Skip to main content

Γιατί δεν προχωρούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα

Τα συμφέροντα που όλοι επικαλούνται ως εμπόδια στην κοινή επιθυμία όλων για μεταρρυθμίσεις μήπως περιλαμβάνουν και τα δικά μας τελικά;

Δεδομένης της διάθεσης όλου του πολιτικού συστήματος για μεταρρυθμίσεις, είναι απορίας άξιο γιατί όλοι επιμένουν να μην τις κάνουν. Ίσως επειδή καθένας εννοεί τις μεταρρυθμίσεις όπως θέλει. Ίσως επειδή κανέναν δεν βολεύουν οι πραγματικές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, καθώς προϋποθέτουν απώλεια πάσης φύσεως εξουσιών.

Οι μεταρρυθμίσεις είναι ένας όρος που μπήκε στο μοντέρνο πολιτικό λεξιλόγιο και πρόλαβαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να βρεθούν ως όρος σε κάθε ομιλία πολιτικού, σε κάθε κομματικό «μανιφέστο», σε κάθε προεκλογική εξαγγελία οποιασδήποτε παράταξης σε σχεδόν όλο το φάσμα του λεγόμενου δημοκρατικού συνταγματικού τόξου.

Ως γενικός όρος προφανώς χωράει πολλές ερμηνείες. Για να μην έρθουμε σε ανούσιες συγκρούσεις, μένω στη βασική παράμετρο των μεταρρυθμίσεων, την αλλαγή. Οι μεταρρυθμίσεις κι από την ετυμολογία του όρου είναι η αλλαγή ή ένα σύνολο αλλαγών που βελτιώνουν κάτι, το κάνουν καλύτερο. Αυτός είναι ο σκοπός τους.

Δεν είναι αυτοσκοπός η αλλαγή. Είναι το μέσο για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Γι' αυτό και η μεταρρύθμιση μπορεί να λέγεται και να την επικαλούνται πολλοί, όμως δε λέει από μόνη της τόσα πολλά. Εντούτοις κυριάρχησε στο πολιτικό λεξιλόγιο, επειδή η λέξη αλλαγή είχε φθαρεί, αφού είχε ταυτιστεί με συγκεκριμένες πολιτικές και με συγκεκριμένο κόμμα στην Ελλάδα.

Τι συμβαίνει όμως και οι μεταρρυθμίσεις δεν προχωρούν ούτε σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής, ούτε σε άλλα επίπεδα διοίκησης, όπως στην αυτοδιοίκηση; Το κλειδί είναι τα πρόσωπα. Κάθε μεταρρύθμιση στην Ελλάδα την προσωποποιούμε. Δεν είναι όμως κάποια παθογένεια ή λανθασμένη νοοτροπία που μας ωθεί να το κάνουμε. Είναι νομοτελειακό να μπούμε σε προσωποποίηση, καθώς όποτε επιχειρήθηκε συναίνεση σε μια μεταρρύθμιση απέτυχε παταγωδώς. Ακόμη και η εσωκομματική συμφωνία στις περισσότερες των μεταρρυθμίσεων είναι σχεδόν αδύνατη. Έτσι μιλάμε για μεταρρύθμιση στην Παιδεία, την Υγεία, το Δημόσιο κτλ., όμως κάθε φορά την ταυτίζουμε με έναν πολιτικό, εκείνον που είναι ο αρμόδιος υπουργός και φέρνει το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή.

Γιατί όμως φτάνουμε σε αυτό το σημείο; Και τι σημαίνει αυτή η προσωποποίηση; Στο δεύτερο ερώτημα πιστεύω ότι η απάντηση είναι εύκολη. Είναι το τέχνασμα όσων αντιτίθενται στην αλλαγή, για ιδιοτελείς τις περισσότερες φορές λόγους, αφού η αλλαγή θίγει τα συμφέροντά τους. Στο πρώτο ερώτημα χωρούν πολλές απαντήσεις.

Προτιμώ εκείνη που λέει ότι κάθε πολιτικός που επιχειρεί μια μεταρρύθμιση αμέσως συγκρούεται με ποικίλα συμφέροντα, συντεχνίες και ιδεολογίες – ιδεοληψίες, που τελικά καταλήγει μόνος να παλεύει με ομάδες, καθώς ακόμη και όσοι θεωρούν πως οι αλλαγές που υιοθετεί είναι σωστές δεν έχουν τη διάθεση να έρθουν σε ανάλογη σύγκρουση (αφού το εξιλαστήριο θύμα είναι μπροστά τους) για να μην επωμιστούν το παραμικρό κόστος (πολιτικό ή και άλλο). Έτσι τον αφήνουν να τραβήξει μόνος του το κουπί και να εισπράξει μόνος το κύριο μερίδιο των επιπτώσεων. Στην περίπτωση της επιτυχούς αλλαγής, τότε όλοι διεκδικούν μερίδιο από την επιτυχία... Οποία ανιδιοτέλεια και προσφορά στον πολίτη και τον τόπο...

