Skip to main content

Επιστολή Ξανθού σε Ευρωπαίο επίτροπο Υγείας και ΠΟΥ για την Roche

Η κυκλοφορία νέων φαρμάκων για σοβαρές και απειλητικές παθήσεις δεν μπορεί να εξαρτάται από το business plan της πολυεθνικής είπε ο υπουργός Υγείας

Την πολιτική αλληλεγγύη των «φίλων και εταίρων» στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ζητεί ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός με επιστολή του προς τον Επίτροπο Υγείας της Ε.Ε. και τη διευθύντρια του Περιφερειακού Γραφείου Ευρώπης του ΠΟΥ αναφορικά με την απόφαση της Roche να αποσύρει ογκολογικό σκεύασμα για το μελάνωμα από τη θετική λίστα φαρμάκων.

«Το ζήτημα αυτό αφορά την απαράδεκτη και εκβιαστική κίνηση γνωστής Ελβετικής πολυεθνικής φαρμάκου, που, ενώ βρισκόταν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης με την αρμόδια Εθνική Επιτροπή, ζήτησε να αποσυρθεί από τη θετική λίστα αποζημιούμενων φαρμάκων στην Ελλάδα ένα αντικαρκινικό φάρμακο για μια ειδική κατηγορία ασθενών με ανεγχείρητο μεταστατικό μελάνωμα» ενημερώνει ο Υπουργός.

Μεταφέρει τον ισχυρισμό της εταιρείας ότι «η διάθεση του εν λόγω φαρμάκου στη χώρα μας, λόγω των πρόσφατων κυβερνητικών ρυθμίσεων (επιπλέον έκπτωση 25% στα νέα on patend  φάρμακα), δεν είναι πλέον συμφέρουσα για την εταιρεία».

Στη συνέχεια αναφέρεται στη «δύσκολη ισορροπία μεταξύ ενός δίκαιου και προσβάσιμου σε όλους συστήματος υγείας και της βιώσιμης χρηματοδότησης του» και τα μέτρα που έχουν ληφθεί - πάντα σε συμφωνία με τους «δανειστές» της χώρας και σε εναρμόνιση με τις μνημονιακές υποχρεώσεις και αφορούν και τη φαρμακευτική δαπάνη «που ως γνωστόν επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από μηχανισμούς προκλητής και κατεθυνόμενης ζήτησης».

«Το Υπουργείο Υγείας και η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρούν ότι η πρόσβαση των πολιτών της χώρας στα καινοτόμα και αποτελεσματικά  φάρμακα , και ιδιαίτερα στα φάρμακα για τον καρκίνο, δεν είναι επιχειρηματικό αλλά πολιτικό ζήτημα» σημειώνει.

Προσθέτει ότι «η κυκλοφορία νέων φαρμάκων για σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή παθήσεις και μάλιστα σε προσιτές τιμές, δεν μπορεί να εξαρτάται, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης, από το business plan της κάθε πολυεθνικής, αλλά από γενικούς κανόνες και ρυθμίσεις που κάθε συντεταγμένη Πολιτεία οφείλει να θέτει για να διασφαλίσει την καθολική και ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στις σύγχρονες θεραπείες αλλά και τη βιωσιμότητα του Συστήματος Υγείας».

Η επιστολή συνεχίζει:

«Δεδομένου ότι τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ΠΟΥ Ευρώπης  όσο και καθεμία και καθένας από εσάς έχουμε επανειλημμένα επισημάνει την αξία των σταθερών, βιώσιμων και αξιόπιστων συστημάτων υγείας για την ευημερία των ευρωπαίων πολιτών και τη δίκαιη ανάπτυξη των κοινωνιών μας, έκρινα απαραίτητη την ενημέρωση σας για το θέμα. Η παραπάνω εξέλιξη επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα να αναπτύξουν οι χώρες μας ισχυρές και συστηματικές συνεργασίες στο πεδίο  της φαρμακευτικής πολιτικής, οι οποίες θα ενισχύουν τη διαπραγματευτική τους  δύναμη και θα  αποτρέπουν την εκδήλωση  αθέμιτων εταιρικών πρακτικών, που δεν αρμόζουν ειδικά στον κοινωνικά ευαίσθητο τομέα  του φαρμάκου.

Θεωρώ πως αυτού του τύπου οι μονομερείς ενέργειες και οι καταφανώς εκβιαστικές συμπεριφορές , πλήττουν βαθύτατα την ιδέα της αξιόπιστης διαπραγμάτευσης ( σε εθνικό  ή περιφερειακό επίπεδο ) ανάμεσα στη  φαρμακοβιομηχανία  και στα   κράτη –μέλη   της ΕΕ και υπονομεύουν τις  αναγκαίες σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Οφείλουμε διαρκώς και  με όλους τους τρόπους να υπενθυμίζουμε πως η Υγεία και το Φάρμακο δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως απλά εμπορικά προϊόντα και τομείς συνεχώς αυξανόμενων και εγγυημένων εταιρικών κερδών, αλλά ως καθολικά κοινωνικά δικαιώματα που πρέπει να διασφαλίζονται με ισότιμο τρόπο στους πολίτες , χωρίς αποκλεισμούς και δυσβάστακτες οικονομικές επιβαρύνσεις.

Η Ελλάδα δίνει εδώ και πάνω από 7 χρόνια μια πολύ επώδυνη για την κοινωνία μάχη για να σταθεί όρθια , ισότιμη και αξιοπρεπής μέσα στην Ευρώπη . Η προσπάθεια αυτή φαίνεται σιγά-σιγά να πιάνει τόπο και είναι ορατή η βιώσιμη έξοδος από την παρατεταμένη  οικονομική κρίση . Σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο χρειαζόμαστε την πολιτική αλληλεγγύη των φίλων και εταίρων μας στην  Ευρωπαϊκή Ένωση και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας».