Skip to main content

Η οικονομία δεν μπορεί από μόνη της να λύσει το Σκοπιανό

Τα ερωτήματα που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια του διήμερου επιχειρηματικού φόρουμ στην ΠΓΔΜ και των επαφών Ελλήνων και Σκοπιανών επιχειρηματιών.

Η αποστολή που διοργάνωσε την περασμένη Παρασκευή και το Σάββατο στα Σκόπια ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος, με την υποστήριξη του αμερικανικού πανεπιστημίου Columbia, επαναφέρει στο προσκήνιο αρκετά θέματα. Η προσπάθεια του καθηγητή Ντέιβιντ Φίλιπς να συμβάλλει στην δημιουργία γεφυρών ανάμεσα στις δύο χώρες, προφανώς δοκιμάζεται σκληρά στην πράξη, αφού το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ δεν είναι απλώς πολύ σοβαρό και για τις δύο πλευρές, αλλά και εξαιρετικά πολύπλοκο. Επιπροσθέτως τα χρόνια που έχουν περάσει από το 1992 είναι πολλά, κάτι που αντικειμενικά δυσχεραίνει την εξεύρεση μιας συναινετικής, κοινά αποδεκτής λύσης, αφού πολλές από τις παραμέτρους του θέματος έχουν παγιωθεί. Η οικονομική και επιχειρηματική συνεργασία ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι εξ’ ορισμού ισχυρό κίνητρο, αλλά είναι αμφίβολο εάν στην προκειμένη περίπτωση μπορεί πέραν της δημιουργίας καλού και ήπιου κλίματος, να αποκτήσει τέτοια ορμή, ώστε να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις.   

Σε πολιτικό επίπεδο, στα ερωτήματα που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων και των επαφών του διημέρου στην πρωτεύουσα της ΠΓΔΜ, ο καθένας μπορεί να κάνει τις εκτιμήσεις του, αλλά μόνο η ζωή θα δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις. Σημειώστε: 

Πρώτον, αρκούν οι καλές προθέσεις για να λυθούν σοβαρά προβλήματα; Είναι δεδομένο ότι η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια επιθυμεί την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές οι δύο εξελίξεις απαιτούν τη συμφωνία της Ελλάδας, άρα  πρέπει να έχει προηγηθεί μια λύση στο θέμα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων. Επίσης, είναι γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση στα Σκόπια επιθυμεί τη βελτίωση των σχέσεων της με τους γείτονες, κάτι που αποδείχθηκε αφενός από την πρόσφατη υπογραφή της συμφωνίας καλής γειτονίας με τη Βουλγαρία και αφετέρου από την ορατή βελτίωση των σχέσεων της με την Αλβανία, μέσα σε λίγους μήνες. Μόνο που η εμπλοκή με την Ελλάδα, δηλαδή το όνομα της χώρας, είναι κάτι πολύ πιο ευαίσθητο και εξαιρετικά περίπλοκο, αφού άπτεται του εσωτερικού αφηγήματος για την ύπαρξη της χώρας. Οι φήμες για πρόθεση των Σκοπιανών να αλλάξουν κάποια ονόματα -το αεροδρόμιο και ο οδικός άξονας προς την Ελλάδα έχουν το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου- δεν έχουν καν επιβεβαιωθεί. Ακόμη, όμως, κι αν γίνουν πραγματικότητα δεν θα αποτελούν παρά μόνο κινήσεις καλής θελήσεως.

Δεύτερον, η βελτίωση των οικονομικών και επιχειρηματικών σχέσεων μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στο να ξεπεραστούν μεγάλης έντασης ζητήματα ανάμεσα σε δύο γειτονικές χώρες, όπως είναι αυτά που υπάρχουν ανάμεσα στην Ελλάδα και τα Σκόπια; Στην οικονομία, το εμπόριο, την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις η εμπιστοσύνη συνιστά βασική παράμετρο προόδου. Αντίθετα η καχυποψία αποτελεί αντικίνητρο, αφού τροφοδοτεί την επιφυλακτικότητα. Κατά το παρελθόν οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών έχουν δοκιμαστεί εξαιτίας εντάσεως άλλης φύσεως, με τελευταίο παράδειγμα την προ διετίας έξαρση του προσφυγικού και τις αθλιότητες που παρακολουθήσαμε με τον φράχτη στην Ειδομένη. Η ίδια ασταθής ισορροπία έχει αποδειχθεί και στις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, δύο κράτη με ώριμες οικονομίες και έμπειρες επιχειρηματικές κοινότητες. Κι όμως τα βήματα οικονομικής σύγκλισης ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου είναι διστακτικά, βασίζονται κυρίως στο εμπόριο και αποσταθεροποιούνται κάθε φορά που ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα επικρατεί ένταση. Η λογική των συμπληρωματικών οικονομιών εφαρμόζεται δύσκολα στα ταραγμένα Βαλκάνια. Πέραν τούτου, με δεδομένο το μικρό μέγεθος της σκοπιανής οικονομίας –το ΑΕΠ της χώρας είναι της τάξεως των 9 δισ. ευρώ και ο πληθυσμός δύο εκατομμύρια-, αλλά και την ολοκλήρωση τα προηγούμενα χρόνια ενός ευρύτατου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, το ελληνικό ενδιαφέρον καταγράφεται περιορισμένο. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας μας μπορούν σίγουρα να καλλιεργήσουν εμπορικές σχέσεις με τα Σκόπια, ενώ η Ελλάδα μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της παραγωγής στην ΠΓΔΜ. Προς το παρόν ευρωπαϊκά κεφάλαια γι’ αυτό το σκοπό υπάρχουν και οι Έλληνες μπορούν να συμβάλλουν με τεχνογνωσία σε διάφορους τομείς, από τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων μέχρι τον αγροτικό τομέα, τις κατασκευές και την διεθνοποίηση του εμπορίου της ΠΓΔΜ.     

Πέραν όλων αυτών των «γκρίζων» είναι βέβαιο ότι για τους κατοίκους των Σκοπίων η Βόρεια Ελλάδα εξακολουθεί να ασκεί γοητεία. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης διασφαλίζει διέξοδο στην περίκλειστη χώρα, ενώ κάθε χρόνο υπάρχουν περί το ένα εκατομμύριο αφίξεις Σκοπιανών, οι οποίοι έρχονται στη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική, στην Πιερία, στην Ασπροβάλτα και στη Θάσο για διακοπές, για ψώνια ή για να δουλέψουν. Ορισμένοι αγοράζουν ακίνητα –σε όλες τις χώρες υπάρχει οικονομική ελίτ. Και κάποιοι μιλούν συμπαθέστατα και «τραγουδιστά» τα ελληνικά. Αυτά δεν αλλάζουν. Φρόντισαν η ιστορία και η γεωγραφία. Όσο για τα υπόλοιπα ο χρόνος θα δείξει, σε όσους αντέξουν να περιμένουν.