Skip to main content

Δημοσίευμα - καταπέλτης του Guardian για τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα

Κανένας άλλος τομέας δεν έχει επηρεαστεί τόσο έντονα από την κρίση που μαστίζει την Ελλάδα όσο αυτός της δημόσιας υγείας τονίζει το δημοσίευμα.

Κανένας άλλος τομέας δεν έχει επηρεαστεί τόσο έντονα από την οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα όσο αυτός της δημόσιας υγείας υπογραμμiζει σε δημοσίευμα της, η εφημερίδα Guardian.

«Τα ποσοστά θνησιμότητας που ανεβαίνουν, οι απειλητικές για τη ζωή νοσοκομειακές λοιμώξεις που αυξάνονται και η έλλειψη προσωπικού και ιατρικού εξοπλισμού αποδυναμώνουν το σύστημα υγείας στην Ελλάδα, καθώς η λιτότητα στη χώρα πλήττει τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες», γράφει στην εισαγωγή του ο συντάκτης του άρθρου.

Με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν -συνεχίζει το δημοσίευμα- αλλά και τις μαρτυρίες γιατρών και εκπροσώπων εργαζομένων, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι χαοτική και η χώρα βρίσκεται στο μέσον μιας κατάρρευσης της δημόσιας υγείας.

«Στο όνομα των σκληρών δημοσιονομικών στόχων, οι άνθρωποι που θα μπορούσαν σε άλλη περίπτωση να επιβιώσουν, πεθαίνουν», δηλώνει στον Guardian ο Μιχάλης Γιαννάκος, ο οποίος ηγείται της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ), συμπληρώνοντας ότι «τα νοσοκομεία μας έχουν γίνει επικίνδυνες ζώνες».

Η εφημερίδα επικαλείται ακόμα τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων σύμφωνα με τα οποία ότι περίπου το 10% των ασθενών στην Ελλάδα ήταν σε κίνδυνο να αναπτύξουν δυνητικά θανατηφόρες νοσοκομειακές λοιμώξεις, με κατ' εκτίμηση 3.000 θανάτους που αποδίδονται σε αυτές.

Ο ρυθμός εμφάνισης, μάλιστα, ήταν σημαντικά υψηλότερος σε μονάδες εντατικής φροντίδας και θαλάμους νεογνών. Και παρότι τα δεδομένα αναφέρονται σε κρούσματα μεταξύ του 2011 και του 2012 -τα τελευταία διαθέσιμα επίσημα στοιχεία- ο κ. Γιαννάκος είπε ότι η κατάσταση έχει χειροτερέψει.

«Για κάθε 40 ασθενείς υπάρχει μόνο μία νοσοκόμα», λέει στην εφημερίδα ο κ. Γιαννάκος, αναφέροντας την περίπτωση μιας γυναίκας που έχασε τη ζωή της τον περασμένο μήνα μετά από μια επέμβαση ρουτίνας στο πόδι σε νοσοκομείο της Ζακύνθου. «Οι περικοπές είναι τέτοιες που ακόμα και στις μονάδες εντατικής θεραπείας έχουμε χάσει 150 κρεβάτια», τονίζει.

«Συχνά, οι ασθενείς τοποθετούνται σε κρεβάτια που δεν έχουν απολυμανθεί. Οι εργαζόμενοι είναι τόσο καταπονημένοι που δεν έχουν χρόνο για να πλένουν τα χέρια τους και συχνά δεν υπάρχει αντισηπτικό σαπούνι ούτως ή άλλως», συνεχίζει ο κ. Γιαννάκος.

Όπως επισημαίνει ο Guardian,  από το 2009, οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία έχουν μειωθεί κατά σχεδόν ένα τρίτο -πάνω από 5 δισ. ευρώ- σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Μέχρι το 2014, οι δημόσιες δαπάνες είχαν μειωθεί στο 4,7% του ΑΕΠ, από ένα προ κρίσης επίπεδο που ήταν στο 9,9%. Μάλιστα, περισσότεροι από 25.000 εργαζόμενοι έχουν απομακρυνθεί και τα νοσοκομεία πολλές φορές ξεμένουν από φάρμακα, γάντια, γάζες, ακόμα και από σεντόνια.

Το δημοσίευμα αναφέρεται ακόμα και στο γεγονός ότι περισσότεροι από 2,5 εκατομμύρια Ελληνες έχουν μείνει χωρίς κάλυψη υγειονομικής περίθαλψης. «Οι ελλείψεις ανταλλακτικών είναι τέτοιες ώστε μηχανήματα σάρωσης και άλλες εξελιγμένες διαγνωστικές συσκευές να έχουν γίνει όλο και πιο ελαττωματικές. Μαλιστα, οι βασικές εξετάσεις αίματος δεν γίνονται πλέον στα περισσότερα νοσοκομεία», γράφει ο Guardian.

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη προσωπικού, γιατί όσοι συνταξιοδοτούνται δεν αντικαθίστανται», τονίζει στην εφημερίδα ο γιατρός Γιάννης Παπαδάτος, υπεύθυνος μονάδας εντατικής θεραπείας σε ένα από τα παιδιατρικά νοσοκομεία της Αττικής. «Φυσικά, υπάρχει και το πρόβλημα του εξοπλισμού και, ανά διαστήματα, η έλλειψη σε πράγματα όπως γάντια και καθετήρες» συμπληρώνει.

Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, τα πράγματα μπορούν να πάνε μόνο χειρότερα καταλήγει το δημοσίευμα.