Skip to main content

Γιατί οι φορείς της Θεσσαλονίκης συναντούν τους πολιτικούς στη ΔΕΘ;

Όταν η περίοδος της ΔΕΘ συμπίπτει με την προεκλογική η ευκαιρία των παραγωγικών φορέων να δουν πολιτικούς καθίσταται... υποχρέωση.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες οι παραγωγικοί φορείς της Θεσσαλονίκης έχουν την τιμητική τους. Οι εκπρόσωποί τους έχουν την ευκαιρία να συναντηθούν με τους παράγοντες της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας για να εκθέσουν τα προβλήματά και να διατυπώσουν τις προτάσεις τους για την οικονομία και την επιχειρηματικότητα. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση ακούνε και κρατούν σημειώσεις. Όταν, μάλιστα, η περίοδος της ΔΕΘ συμπίπτει με την προεκλογική, αυτή η ευκαιρία των παραγωγικών φορέων της Β. Ελλάδος καθίσταται υποχρέωση, την οποία δεν μπορούν να αποφύγουν. Τα ραντεβού είναι απανωτά όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Αθήνα.

Δεκαετίες τώρα που επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Ίσως όχι ακριβώς μηδενικά, αλλά πάντως κοντά στο τίποτα. Ειδικότερα σε ότι αφορά τα τοπικά θέματα κάποιες μεμονωμένες διευθετήσεις δεν είναι ικανές να δικαιολογήσουν ούτε την κινητοποίηση, ούτε το ντόρο που γίνεται. Αντίθετα, η πραγματικότητα είναι ότι πρόκειται για σπατάλη δυνάμεων και επικοινωνιακά παιχνίδια. Στην καλύτερη περίπτωση δικαιολογούνται ως κοινωνικές συναναστροφές, που ίσως κάποιες φορές βοηθούν να διευθετηθούν μεμονωμένα ή ατομικά ζητήματα.

Η πραγματικότητα είναι ότι η επιχειρηματικότητα του Βορρά έχει ιδιαιτερότητες που δικαιολογούν μια ξεχωριστή προσέγγιση και άρα μια διαφορετική ενημέρωση. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του αναπτυξιακού νόμου, που αφορά κυρίως την μεταποίηση. Ο σημερινός, υπηρεσιακός –αλλά με εμπειρία στο συγκεκριμένο πόστο- υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Χριστοδουλάκης, ο οποίος συγκαλεί σχετική σύσκεψη στην Αθήνα αύριο ή την Τετάρτη σκοπεύει να καλέσει ξεχωριστά τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος αναγνωρίζοντας στην πράξη ότι η εκπροσώπησή των βορειοελλαδικών επιχειρήσεων του δευτερογενούς τομέα από τον ΣΕΒ δεν είναι επαρκής.

Εκείνο, λοιπόν, που αναζητείται –ή μάλλον που θα πρέπει να αναζητηθεί- είναι ένας κατά το δυνατόν μονιμότερος και ουσιαστικός τρόπος επικοινωνίας και προσέγγισης των ζητημάτων. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται αυτό το καραγκιοζιλίκι των τελευταίων ημερών του Αυγούστου και των πρώτων του Σεπτεμβρίου. Τα εγκαίνια της ΔΕΘ από τον εκάστοτε πρωθυπουργό πρέπει να αποσυνδεθούν από την υποχρεωτική –και γι’ αυτό άνευ ουσίας- αναφορά στα ειδικότερα προβλήματα της Β. Ελλάδος, τα οποία –για όποιον δεν το έχει συνειδητοποιήσει- είναι κάθε χρόνο τα ίδια τον Οκτώβριο, το Νοέμβριο, το Δεκέμβριο και κάθε μήνα που ακολουθεί τον Σεπτέμβριο. Ενίοτε πρόκειται για προβλήματα ετών και δεκαετιών. Εκκρεμότητες για τις οποίες κανείς δεν αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί ή να εξηγήσει. Αν πρόκειται για νέο πρωθυπουργό τα ρίχνει στους προηγούμενους, ενώ αν είναι ο ίδιος επικαλείται τη δυσκολία της συγκυρίας, που υπάρχει πάντα, πριν από το 2009 και φυσικά μέσα στην κρίση.

Το αναπάντητο ερώτημα είναι γιατί οι τοπικοί φορείς ανταποκρίνονται σε αυτό το αλισβερίσι; Από μια άποψη είναι εγκλωβισμένοι σε μια μπαγιάτικη παράδοση, την οποία φέτος αισθάνθηκε την ανάγκη να ακολουθήσει και η υπηρεσιακή πρωθυπουργός! Αφενός η θεσμική τάξη και αφετέρου η ανθρώπινη ευγένεια δεν επιτρέπουν στους προέδρους να αρνηθούν είτε μια πρόσκληση στο Μέγαρο Μαξίμου ή στο υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, είτε ένα απλό τηλεφώνημα για συνάντηση με άλφα ή τον βήτα πολιτικό αρχηγό. Αυτό δε σημαίνει ότι οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν τι παίζεται! Εκείνο που δεν είναι σαφές είναι αν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, δηλαδή τα πολιτικά πρόσωπα, αντιλαμβάνονται στ’ αλήθεια ότι όλοι οι υπόλοιποι έχουν συνείδηση της κοροϊδίας ή υπάρχουν πρωθυπουργοί, υπουργοί και πολιτικοί αρχηγοί που εκτιμούν ότι οι συμπαθείς επαρχιώτες του Βορρά που τους μιλούν στον πληθυντικό τους λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν!