Skip to main content

Η ΕΟΚ και οι τάσεις των βιομηχάνων του Βορρά για την ανταγωνιστικότητα

Από Voria.gr
Οι μεγάλοι επιχειρηματίες της Β. Ελλάδος στάθηκαν απέναντι στην προοπτική ένταξης της χώρας τόσο στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση, τη σημερινή ΕΕ.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να κοιτάξει το οικονομικό και κοινωνικό της μέλλον σε διεθνές πλαίσιο. Μπορεί η παγκοσμιοποίηση να ήταν τότε άγνωστη λέξη και μια ακόμη πιο άγνωστη έννοια, αλλά όλοι αντιλαμβάνονταν ότι η οικονομική δραστηριότητα δεν μπορούσε να ασκηθεί επιτυχών αποκλειστικά εντός των συνόρων της χώρας. Παράλληλα οι τραγικές εμπειρίες της Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησαν τις ευρωπαϊκές χώρες όχι μόνο να ξανασκεφτούν, αλλά και να σχεδιάσουν το μέλλον τους στη βάση της κοινής ιστορίας και των κοινών τους συμφερόντων. Είναι η εποχή που μπήκαν οι βάσεις για τη δημιουργία της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία σήμερα η χώρα μας συμμετέχει ως ισότιμο μέλος και απολαμβάνει εδώ και τέσσερις δεκαετίες τα οφέλη αυτής της συμμετοχής.

Στη δεκαετία του 1950, όμως, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου απλά. Ούτε αυτονόητα. Όπως προκύπτει από την έκδοση για τα πρώτα 100 χρόνια λειτουργίας του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, οι μεγάλοι επιχειρηματίες της Β. Ελλάδος στάθηκαν τότε απέναντι στην προοπτική ένταξης της χώρας τόσο στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση –τη σημερινή ΕΕ-, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών, ένα χαλαρότερο και αποκλειστικά οικονομικό σχήμα –σήμερα στην ΕΖΕΣ συμμετέχουν μόνο τέσσερις χώρες, η Ελβετία, η Νορβηγία, το Λιχνενστάιν και η Ισλανδία-, που είχε ως στόχο τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με τρίτες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διοικήσεις του Συνδέσμου εκφράζοντας την πλειοψηφία των μελών του έβρισκαν και στα δύο σενάρια αδυναμίες, που εκτιμούσαν ότι θα κατέληγαν εις βάρος της ελληνικής βιομηχανίας και ιδιαιτέρως της βορειοελλαδικής βιομηχανίας. Ήδη, πάντως, από τότε υπήρχαν δύο τάσεις ανάμεσα στους βιομήχανους. Οι περισσότεροι προσέβλεπαν στον κρατικό προστατευτισμό, για να αναπτύξουν τις επιχειρήσεις τους. Οι λιγότεροι μιλούσαν από τότε για συνενώσεις και επενδύσεις, ώστε να καταστούν οι επιχειρήσεις τους ανταγωνιστικές. Το ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο σήμερα έχει αποδειχθεί, αλλά τότε ακόμη το μεγαλύτερο πρόβλημα του επιχειρείν και του παράγειν στο Βορρά ήταν η αρνητική στάση της κεντρικής διοίκησης της χώρας, η οποία αδιαφορούσε για τις εκτός της Αττικοβοιωτίας οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές. Στο δίλλημα, πάντως, ΕΖΕΣ ή ΕΟΚ η ελληνική κυβέρνηση απάντησε οριστικά το 1959, όταν κατέληξε στην εκτίμηση ότι η ΕΖΕΣ δεν κάλυπτε τα συµφέροντα της χώρας, που εντοπίζονταν στην εξαγωγή γεωργικών προϊόντων, και ειδικώς του καπνού, ο οποίος απέφερε το 80% του συναλλάγµατος. Στις 8 Ιουνίου του 1959 η Ελλάδα κατέθεσε αίτηση σύνδεσης µε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

Δύο πρόσωπα

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η ελληνική βιομηχανία είχε δύο πρόσωπα. Το 1956 η βιοµηχανική παραγωγή αυξήθηκε πανελλαδικά κατά 5%, αλλά ειδικά στη Μακεδονία µειώθηκε κατά 1%. Το 1957 η γενική αύξηση ήταν 8%, αλλά στη Μακεδονία το αποτέλεσµα ήταν και πάλι αρνητικό. Σε σύγκριση µε την προπολεµική περίοδο (1938=100) ο δείκτης βιοµηχανικής παραγωγής στη Μακεδονία είχε φτάσει µόλις στις 138 µονάδες, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα τις 195. Μικρό µόνον µέρος της διαφοράς αυτής προέκυψε στην περίοδο του εµφυλίου. Η ψαλίδα άνοιξε από το 1951 και έπειτα, παρά την θέσπιση δύο νόµων για την προστασία της επαρχιακής βιοµηχανίας, οι οποίοι φραστικώς περιόριζαν στο ελάχιστο την περαιτέρω επέκταση της βιοµηχανίας στην Αττική. Επρόκειτο για πλήρη αποτυχία της εφαρµοζόµενης βιοµηχανικής πολιτικής του ελληνικού κράτους για τους εξής δύο λόγους:
Πρώτον, διότι στην πράξη οι περιορισµοί για την Αττική δεν εφαρµόστηκαν. Ούτε υπήρχε πρόθεση να εφαρμοστούν. Να φανταστεί κανείς ότι το 1956 η κυβέρνηση είχε ετοιμάσει νομοσχέδιο –το οποίο τελικών δεν προχώρησε- με το οποίο καθόριζε τα χωρικά όρια της επαρχιακής βιομηχανίας –άρα και τα ευεργετήματα- στα 25 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας!   

Δεύτερον, εξαιτίας της σύνθεσης της μακεδονικής βιομηχανίας. Το 20% της παραγωγής της προερχόταν από την κατηγορία της διατροφής που, ενώ τα πρώτα µεταπολεµικά χρόνια ανέκτησε το µεγαλύτερο µέρος της προπολεµικής της δυναµικότητας, στη συνέχεια περιέπεσε σε στασιµότητα. Αλλά το κυριότερο πρόβληµα εστιαζόταν στην κλωστοϋφαντουργία. Το ήµισυ του προϊόντος της κατηγορίας αυτής προερχόταν από εριουργίες, νηµατουργίες και πλεκτήρια, κατηγορίες που περνούσαν µεγάλη κρίση µετά από την απελευθέρωση των εισαγωγών.



Ρεύμα και ισχυρή δραχμή

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η επέκταση του ηλεκτρικού δικτύου της ∆ΕΗ στη Θεσσαλονίκη άλλαξε ριζικά τα δεδοµένα της ενέργειας στη βιοµηχανία. Η χρήση πετρελαίου μειώθηκε κατά 405 το 1956 και ακόμη περισσότερο το 1957. Έτσι, το ζήτηµα της αντικατάστασης των καυσίµων από τον λιγνίτη έπαψε να υφίσταται και το ενδιαφέρον του Συνδέσμου στράφηκε προς την εξεύρεση ευνοϊκότερου τρόπου τιµολόγησης του ρεύµατος της ∆ΕΗ, ώστε να ανταποκρίνεται καλύτερα στα δεδοµένα της βιοµηχανίας.  
Εξάλλου, από το 1956, µε την αποκατάσταση της εµπιστοσύνης στη δραχµή, η χρυσή λίρα άρχισε να εγκαταλείπεται ως µέσο αποθησαυρισµού και οι ιδιωτικές καταθέσεις αυξήθηκαν στις τράπεζες. Ως εκ τούτου, διαμορφώθηκαν συνθήκες μεγαλύτερης ευχέρειας στην παραχώρηση βραχυπρόθεσµων πιστώσεων. Από το έτος εκείνο άρχισαν πάλι να χορηγούνται προεξοφλήσεις προς τις βιοµηχανικές εταιρείες, αλλά µε υψηλό επιτόκιο (17%). Η βιοµηχανία είχε βέβαια ανάγκη από τις βραχυπρόθεσµες πιστώσεις, όµως είχε ανάγκη και από µακροπρόθεσµες, προκειµένου να ανανεώσει και να εκσυγχρονίσει τις εγκαταστάσεις της. Στο µεταξύ, το 1954 είχε ιδρυθεί ο Οργανισµός Χρηµατοδοτήσεως Οικονοµικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ) ως Νοµικό Πρόσωπο Ιδιωτικού ∆ικαίου για να φροντίσει την είσπραξη των δανείων που είχε χορηγήσει η αµερικανική αποστολή και να επαναχορηγήσει τα κεφάλαια ως δάνεια µέσω τραπεζών.

Το ΕΛΚΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη

Το Μάιο του 1957 το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας (ΕΛΚΕΠΑ) έφερε στη Θεσσαλονίκη Αµερικανούς ειδικούς σε θέµατα διοίκησης επιχειρήσεων και πωλήσεων βιοµηχανικών προϊόντων και διοργάνωσε µε αυτούς σεµινάρια, σε συνεργασία µε τον Σύνδεσμο, τα οποία κλήθηκαν να παρακολουθήσουν οι διευθυντές και οι ανώτεροι υπάλληλοι των εργοστασίων. Τον Ιανουάριο του 1958 προβλήθηκαν εκπαιδευτικές κινηµατογραφικές ταινίες, µε θέµα βελτιωµένες µεθόδους λειτουργίας χυτηρίων, ενώ τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς έγινε ευρεία σύσκεψη φορέων, µε πρωτοβουλία του Συνδέσμου, µε σκοπό τη δηµιουργία παραρτήµατος του ΕΛΚΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη.