Skip to main content

Έλλειψη συντονισμού για το προσφυγικό βλέπει ο Συνήγορος του Πολίτη

Η έκθεση του Συνηγόρου καταγράφει αποσπασματική καταγραφή των ευάλωτων και απουσία ενός αξιόπιστου συστήματος διακρίβωσης της ηλικίας.

Έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού και συντονισμού, αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων, αποτυχία άμεσης και κατάλληλης αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, ελλείψεις στην υποδοχή και φιλοξενία, καθώς και σοβαρές καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγραμματισμού για την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων, διαπιστώνει μεταξύ άλλων ο Συνήγορος του Πολίτη στην ειδική έκθεσή του με θέμα «Μεταναστευτικές ροές και προστασία προσφύγων», που παρουσιάστηκε την Πέμπτη στην Αθήνα.

Όπως επισήμανε κατά την παρουσίαση της έκθεσης ο Συνήγορος του Πολίτη, Ανδρέας Ποττάκης, «η Ευρώπη εδώ και μερικά χρόνια βιώνει ταυτόχρονα δύο μεγάλες κρίσεις, μία οικονομική-δημοσιονομική και μία ανθρωπιστική». Οι κρίσεις αυτές «δοκίμασαν και δοκιμάζουν τις αντοχές του συνεκτικού πολιτικού φορέα της ηπείρου μας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα «είχε και έχει το ατυχές προνόμιο να αποτελεί πεδίο δοκιμής πολιτικών διαχείρισης κρίσεων».

Το ζήτημα για την Ελλάδα και για την Ευρώπη, κατά τον κ. Ποττάκη «ήταν και παραμένει πρωτίστως πολιτικό». «Σήμερα το θέμα είναι η ίδια η ύπαρξη των περιφραγμένων δομών φιλοξενίας, ο κίνδυνος γκετοποίησης ή ιδρυματοποίησης, ο διαχωρισμός, η εξοικείωση της κοινωνίας με στρατόπεδα όπου κάποιοι ξένοι μένουν μακριά από τους ντόπιους», πρόσθεσε ο ίδιος.

Στην παρουσίαση της έκθεσης παραβρέθηκαν επίσης οι υπουργοί Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας, και Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Τόσκας.

Τα πορίσματα της έκθεσης

Η έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη διαρθρώνεται σε τρεις άξονες: στην αποτίμηση των διοικητικών διαδικασιών και του θεσμικού πλαισίου διαχείρισης των μετακινούμενων πληθυσμών, στην παροχή υπηρεσιών για τη διαβίωση των προσφύγων και στη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων.

Ο Συνήγορος του Πολίτη διαπιστώνει την έλλειψη μιας αρχής που να συντονίζει και να ελέγχει τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος. Μεταξύ άλλων αναδεικνύει ότι η αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων κάθε φορέα στις δομές φιλοξενίας, παραμένει ακόμα ζητούμενο. Από τις αυτοψίες της ανεξάρτητης αρχής στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης και σε δομές φιλοξενίας παρατηρήθηκαν χαμηλή τεχνογνωσία σε πολλούς εμπλεκόμενους φορείς και ιδίως στους επικεφαλής σχετικά με το αντικείμενό τους, μηδενικός έλεγχος και λογοδοσία σχετικά με την εξέλιξη στην κάθε μονάδα και εξαιρετικά χαμηλή δυνατότητα ανταπόκρισης και προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Επίσης, η έκθεση εντοπίζει διάχυση και αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων, αφενός μεταξύ των υπηρεσιών του ίδιου του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, αφετέρου μεταξύ του υπουργείου αυτού και των άλλων εμπλεκόμενων δημόσιων φορέων και διεθνών οργανισμών και ΜΚΟ στον τομέα της κάλυψης των βιοτικών αναγκών των προσφύγων και μεταναστών.

Την ίδια ώρα, η ελληνική διοίκηση «λειτουργεί ακόμα μέσα σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης που συνεπάγεται adhoc ρυθμίσεις και επιτρέπει διαδικασίες, ιδίως σε ό,τι αφορά την επιλογή αναδόχων για υπηρεσίες και αγαθά, κατά παρέκκλιση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου» σημειώνεται στην έκθεση. Ωστόσο, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης «δεν μπορεί να συνεχιστεί, ιδίως τώρα που καταγράφεται μείωση των ροών. Είναι γνωστό, ότι σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης με την επιβολή διαδικασιών κατά παρέκκλιση των προβλεπόμενων από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, ούτε το κράτος δικαίου υπηρετείται, ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα τυγχάνουν της δέουσας προστασίας».

