένου ότι η τηλεφωνική εξυπηρέτηση της Σίνδου ήταν ακόµη υποτυπώδης.

Η κρίση του 1972 και το λιμάνι

Στο μεταξύ μέχρι τα τέλη του 1972 είχαν διαµορφωθεί στην Ελλάδα συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης, που οδήγησαν σε πληθωρισµό της τάξης 6 - 7%. Τότε εκδηλώθηκε η παγκόσµια κρίση, η οποία αιφνιδίασε την ελληνική πολιτική και οικονοµική ηγεσία. Οι διεθνείς τιµές των γεωργικών προϊόντων και των πρώτων υλών εξελίχθηκαν ανοδικά, µε µεγάλη ταχύτητα, και στα µέσα του 1973 το γενικό επίπεδο τιµών έφτασε σε πρωτοφανές ύψος. Οι σηµαντικότερες συνέπειες της κατάστασης αυτής στην ελληνική οικονοµία ήταν αφενός η διεύρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα εξασφάλιζε άφθονους άδηλους πόρους και αφετέρου η εκτίναξη του πληθωρισµού.

Σε τοπικό επίπεδο τον ΣΒΒΕ εκείνα τα χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του 1970 απασχόλησε η συνεχής επιβάρυνση του κόστους µεταφορών εξ αιτίας της εργασιακής και διοικητικής αγκύλωσης που διαµορφώθηκε στο λιµάνι της Θεσσαλονίκης. Από τότε η άποψη του Συνδέσμου ήταν ότι ο Οργανισµός Λιµένος θα έπρεπε να µετατραπεί σε ανώνυµο εταιρεία, ώστε να λειτουργεί µε ιδιωτικοοικονοµικά κριτήρια. Αλλά ήταν πολύ νωρίς γι’ αυτό, που τελικά έγινε στη δεκαετία του 1990. Ο ΣΒΒΕ ζητούσε, επίσης, να αυξηθούν οι λιµενεργάτες και οι βάρδιες στο λιµάνι, διότι τα φορτία είχαν αυξηθεί και µεγάλο µέρος της φορτοεκφόρτωσης γινόταν µε υπερωριακή απασχόληση. Κάτι που σε συνδυασμό με τα ακριβά -κατά τον ΣΒΒΕ- τιμολόγια του ΟΛΘ διόγκωνε το βιοµηχανικό κόστος.