Skip to main content

Γαβρόγλου για απόφαση ΣτΕ για τα Θρησκευτικά: Το κάνουν επίτηδες

Το Συμβούλιο της Επικρατείας το κάνει επίτηδες για να μην βαριόμαστε, σχολίασε ο υπουργός Παιδείας, για την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έκρινε αντισυνταγματικές και αντίθετες προς την ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων Ανθρώπου τις αλλαγές στη διδασκαλία των Θρησκευτικών στο λύκειο, σχολίασε ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου.

«Το Συμβούλιο της Επικρατείας το κάνει επίτηδες για να μην βαριόμαστε», είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός, σύμφωνα με τον οποίο η απόφαση δεν έχει καμία επίπτωση στα μαθήματα αυτής της χρονιάς.

«Η ευθύνη για τη σύνταξη των προγραμμάτων σπουδών είναι της Πολιτείας» συμπλήρωσε ο υπουργός Παιδείας στη συνέντευξη που παραχώρησε στην ΕΡΤ σημειώνοντας ότι θα πρέπει, ζητήματα όπως αυτό της διδασκαλίας των θρησκευτικών, να αφεθούν να τα χειρίζεται συντεταγμένα η Πολιτεία με τους θεσμούς της. «Είμαστε σε συνεχή συζήτηση με την Εκκλησία, με άλλες θρησκείες, και με την κοινωνία. Κάνουμε μία προσπάθεια να βρεθεί μία ισορροπία, ώστε να γίνει ένα σύγχρονο μάθημα, ένα μάθημα που θα παιδιά θα το παίρνουν στα σοβαρά» είπε ο κ. Γαβρόγλου.

Σημειώνεται ότι η απόφαση βασίστηκε στις σταθερές της προηγούμενης για τα δημοτικά και τα γυμνάσια, διαθέτει όμως ευρύτερη πλειοψηφία και σκληρότερη διατύπωση στην επιχειρηματολογία της. Κατά την απόφαση, «σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της ισότητας και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ, το κράτος δεν μπορεί, ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητές που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία, το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητές που ανήκουν σε άλλες θρησκείες, να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των».

Σε άλλο σημείο της απόφασης επισημαίνεται ότι το μάθημα των Θρησκευτικών στα λύκεια «έχει ποιοτική και ποσοτική ανεπάρκεια ως προς τηνδιδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκαλώντας σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των Ορθοδόξων Χριστιανών μαθητών». Επίσης τονίζεται ότι «δεν επιχειρείται ούτε καν η “θρησκειολογικού” τύπου μετάδοση γνώσεων και πληροφοριών για τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας ή άλλων χριστιανικών θρησκειών, αλλά η επεξεργασία εννοιών, οι οποίες ανάγονται σε διάφορες εκτιμήσεις ή διδακτικά αντικείμενα, εξετάζοντας απλώς από θρησκευτικής σκοπιάς, όχι όμως αποκλειστικώς από ορθόδοξη χριστιανική οπτική γωνία».

Στο ανώτατο δικαστήριο είχαν προσφύγει γονείς και η Πανελλήνια Ενωση Θεολόγων. Μειοψήφησαν πέντε δικαστικοί, οι οποίοι ετάχθησαν υπέρ της συνταγματικότητας των αλλαγών στα Θρησκευτικά, κρίνοντας ότι «το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των Θρησκευτικών ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με “ανάπτυξη” θρησκευτικής συνείδησης, αλλά με “επιβολή” θρησκευτικής συνείδησης συγκεκριμένου περιεχομένου». Αυτό «αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το κράτος και θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο».