Skip to main content

Οι ανθρώπινες αλυσίδες στη Βαλαωρίτου και ο αποκλεισμός στη Σίνδο

Δεν αποκλείεται κάποια στιγμή τα συνθήματά μας να γυρίσουν ακόμη πιο πίσω, σε εποχές εμβληματικών επαναστάσεων και παγκόσμιων ξεσηκωμών...

Ο αποκλεισμός της εισόδου της ΒΙ.ΠΕ. Σίνδου την περασμένη Πέμπτη, ημέρα της γενικής απεργίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, που παραδοσιακά προκηρύσσεται σχεδόν κάθε Δεκέμβριο, επί δεκαετίες, τις ημέρες που συζητείται ο προϋπολογισμός του κράτους για την επόμενη χρονιά, γύρισε τους παλαιότερους πολλά χρόνια πίσω.

Στην εποχή της Μεταπολίτευσης, όταν οι συνδικαλιστές και τα μέλη του ΚΚΕ δημιουργούσαν «ανθρώπινες αλυσίδες» έξω από τις βιοτεχνίες της οδού Βαλαωρίτου και τα εργοστάσια της Θεσσαλονίκης, για να αποκλείσουν την πρόσβαση σε όσους δεν ήθελαν να απεργήσουν.

Τελικά, μη μπορώντας να κάνουν διαφορετικά, οι πάντες απείχαν εκείνη την ημέρα από τη δουλειά τους, εκτινάσσοντας σχεδόν στο απόλυτο τη συμμετοχή στην κινητοποίηση. Οι συνδικαλιστές πιστώνονταν την επιτυχία, έπαιρναν τα κομματικά γαλόνια και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Εκτός ίσως από την ίδια την… απεργία, η οποία εν αγνοία της και χωρίς τη θέλησή της, έπαυε να είναι ατομικό δικαίωμα και εξελισσόταν –ή μήπως εξέπιπτε;- σε κάτι μεταξύ κοινωνικής υποχρέωσης και επαναστατικής γυμναστικής. Οι συνθήκες της εποχής, τα χρόνια της ελεύθερης έκφρασης μετά τη χούντα των συνταγματαρχών, άφηναν τέτοια περιθώρια. Άσε που σε πολλές περιπτώσεις –περισσότερες στο δημόσιο και λιγότερο στον ιδιωτικό τομέα- οι μέρες της απεργίας δεν αφαιρούνταν από το μισθό.

Σαράντα και περισσότερα χρόνια από τότε τίποτα δεν είναι το ίδιο. Ούτε στον κόσμο, ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην οικονομία, ούτε στις εργασιακές σχέσεις, ούτε στις διεκδικήσεις εργαζομένων και κοινωνίας. Ο πλανήτης κινείται, πλέον, στους ρυθμούς του ίντερνετ, της γνώσης και των πληροφοριών, που σηματοδοτούν τη μετα-βιομηχανική επανάσταση της εποχής. Αλλά και οι όροι της ταξικότητας έχουν αλλάξει, κακά τα ψέματα. Φυσικά υπάρχουν πάντα οι πλούσιοι και οι φτωχοί, αλλά σε πολλές περιπτώσεις το χάσμα που χωρίζει τους ανθρώπους σκιαγραφείται, πλέον, με όρους μόρφωσης, ευθύνης, ευαισθησίας, ακόμη κι αισθητικής.     

Ούτε, όμως, στις απεργίες είναι ίδια τα πράγματα. Αν στη δεκαετία του 1970 ου συνδικαλιστές προσπαθούν τα «γράψουν» το 100% έχοντας συχνά δεδομένη τη συμμετοχή του 60%, 70% ή 80% των εργαζομένων, σήμερα το ποσοστό αυτό είναι μονοψήφιο. Τόσο αμελητέο, σε βαθμό που να καθίσταται επί της ουσίας χωρίς νόημα αυτή η διελκυστίνδα μεταξύ τρόικας, υπουργείου Εργασίας και συνδικαλιστών για την πλειοψηφία που θα αποφασίζει για τις απεργίες. Εκτός κι αν οι μεν επιδιώκουν άσκηση εξουσίας και οι δε τη διατήρηση κεκτημένων για τους εαυτούς τους.

Αν εξαιρέσει κανείς το γενικό αίτημα για μια καλύτερη ζωή και μια καλύτερη κοινωνία, που διατυπώνεται εύστοχα εδώ και χιλιάδες χρόνια σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, τίποτε άλλο δεν έμεινε ίδιο τα τελευταία 50 χρόνια στην Ελλάδα. Εκτός, ίσως, από τους τρόπους που κάποιοι ανάμεσά μας επιμένουν να σκέφτονται και να λειτουργούν, θεωρώντας ως μοναδικό πεδίο διεκδίκησης των αιτημάτων τους το πεζοδρόμιο, τα φέ και τα ουζερί της πόλης.

Πρόκειται για μια κατάσταση αδιέξοδη και συχνά αντιφατική. Για παράδειγμα στην προχθεσινή κινητοποίηση ένα από τα αιτήματα που ακούστηκαν είναι η επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, όπως ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Μόνο που τότε, το 2008 – 2009, όταν η κατάρρευση της χώρας είχε συντελεστεί, αλλά κανείς δεν ήθελε να το παραδεχθεί, το αντίστοιχο αίτημα ήταν για κατώτερο μισθό 1200 ή 1400 ευρώ. Κάτι που ξεπεράστηκε –ή μήπως ξεχάστηκε!- μπροστά στην αμείλικτη και σκληρή πραγματικότητα. Κι επειδή μετά την ηρωική εξέγερση των φοιτητών το Νοέμβρη του ’73 ο καθένας στην Ελλάδα δικαιούται το δικό του Πολυτεχνείο, ενδεχομένως σύντομα θα ακουστεί και πάλι το σύνθημα «Ψωμί – Παιδεία - Ελευθερία». Με δεδομένο, μάλιστα, ότι στον κόσμο των ενηλίκων κάθε ιστορία έχει τη βαρύτητα που επιλέγει ο καθένας να της δώσει ή να την βιώσει, δεν αποκλείεται κάποια στιγμή τα συνθήματά μας να γυρίσουν ακόμη πιο πίσω, σε εποχές εμβληματικών επαναστάσεων και παγκόσμιων ξεσηκωμών.     

Πού να το φανταστεί ο Διονύσης Σαββόπουλος το 1966, όταν έγραφε τη μπαλάντα για τους παλιούς φίλους! Ακριβώς 51 χρόνια μετά το τραγούδι του είναι απόλυτα –ανατριχιαστικά- επίκαιρο. Κάτι σαν το σάουντρακ των μεταμοντέρνων καιρών, στους οποίους έτσι κι αλλιώς ζούμε.

Μην το πεις /
οι παλιοί μας φίλοι /
μην το πεις /
για πάντα φύγαν. /

Μη, το ’μαθα πια /
τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια /
για πάντα φύγαν./

Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν. /
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών. /

Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει /
τη δική σου μελαγχολία /
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις /
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις. /

Πέρασαν για πάντα /
οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες /
οι κραυγές./
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών. /

Όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ /
όμορφη να σας μιλήσω. /
Βλέπω πυρκαγιές /
πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς /
κι είμαι μαζί σας. /

Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται /
όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται /
εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω /
τις μέρες τις παλιές./