Skip to main content

Διάλυση Γιουγκοσλαβίας, Σκοπιανό και στο βάθος… εσωτερική αγορά

Από Voria.gr
Όλα όσα επηρέασαν τη δράση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές τη δεκαετίας του 1990

Φωτογραφία: Προετοιμασία για την "εσωτερική αγορά", στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αποστολή του ΣΒΒΕ στο Μιλάνο, στα γραφεία του Συνδέσμου Βιομηχανιών Λομβαρδίας. Διακρίνονται ο πρόξενος Μ. Χριστίδης, ο υπουργός Βορείου Ελλάδος Γ. Τζιτζικώστας και ο πρόεδρος του ΣΒΒΕ Β. Πανούτσος

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές τη δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα χρειάστηκε να διαχειριστεί πρωτόγνωρα για την εμπειρία και πιθανόν για τις δυνατότητες της πολιτικά και εθνικά θέματα.

Κατ’ αρχήν στο πολιτικό πεδίο είχαμε τη συγκυβέρνηση –έστω και για μικρό χρονικό διάστημα- της δεξιάς και την αριστερά, του Κώστα Μητσοτάκη με τον Χαρίλαο Φλωράκη και τον Λεωνίδα Κύρκο. Επίσης, είχαμε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που οδήγησε σε αιματηρούς εμφυλίους εντός των συνόρων της, αλλά και ευρύτερες ανακατατάξεις στην περιοχή. Ανάμεσα στις συνέπειες είναι και η δημιουργία της ΠΓΔΜ.

Το κράτος των Σκοπίων με τη συμπεριφορά και την τακτική του από τότε αφενός έθεσε υπό αμφισβήτηση την ελληνικότητα της Μακεδονίας και αφετέρου προκάλεσε τη σκληρή διπλωματική απάντηση της Αθήνας που διαρκεί μέχρι σήμερα. Πρόκειται για γεγονότα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επηρέασαν την οικονομία. Ειδικά για τις επιχειρήσεις της Β. Ελλάδος η περιπέτεια της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και οι ανακατατάξεις στα Βαλκάνια ως συνέπεια της κατάρρευσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας, σήμαναν δύο πράγματα, ένα αρνητικό κι ένα θετικό. Σε πρώτη φάση έκλεισε η οδική σύνδεση της Ελλάδας με την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, κάτι που είχε σοβαρές συνέπειες στην εξαγωγές και στον τουρισμό. Παράλληλα, όμως άνοιξε λαμπρό πεδίο επενδυτικής και εμπορικής ανάπτυξης στη φυσική για τη Βόρεια Ελλάδα ενδοχώρα των Βαλκανίων, που για πέντε δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν απολύτως σφραγισμένη.

Όλα αυτά επηρέασαν τη δράση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος εκείνα τα χρόνια.

Ειδικά για το Σκοπιανό ο ΣΒΒΕ από το Ιούλιο του 1992 επεσήµανε µε εγκύκλιο προς τα µέλη του ότι έπρεπε «να αρχίσει συστηµατική προσπάθεια για «να εξελληνίσουµε» το όνοµα Μακεδονία στη συνείδηση της διεθνούς κοινής γνώµης. Πρέπει να µεριµνήσουµε ούτως ώστε Μακεδονία αυτονόητα να σηµαίνει Ελληνική Μακεδονία. Ένας από τους τρόπους αυτούς θα ήταν και η κατοχύρωση του ονόµατος «Μακεδονία», «Μακεδονικός» κ.λπ. στον τίτλο των εταιρειών ή των προϊόντων που ήδη το χρησιµοποιούν. Ιδιαίτερη σηµασία θα πρέπει να δοθεί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τις βαλκανικές και τις πρώην σοβιετικές δηµοκρατίες για την αποφυγή οποιωνδήποτε µελλοντικών επιπλοκών».

Η Γιουγκοσλαβία «κλειστή»

Εκείνη την εποχή το σύνολο σχεδόν των εξαγωγών της Μακεδονίας και Θράκης, αλλά και ενός σηµαντικού µέρους της υπόλοιπης Ελλάδας µεταφερόταν οδικώς µε φορτηγά που διέσχιζαν το έδαφος της άλλοτε ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Η άλλη δυνατή διαδροµή, µέσω Βουλγαρίας - Ρουµανίας - Ουγγαρίας και Αυστρίας ήταν οικονοµικώς ασύµφορη, διότι αφενός οι δρόµοι ήταν ακατάλληλοι και αφετέρου η διαδροµή πολύ µακρά. Η Γιουγκοσλαβία όµως περιόρισε δραστικά τη διέλευση φορτηγών από την Ελλάδα. Έτσι προκαλούνταν καθυστερήσεις και ζηµίες στα εµπορεύµατα. Για το ζήτηµα αυτό υποβλήθηκαν υποµνήµατα στην ελληνική κυβέρνηση και στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και ζητήθηκε η παρέµβασή τους, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.

Πορεία προς την εσωτερική αγορά  

Πέραν όλων αυτών, οι επιχειρηματίες της χώρας –και της Β. Ελλάδος- ασχολήθηκαν με το εξαιρετικά σοβαρό θέμα της «εσωτερικής αγοράς» της Ευρώπης, ως εξέλιξη της «κοινής αγοράς». Σύµφωνα µε την ορολογία της ΕΕ, η «κοινή αγορά» αποτέλεσε ένα στάδιο στη διαδικασία της ενοποίησης, το τέρµα του οποίου είναι η εξάλειψη όλων των εµποδίων στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, έτσι ώστε να υπάρξει συγχώνευση των εθνικών αγορών σε µια «ενιαία» ή «εσωτερική» αγορά. Αυτό θεσπίστηκε µε την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, η οποία υπογράφηκε στο Λουξεµβούργο το Φεβρουάριο του 1986 και άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου1987. Σκοπός της Πράξης ήταν να εγκαθιδρυθεί σταδιακά η «εσωτερική αγορά» µέχρι τις 31 Δεκεµβρίου 1992. Η εσωτερική αγορά ορίζεται στην Πράξη ως «χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα στον οποίο διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εµπορευµάτων, των ατόµων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, σύµφωνα µε τις διατάξεις της παρούσας συνθήκης». Σύμφωνα με εκτιμήσεις που διατυπώνονται στον τόμο για τα πρώτα 100 χρόνια του ΣΒΒΕ «έπρεπε να ληφθούν πολλά µέτρα για να επιτευχθεί η µετάβαση της ελληνικής οικονοµίας σε κατάσταση ικανή να ανταπεξέλθει στην πρόκληση, αλλά η γενική πολιτική και δηµοσιονοµική ατµόσφαιρα δεν ήταν πρόσφορη».

Σε όλη αυτή την προσπάθεια της προσαρμογής των επιχειρήσεων της Βορείου Ελλάδος στις ευρωπαϊκές εξελίξεις αισθητός υπήρξε ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πληροφοριών για Επιχειρήσεις (ΕΚΠΕ), που μέσα από εκδηλώσεις προσπάθησε να ενημερώσει για τις εξελίξεις και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Το 1989 υποβλήθηκαν στο ΕΚΠΕ 1.388 ερωτήµατα, 53% των οποίων προήλθαν από βιοµηχανικές επιχειρήσεις, ενώ πάνω από το ήµισυ των ερωτήσεων προήλθαν από µικρές επιχειρήσεις (µε 1 ως 49 απασχολούµενους). Όπως ήταν φυσικό ηοα μια εποχή που δεν υπήρχε Διαδίκτυο η νοµοθεσία της «εσωτερικής αγοράς» υπήρξε το πρώτο - ως προς το ενδιαφέρον - θέµα. Συνεργαζόµενο µε διάφορους φορείς, το ΕΚΠΕ πραγµατοποίησε σειρά ενηµερωτικών εκδηλώσεων (ηµερίδων και σεµιναρίων) σε πόλεις της Βορείου Ελλάδος για να παρουσιάσει την Κοινή Αγροτική Πολιτική, τα διαρθρωτικά ταµεία της Κοινότητας και τις δυνατότητες χρηµατοδότησης από αυτά, καθώς και την πολιτική της Κοινότητας σχετικά µε τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις.

