Skip to main content

Οι ηρωικές προσπάθειες για τη λειτουργία των εργοστασίων στην Κατοχή

Από Voria.gr
Η κατάσταση της βιομηχανικής παραγωγής στη Βόρεια Ελλάδα στα χρόνια του ελληνοϊταλικού πολέμου και της Κατοχής - Ο ρόλος του ΣΒΒΕ

Πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 η ελληνική βιοµηχανία βρισκόταν ήδη σε δυσχερή θέση, λόγω δυσκολίας στην εξεύρεση πρώτων υλών. Από πολλές χώρες απαγορευόταν η εξαγωγή τους, από άλλες ήταν πρακτικώς αδύνατη η µεταφορά τους λόγω του ναυτικού πολέµου µεταξύ Άξονα και Συµµάχων, ενώ υπήρχε πάντοτε πρόβληµα ανεπάρκειας συναλλάγµατος, Οι παράγοντες αυτοί επιδεινώθηκαν την περίοδο του πολέμου της Αλβανίας και πήραν µορφή εφιάλτη µετά την κατάρρευση του µετώπου και την κατάληψη της Ελλάδας από τα γερµανικά στρατεύµατα. Η κατανάλωση των βιοµηχανικών προϊόντων εξάλλου περιορίστηκε σε µεγάλο βαθµό. Με αυτά τα δεδομένα, όπως αναφέρει ο συγγραφέας Ευάγγελος Χεκίμογλου στην έκδοση για τον πρώτο αιώνα του ΣΒΒΕ, εκείνη την περίοδο ο Σύνδεσμος χειρίστηκε τα προβλήµατα της βιοµηχανίας µέσα σε συνθήκες όχι µόνον πολεµικής οικονοµίας αλλά και ξενικής κατοχής.

Ελληνοϊταλικός πόλεμος

Μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 η οικονοµική κατάσταση στη Θεσσαλονίκη επιδεινώθηκε. Η στρατηγική σηµασία της πόλης στο εθνικό σύστηµα θαλάσσιων και οδικών µεταφορών, το µέγεθός της ως βιοµηχανικού και αστικού κέντρου και η γεωγραφική εγγύτητά της προς το µέτωπο έκαναν την πόλη µόνιµο στόχο βοµβαρδισµών από την ιταλική αεροπορία. Ο ανδρικός πληθυσµός επιστρατεύθηκε σε αναλογία µεγαλύτερη από την υπόλοιπη Ελλάδα, λόγω της γειτνίασης µε το µέτωπο. Για τον ίδιο λόγο, τα µεταφορικά µέσα δεσµεύτηκαν για τις στρατιωτικές ανάγκες. Στην περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέµου µε ενέργειες του Συνδέσµου συστάθηκε η Επιτροπή Ρυθµίσεως και Εποπτείας της Βιοµηχανικής Παραγωγής Μακεδονίας, σκοπός της οποίας ήταν «η εισήγησις των κατάλληλων διοικητικών ενεργειών και ληπτέων µέτρων διά την εξασφάλισιν της παραγωγής κατά πρώτον λόγον διά τον στρατόν και κατόπιν των αναγκαιούντων βιοµηχανικών προϊόντων διά τον πληθυσµόν». Ο πραγµατικός στόχος ήταν να προληφθεί η παύση της λειτουργίας των εργοστασίων, η οποία πράγµατι αποφεύχθηκε σε σηµαντικό βαθµό. Στα καθήκοντα της επιτροπής ήταν η εξασφάλιση πρώτων υλών, η εξεύρεση µέσων για τη µεταφορά πρώτων υλών και προϊόντων (διότι τα ιδιωτικά µέσα είχαν επιταχθεί, ενώ τα δηµόσια εξυπηρετούσαν κατά προτεραιότητα το στρατό), η αντιµετώπιση προβληµάτων που αφορούσαν το εργατικό προσωπικό των εργοστασίων (µεγάλο µέρος του οποίου είχε επιστρατευθεί µε αποτέλεσµα να λείπουν εξειδικευµένοι εργαζόµενοι), και τέλος η εξεύρεση λύσεων στα ζητήµατα των πιστώσεων και της πληρωµής των βιοµηχανικών προϊόντων που χορηγούνταν στο στρατό.

Η σκληρή Κατοχή  

Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερµανούς η Επιτροπή Ρυθµίσεως και Εποπτείας της Βιοµηχανικής Παραγωγής µετασχηµατίσθηκε με δύο στόχους: Την εξεύρεση και κατανοµή των πρώτων υλών και καυσίµων και την παρακολούθηση της παραγωγής των απαραίτητων ειδών και η κατανοµή τους ανάλογα µε τις ανάγκες. Η επιτροπή αυτή επέλυσε το ζήτηµα της εξασφάλισης ακάθαρτου πετρελαίου για την κίνηση των εργοστασίων, µε βάση πίνακα που συνέταξε και εγκρίθηκε από τις γερµανικές αρχές. Διέθεσε επίσης φυτικό λίπος στους παρασκευαστές µαγειρικού λίπους, νήµατα στην πλεκτοβιοµηχανία και υφαντουργία και ποσότητες σαπουνιού, σταφιδίνης, οινοπνεύµατος και λιγνίτη. Επίσης, στο πλαίσιο αποφάσεων της επιτροπής αυτής λειτούργησε κοινοπραξία των παραγωγών βαµβακερών ειδών πλεκτικής καθώς και κοινοπραξία σαπωνοποιών. Ενδιαφέρον για τη λειτουργία των εργοστασίων έδειξε, όπως ήταν φυσικό, η γερµανική διοίκηση, η οποία ζήτησε από τις βιοµηχανικές επιχειρήσεις να συµπληρώσουν µέσω του Συνδέσµου ερωτηµατολόγια για τον αριθµό των εργατών, το είδος των µηχανηµάτων, την παραγωγική ικανότητα των εγκαταστάσεων, κλπ.