Γι' αυτό το λόγο θεωρώ πως στην Ελλάδα η όποια πρόοδος επιτυγχάνεται μέσα από μακρόχρονες διαδικασίες κι αφού έχει δοθεί προηγουμένως μια μεγάλη μάχη διαρκείας προκειμένου να πεισθούν όλοι όχι ότι η όποια αλλαγή γίνεται για το καλό, αλλά ότι δε θα χάσουν προνόμια, εξουσίες και οφέλη που έχουν παγιωμένα από την ισχύουσα κάθε φορά κατάσταση. Αυτό έφτασε να ενδιαφέρει τους περισσότερους. Να μη χάσουν οι ίδιοι κάτι κι ας χαθεί το σύνολο.

Όμως με αυτό τον τρόπο, την ομαλή μετάβαση από τη μία κατάσταση σε μια άλλη καλύτερη (με όρους γενικού – συλλογικού συμφέροντος), καθυστερεί τόσο πολύ η όποια μεταρρύθμιση, που τελικά τις αλλαγές τις έχει ξεπεράσει ο χρόνος και οι εξελίξεις και πλέον δεν φέρνουν κάτι καινούργιο, κάτι καλύτερο, αλλά κάτι παρωχημένο και δοκιμασμένο εκεί όπου εφαρμόζονται στην ώρα τους ρηξικέλευθες αποφάσεις και ασκείται σοβαρή πολιτική με γνώμονα το κοινό καλό, το συλλογικό συμφέρον, την πρόοδο του τόπου. Δηλαδή σε όλο τον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο. Συνεπώς απαιτείται και νέα μεταρρύθμιση...

Σκεφτείτε μόνο πόσες δεκαετίες μετά έγινε μέσω «μεταρρύθμισης» στην Ελλάδα πραγματικότητα το κοινωνικό κράτος. Τόσες ώστε στις σκανδιναβικές χώρες πλέον να έχουν προετοιμάσει ήδη το επόμενο πιο βιώσιμο μοντέλο. Ένα παράδειγμα είναι. Όπως ένα καλό παράδειγμα είναι η κοινή παραδοχή ότι το Δημόσιο χρειάζεται μεταρρύθμιση, αλλά πέραν των λειτουργικών αλλαγών προς το θετικό, μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις (και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα) δεν βρήκαν το σθένος να εφαρμόσουν μια αξιοπρεπή και σοβαρή αξιολόγηση και να συγκρουστούν με όσους έχουν φροντίσει με την πράξη τους να απαξιώσουν τον δημόσιο υπάλληλο στα μάτια όλου του υπόλοιπου κόσμου και ακόμη χειρότερα στα μάτια του ίδιου του δημοσίου υπαλλήλου.

Όλα αυτά έχουν κοινή αφετηρία. Ξεκινούν από την ανυπαρξία πραγματικής πολιτικής συναίνεσης ανάμεσα στα κόμματα ακόμη και για τα αυτονόητα. Τα κόμματα επιδίδονται από την επομένη των εκλογών σε έναν άγονο προεκλογικό αγώνα προετοιμαζόμενα για την επόμενη «αρπαγή» των ψήφων. Δίνουν στο εσωτερικό τους έναν απίστευτο αγώνα για να βρουν τι λάθη έκαναν και δεν πέτυχαν τον εκλογικό στόχο τους, προκειμένου να μπορέσουν να τον πετύχουν την επόμενη φορά, στις επόμενες εκλογές. Αφού ομαδοποιήσουν τους ψηφοφόρους και αναλύσουν σε ποιες ομάδες δεν είχαν απήχηση, ώστε την επόμενη φορά τουλάχιστον να μην τις θίξουν ή ακόμη καλύτερα να τις ευνοήσουν, έστω και με τον πολιτικό λόγο τους. Για τη ρίζα του προβλήματός τους ούτε λόγος αυτοκριτικής.

Αυτό όμως δεν είναι πολιτική. Αυτό είναι ανούσια σύγκρουση με έναν πάντα στόχο: την κατάληψη της εξουσίας ή ενός μέρους της. Και; Η απάντηση κι εδώ είναι εύκολη. Κερδίζουν κάποια στιγμή τη μάχη, καταλαμβάνουν τις καρέκλες και δεν μπορούν να κάνουν μια σοβαρή και σωστή μεταρρύθμιση, παρά διαχειρίζονται την εξουσία και αποκομίζουν κάποια δικά τους οφέλη. Μέχρι εκεί φτάνει η συνεισφορά τους στον τόπο. Γι' αυτό το ανάθεμα του κόσμου στους λογής πολιτικούς και κόμματα πέφτει βαρύ και τα τελευταία χρόνια απαξιώνεται η πολιτική και οι πολιτικοί. Και μη σκεφτείτε ότι δεν μπορούν. Σκεφτείτε ότι τελικά δεν θέλουν. Το αντίστοιχο ισχύει και για τους περισσότερους από εμάς. Λέμε ότι θέλουμε και δεν μπορούν. Μήπως τελικά μπορούν δεν μπορούν εμείς δεν θέλουμε να αλλάξουν τα πράγματα;

Βγάλτε τον κομματικό μανδύα σας και σκεφτείτε μια καλή κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, που προσέφερε αδιαμφισβήτητα στον τόπο, στην πρόοδό του. Που έκανε ριζικές αλλαγές και πέτυχε το στόχο να κάνει τα πράγματα καλύτερα.