Στον τομέα της χρηματοδότησης, ο Συνήγορος διαπιστώνει αδυναμία απορρόφησης σημαντικού τμήματος αυτής και αναφέρει ως παράδειγμα ότι από την προγραμματισμένη χρηματοδότηση από το AMIF για το 2016 ύψους περίπου 86,5 εκατομμυρίων ευρώ, απορροφήθηκαν μόλις τα 1,9 εκατομμύρια. Την αδυναμία αυτή ανάγει σε αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού, αγκυλώσεις της ελληνικής διοίκησης, αλλά και μη δυνατότητα άμεσης ανταπόκρισής της σε έκτακτα περιστατικά και σε μεταβολή των συνθηκών.

Επίσης θίγει το ζήτημα της διαφάνειας και λογοδοσίας, καθώς, όπως επισημαίνει, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει τουλάχιστον εμφανής μια ενιαία, συγκροτημένη, αναλυτική κατάσταση των πόρων που διατίθενται, τόσο από ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα, όσο και από την ελληνική Διοίκηση. Στο ζήτημα της διάθεσης, κατανομής και αξιοποίησης των χρηματοδοτήσεων, η ανεξάρτητη αρχή τονίζει ότι θα επανέλθει έπειτα από ειδική έρευνα.

Όσον αφορά στις διοικητικές διαδικασίες που ακολουθούνται, η έκθεση καταγράφει αποσπασματική καταγραφή των ευάλωτων και απουσία ενός αξιόπιστου συστήματος διακρίβωσης της ηλικίας, για τον εντοπισμό των ασυνόδευτων ανηλίκων.

Στα νησιά η έκθεση αναφέρει καθυστερήσεις καταγραφής αιτημάτων ασύλου, προτεραιοποιήσεις ορισμένων εθνικών ομάδων ή ευάλωτων προσώπων, έλλειψη κοινής βάσης δεδομένων μεταξύ της Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής και της Υπηρεσίας Ασύλου. Επίσης κάνει λόγο για «μεγάλη πίεση» στις υπηρεσίες ασύλου και την Αρχή Προσφυγών, για την αποτελεσματική εφαρμογή της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας ως προς την ταχεία εκκαθάριση αιτημάτων.

Σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης στους χώρους φιλοξενίας, ο Συνήγορος υπογραμμίζει την επί μήνες διαβίωση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων σε ακατάλληλες συνθήκες, αν και διαπιστώνει βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης εντός του 2017. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται σοβαρές ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή σε πολλούς χώρους φιλοξενίας.

Για τους ασφαλείς χώρους μέσα στις δομές για τη στέγαση των ασυνόδευτων (safe spaces), αυτοί χαρακτηρίζονται στην έκθεση ως «λύση ανάγκης και προσωρινή» και προτείνεται ο περιορισμός του χρόνου παραμονής σε αυτούς και η άμεση μεταφορά των ανηλίκων σε κατάλληλους ξενώνες. Επίσης, τονίζεται ότι η εύρυθμη και ασφαλής λειτουργία των χώρων όπου διαβιούν οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, είναι επιτακτική ανάγκη, γι' αυτό και αποτελεί άμεση προτεραιότητα η έκδοση εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας των χώρων αυτών, ούτως ώστε να υπάρχει ομοιόμορφη και αντίστοιχη με τις ιδιαίτερες ανάγκες του ανήλικου μεταχείριση.