Ατυχή µέτρα

Τον Ιανουάριο του 1942, δηλαδή στο ζενίθ του λιµού, συστήθηκε στη Γενική Διοίκηση η Διεύθυνση Επισιτισµού, η οποία έλαβε σειρά λανθασµένων µέτρων για την οικονοµία. Επί παραδείγµατι, καθιέρωσε την υποχρεωτική ανταλλαγή βιοµηχανικών προϊόντων και πρώτων υλών µεταξύ Μακεδονίας και Παλαιάς Ελλάδας. Δηλαδή, για να πουληθούν στη Νότια Ελλάδα βιοµηχανικά εµπορεύµατα που είχαν παραχθεί στη Μακεδονία, έπρεπε όχι µόνον να δώσει άδεια η εν λόγω Διεύθυνση, αλλά και να βρεθούν στη Νότια Ελλάδα εµπορεύµατα ίσης αξίας, που θα εισάγονταν στη Μακεδονία. Με άλλα λόγια, τέθηκαν οικονοµικά σύνορα µεταξύ γερµανοκρατούµενης Μακεδονίας και ιταλοκρατούµενης Νότιας Ελλάδας, καταργήθηκε η πώληση εµπορευµάτων και καθιερώθηκε ο αντιπραγµατισµός.

Η εποχή των συσσιτίων

Ήδη πριν από την έναρξη της Κατοχής, λόγω της ανεργίας και των επιστρατεύσεων, ένα µεγάλο τµήµα του πληθυσµού της Θεσσαλονίκης µπορούσε να εξασφαλίσει την ελάχιστη αναγκαία τροφή µόνον µέσω των συσσιτίων. Στις αρχές του ελληνοϊταλικού πολέµου, τα συσσίτια εξυπηρετούσαν 50.000 άτοµα ηµερησίως. Ο αριθµός αυτός δεν συµπεριελάµβανε όλους τους άπορους της πόλης και υποβάλλονταν συνεχώς αιτήµατα για να συµπεριληφθούν στους δικαιούχους και άλλες κατηγορίες του πληθυσµού. Μετά την Κατοχή οι άποροι επαυξήθηκαν από επίστρατους, που επέστρεψαν από το µέτωπο και δεν βρήκαν τις δουλειές τους, αλλά κυρίως από τους πρόσφυγες της βουλγαροκρατούµενης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η Γενική Διοίκηση επέβαλε στις επιχειρήσεις «εισφορές» µε τη µορφή υποχρεωτικών εράνων. Ρι Σεπτέμβριο του 1941 περίπου 80.000 υπολογίζονταν οι άποροι, δηλαδή το ένα τρίτο του πληθυσµού της Θεσσαλονίκης. Η κυβέρνηση κάλυπτε λιγότερο από το ένα τέταρτο της δαπάνης για τα συσσίτια, τα οποία κινδύνευαν να σταµατήσουν διότι δεν είχαν εξοφληθεί τα χρέη στους αρτοποιούς. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους οριστικοποιήθηκε ο κατάλογος των εισφορών των βιοµηχάνων. Στο µεταξύ, ο δείκτης θνησιµότητας (αριθµός θανάτων ανά 1.000 κατοίκους) αυξήθηκε από 15 το 1940 σε 17,5 το 1941, και έφτασε σε 40,5 το 1942. Πολλές οργανώσεις οργάνωσαν συσσίτια για τα άπορα παιδιά. Στις 11 Φεβρουαρίου 1942, παρουσιάστηκε κοινό σχέδιο οργάνωσης συσσιτίων εκ µέρους του ΣΒΜΘ και του Εµπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ο οποίος μπορούσε να βρει τρόφιμα. Τη µεταφορά των τροφίµων ανέλαβε ο Ερυθρός Σταυρός και την υπηρεσία οι εθελόντριες Ερυθροσταυρίτισσες. Ήταν µία γενναία απόφαση, δεδοµένου ότι τα περισσότερα εργοστάσια είτε είχαν διακόψει είτε υπολειτουργούσαν, ενώ πολλά µέλη αδυνατούσαν να πληρώσουν τις συνδροµές τους. Το πρώτο συσσίτιο λειτούργησε σε κτίριο στη γωνία των οδών Αγίας Σοφίας και Φιλίππου -ίσως στο Πειραµατικό Σχολείο. Στη συνέχεια, λειτούργησαν άλλα δύο συσσίτια, σε άλλες περιοχές της πόλης. Την επιλογή των παιδιών που σιτίζονταν έκανε ο Ερυθρός Σταυρός. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου που πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαΐου, ειπώθηκε εμφατικά ότι οι βιοµήχανοι είχαν υποχρέωση να πολεµήσουν «το πολύµορφον τέρας της πείνης».