Για να προετοιµαστεί η Ελλάδα ώστε να εισέλθει στην «εσωτερική αγορά» είχε ανάγκη από χρηµατοδότηση, την οποία της εξασφάλιζε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ποιος όµως θα αξιολογούσε τις επενδυτικές προτάσεις των ιδιωτών και ποιος θα φρόντιζε ώστε οι χρηµατοδοτικοί πόροι να διανεµηθούν σωστά και να µη σπαταληθούν; Ο βαθµός της αποτελεσµατικότητας των ελληνικών κρατικών µηχανισµών δεν ήταν άγνωστη ούτε στην Ελλάδα ούτε στις υπηρεσίες της Κοινότητας. Είχε προηγηθεί η αποτυχία του ΕΟΜΜΕΧ κατά την εφαρµογή των Μεσογειακών Ολοκληρωµένων Προγραµµάτων (το ποσοστό απορρόφησης των δεσµεύσεων για τα προγράµµατα ΜΜΕ, που διαχειρίστηκε ο ΕΟΜΜΕΧ, δεν ξεπέρασε το 60%). Προέκυψε η αδήριτη ανάγκη για να δηµιουργηθούν µηχανισµοί οι οποίοι θα ήταν σε θέση: πρώτον, να αξιολογήσουν τις προτάσεις του ιδιωτικού τοµέα και δεύτερον, να διασφαλίσουν την αποτελεσµατική κατανοµή τους, ώστε να χρηµατοδοτηθούν εκείνα τα προγράµµατα που χαρακτηρίζονταν από καλές προοπτικές. Το Φεβρουάριο του 1991 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε στην Ελληνική κυβέρνηση να διαµορφώσει ένα νέο θεσµικό πλαίσιο που θα επιτρέπει σε µη κερδοσκοπικούς φορείς του ιδιωτικού τοµέα να αναλαµβάνουν για λογαριασµό του κράτους την διαχείριση κοινοτικών προγραµµάτων.

Βρισκόµενος σε συνεχή διάλογο µε την Κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η συνεισφορά του ΣΒΒΕ στη διαµόρφωση του θεσµικού πλαισίου για τη λειτουργία των «Ενδιάµεσων Φορέων» ήταν καθοριστική. Έτσι, συστάθηκαν «ενδιάµεσοι φορείς», δηλαδή φορείς που µεσολαβούσαν ανάµεσα στους υποψήφιους επενδυτές και στις αρχές που θα χορηγούσαν τη χρηµατοδότηση.

Το ΚΕΠΑ

Ένας σηµαντικός ενδιάµεσος φορέας για τη Βόρειο Ελλάδα ήταν το Κέντρο Επιχειρηµατικής και Πολιτιστικής Ανάπτυξης (ΚΕΠΑ), που ιδρύθηκε το 1991 από τον ΣΒΒΕ και τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων Β. Ελλάδος. Σκοπός της κοινοπραξίας ήταν η υποβοήθηση εκσυγχρονισµού των µεταποιητικών βιοµηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων εξαγωγών και άλλων παρεµφερών, η αξιοποίηση της υποδοµής τους, η συνεργασία µεταξύ τους και µε αντίστοιχες επιχειρήσεις των χωρών της ΕΟΚ, η ανάληψη και εξυπηρέτηση του προγράµµατος της ΕΟΚ «για την παροχή υπηρεσιών προς τις µικροµεσαίες Μεταποιητικές Επιχειρήσεις», και η ανάληψη προγραµµάτων άλλων διεθνών οργανισµών.