Στον τομέα της σίτισης, ο Συνήγορος του Πολίτη παρατηρεί ότι η διαδικασία δεν είναι ενιαία. «Η κριτική που έχει δεχθεί το σημερινό σύστημα σίτισης εστιάζεται κυρίως στην ποιότητα του παρεχόμενου φαγητού, στην περιστασιακή καθυστέρηση διανομής γευμάτων, σε ζητήματα καταγραφής του πραγματικού αριθμού φιλοξενούμενων και σε περιστασιακές καταγγελίες μεταξύ ανταγωνιστριών εταιρειών κέτερινγκ με θέμα τη διαδικασία ανάθεσης», αναφέρει η έκθεση. Ο Συνήγορος προτίθεται να ζητήσει το επόμενο διάστημα από τις αρμόδιες υπηρεσίες τη διενέργεια και τα αποτελέσματα συστηματικών ελέγχων των προσφερόμενων γευμάτων, καθώς και αναλυτικά στοιχεία για τη διαδικασία ανάθεσης της υπηρεσίας και παρακολούθησης της σωστής εκτέλεσης της σύμβασης.

Ομοίως και η παροχή υπηρεσιών υγείας στους χώρους φιλοξενίας ποικίλλει. «Το κύριο βάρος έχουν αναλάβει διάφορες ΜΚΟ, αρκετά διαφορετικού προφίλ και τεχνογνωσίας», παρατηρεί η έκθεση. Η ελληνική πολιτεία «αδυνατεί να θέσει όρους, προδιαγραφές και ένα πρωτόκολλο δράσης στις ΜΚΟ που παρέχουν ιατρικές υπηρεσίες».

Αναφορικά με την κράτηση ενόψει απέλασης, ο Συνήγορος ζητάει να περιοριστεί «στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, ως ακραίος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας, διασφαλίζοντας παράλληλα τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των κρατουμένων».

Επίσης, ο Συνήγορος του Πολίτη σχολιάζει τη διοικητική κράτηση των ασυνόδευτων ανηλίκων που έχει μεν περιοριστεί, «ωστόσο η πλειονότητα αυτών που κρατούνται τελεί υπό το καθεστώς της προστατευτικής φύλαξης, μέχρι να βρεθεί κατάλληλος ξενώνας φιλοξενίας από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης».

Στον τομέα της εκπαίδευσης ο Συνήγορος διαπιστώνει έλλειψη συντονισμού μεταξύ υπηρεσιών των συναρμόδιων υπουργείων, ακόμα και εντός του ίδιου υπουργείου. Αυτό συνεπάγεται συχνά «σοβαρές καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγραμματισμού», με αποτέλεσμα να δημιουργούνται «κενά, καθυστέρηση στην έναρξη λειτουργίας νηπιαγωγείων, ασάφεια και ενίοτε αντιφατικές κατευθύνσεις προς τις δομές του εκπαιδευτικού συστήματος». Επίσης, καταγράφονται ελλείψεις σχετικά με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της βιωσιμότητας των εκπαιδευτικών προγραμμάτων (ιδίως έλλειψη πρόβλεψης για τη συνεχή παρακολούθησή τους και τη διαρροή μαθητών και τις μετακινούμενες ομάδες).

Στον τομέα των επιστροφών, ο Συνήγορος παρατηρεί ότι οι επανεισδοχές στην Τουρκία εμφανίζουν δύο ελλείψεις που είναι κοινές σε όλες τις επιχειρήσεις αναγκαστικής απομάκρυνσης: έγκαιρη ενημέρωση των αλλοδαπών και αναλογικότητα στα μέσα δέσμευσης (έλλειψη εξατομικευμένης κρίσης για την αναγκαιότητα ή μη δέσμευσης με χειροπέδες και έλλειψη επανεξέτασης του μέτρου κατά τη διάρκεια της επιχείρησης). Ωστόσο οι ελλείψεις αυτές δεν είναι οι μόνες, καθώς, σύμφωνα με την έκθεση, εμφανίζονται και πιο πρόσφατα προβλήματα, όπως η έλλειψη πληρότητας του υπηρεσιακού φακέλου που συνοδεύει τους κρατούμενους ως προς τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία ότι ενημερώθηκαν σε γλώσσα που κατανοούν και ως προς την εξέλιξη τυχόν αιτήματος διεθνούς προστασίας.

Τέλος, αναφορικά με τα Προαναχωρησιακά Κέντρα, ο Συνήγορος θεωρεί επιτακτική την ανάγκη σταθερής χρηματοδότησής τους από τα τακτικά κονδύλια του σχετικού ευρωπαϊκού ταμείου και ζητά οι συνθήκες κράτησης σε κάποια από αυτά να αλλάξουν άμεσα.