Skip to main content

Εξωστρέφεια και όχι απλώς... εξαγωγές χρειάζεται η Βόρεια Ελλάδα

Επειδή στην ελληνική γλώσσα οι λέξεις πάντα κάτι σημαίνουν, σηματοδοτώντας και τρόπο σκέψης, ίσως έφτασε η ώρα να αποσυρθεί σταδιακά η λέξη «εξαγωγή»

Η εξωστρέφεια αποτελεί βασική προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, καθώς τα 10 και κάτι εκατομμυρίων των κατοίκων της συνιστούν μια σχετικώς μικρή αγορά, που δεν μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Ακόμη κι αν προσθέσουμε τα σχεδόν 30 εκατ. των επισκεπτών - τουριστών και πάλι η δυναμική δεν επαρκεί. Χρειάζονται απαραιτήτως οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και οι ξένες επενδύσεις προκειμένου το θετικό πρόσημο στο αναπτυξιακό ισοζύγιο να παραμείνει επί μακρόν. Σε αυτή την προσπάθεια η Βόρεια Ελλάδα μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο, ιδίως σε ότι αφορά ελληνικές πωλήσεις σε αγορές άλλων χωρών. Διότι στο κομμάτι του τουρισμού η Μακεδονία, η Θράκη και η Ήπειρος έχουν ακόμη να κάνουν πολλά, ώστε η συνολική επίδοση του βορειοελλαδικού τόξου να χαρακτηριστεί ικανοποιητική.

Για να επιτευχθούν, πάντως, αυτοί οι στόχοι υπάρχουν τουλάχιστον δύο προαπαιτούμενα: Πρώτον, να αναπτύξουν εξωστρέφεια όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις της περιοχής. Δεύτερον, να επαναπροσδιοριστεί με σύγχρονους όρους η έννοια των εξαγωγών, που από πολλές εταιρίες –ενδεχομένως και φορείς- «μεταφράζεται» ακόμη με όρους των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Τότε οι πωλήσεις εκτός συνόρων ήταν δύσκολες έως ηρωικές, διότι η ανταγωνιστικότητα προέκυπτε από πολλές διαφορετικές παραμέτρους και όχι μόνο από την ποιότητα και την τιμή. Υπήρχαν πρωτίστως τα σκαμπανεβάσματα των συναλλαγματικών ισοτιμιών της δραχμής και οι δασμοί που κάθε χώρα επέβαλε στα εισαγόμενα προϊόντα. Επίσης, οι μεταφορές ήταν δύσκολες και –κυρίως- απρόβλεπτες, αφού η διέλευση συνόρων συχνά έκρυβε εκπλήξεις. Επομένως οι ελληνικές εταιρίες που εξήγαν εκείνα τα χρόνια –με τη στήριξη των επιδοτήσεων του ελληνικού κράτους- για να επιτύχουν την αναγκαία ανταγωνιστικότητα όφειλαν να ξεπεράσουν περισσότερα και διαφορετικών επιπέδων εμπόδια από τη διαμόρφωση της κατάλληλης σχέσης κόστους – ποιότητας για τα προϊόντα τους.

Σήμερα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Απλούστερα σε επίπεδο διαδικασιών και συναλλαγματικών κινδύνων. Δυσκολότερα και πολυπλοκότερα, όμως, στο πεδίο του καθαρού ανταγωνισμού, λόγω της παγκοσμιοποίησης και των πολλών διαφορετικών επιπέδων παραγωγής σε κάθε γωνιά του κόσμου. Κι επειδή στην ελληνική γλώσσα οι λέξεις πάντα κάτι σημαίνουν, ενώ ταυτόχρονα σηματοδοτούν και τρόπο σκέψης, ίσως έφτασε η ώρα να αποσυρθεί σταδιακά η λέξη «εξαγωγή» και να αντικατασταθεί με την έννοια της «τοποθέτησης προϊόντων στην αγορά». Διότι όπως έλεγε πρόσφατα γνωστός επιχειρηματίας της Θεσσαλονίκης, η επιχείρηση του οποίου πουλάει προϊόντα σε περισσότερες από 30 χώρες «το να λέμε ότι κάνουμε εξαγωγές στη Βουλγαρία και τη Γερμανία όχι απλώς δεν είναι ακριβές, αλλά στην πραγματικότητα είναι παραπλανητικό» Ο ίδιος εξηγούσε ότι «η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά λειτουργεί με απόλυτη ελευθερία για τις επιχειρήσεις των κρατών μελών, ενώ το ευρώ διευκολύνει ακόμη περισσότερο τις συναλλαγές, καθώς δεν υπάρχει διαφορά για μια επιχείρηση της Θεσσαλονίκης να πουλάει στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, τη Βουλγαρία, την Ιταλία ή την Γερμανία».

Τα πράγματα είναι τόσο απλά. Ταυτόχρονα, όμως, και δύσκολα, επειδή στις παγκοσμιοποιημένες αγορές οι αλλαγές είναι συνεχείς και η παρακολούθησή τους αγωνιώδης και κοπιαστική.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αρκετές πολυεθνικές εταιρίες ενοποιούνται οι διευθύνσεις πωλήσεων και μάρκετινγκ. Αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος άνθρωπος –ο υπεύθυνος αυτής της ενιαίας διεύθυνσης- φροντίζει τόσο για την ανάδειξη της παραγωγής σε προϊόντα αγοράς (βασικά χαρακτηριστικά, εικόνα κ.λπ.), όσο και για τις εμπορικές συμφωνίες με τους πελάτες. Μια αλλαγή που καθίσταται λειτουργική ακριβώς επειδή ο πλανήτης είναι, πλέον, επί της ουσίας μία αγορά, με κοινές διαδικασίες και λίγο πολύ κοινές ανάγκες. Φυσικά μικροδιαφοροποιήσεις υπάρχουν –οι Σκανδιναβοί πιθανότατα θα εξακολουθήσουν να πίνουν το κρασί από μπουκάλια με βιδωτό πώμα, ενώ Εβραίοι και Μουσουλμάνοι έχουν τις δικές τους αυστηρές διατροφικές επιλογές-, αλλά σίγουρα οι προσαρμογές δεν αφορούν παρά ελάχιστα προϊόντα και υπηρεσίες.

Το θέμα της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας γενικότερα και των ελληνικών επιχειρήσεων ειδικότερα είναι πολύ σοβαρό για τη χώρα, ώστε να παραμένει σε επίπεδο εμπειρικού αυτοσχεδιασμού. Μια λύση θα μπορούσε να είναι η ουσιαστική αξιοποίηση της εμπειρίας και των καλών πρακτικών των πραγματικά εξωστρεφών επιχειρήσεων που υπάρχουν στη χώρα –και ειδικότερα στη Β. Ελλάδα. Μόνο που θα πρέπει να βρεθεί ο τρόπος. Διότι όπως έχει αποδείξει η μέχρι στιγμής πράξη ούτε οι αρμόδιοι (;) για την εξωστρέφεια οργανισμοί της πολιτείας, ούτε οι κατακερματισμένοι φορείς των επιχειρήσεων και του ιδιωτικού τομέα έχουν τα κατάλληλα αντανακλαστικά, αλλά βαδίζουν στην πεπατημένη του… περασμένου αιώνα.