Skip to main content

Η κλιματική αλλαγή ευκαιρία και για οικονομική ανάπτυξη στη Β. Ελλάδα

Η «πράσινη οικονομία» είναι εξ’ ανάγκης μία από τις big business του 21ου αιώνα και η χώρα δεν μπορεί να μείνει απ’ έξω.

Η έρευνα της ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα και την ελληνική οικονομία, που δημοσιεύθηκε το περασμένο Σάββατο, αξίζει τον κόπο να ληφθεί σοβαρά υπόψιν. Όχι μόνο διότι την υπογράφουν έγκριτοι επιστήμονες, οι οποίοι προφανώς αναλαμβάνουν την ευθύνη των εκτιμήσεων τους, αλλά κυρίως διότι είναι αρκετά λεπτομερής. Τόσο συγκεκριμένη που κανείς δεν μπορεί να την προσπεράσει, εκτός ίσως από τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ.

Ειδικά για την περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας οι εκτιμήσεις είναι άκρως ανησυχητικές. Από τη στάθμη του νερού της θάλασσας, που απειλεί ολόκληρη την παράκτια ζώνη, μέχρι τις εκβολές του Αξιού, που αναμένεται να πλημμυρίσουν αφανίζοντας για πάντα χιλιάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης τα δεδομένα δείχνουν ότι οι αλλαγές μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα ενδέχεται να είναι τεκτονικές. Και θα είναι, εκτός και αν για μια φορά στην Ελλάδα υπάρξει έγκαιρη κινητοποίηση, λήψη και υλοποίηση μέτρων, τα οποία θα συμβάλλουν στην ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από την άνοδο της θερμοκρασίας στον πλανήτη. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο πολύπλοκα, αν σκεφτεί κανείς ότι η παραγωγή τροφίμων στον πλανήτη θα πρέπει να αυξηθεί θεαματικά τις επόμενες λίγες δεκαετίες, αφού σχετικά σύντομα τα 7,5 δισ. του σημερινού πληθυσμού της γης εκτιμάται ότι θα φτάσει τα δέκα δισ. Κι αυτό την ώρα που το έδαφος του πλανήτη που είναι απαραίτητο για τις καλλιέργειες, που αποτελούν την πρώτη ύλη των τροφίμων, μειώνεται όχι μόνο από φυσικά αίτια –για παράδειγμα η διάβρωση των ακτών-, αλλά και από την αξιοποίηση της γης από τους ανθρώπους, οι οποίου ξεχερσώνουν χωράφια για να φτιάξουν οικόπεδα.

Όλα αυτά δείχνουν ότι τα ανθρώπινα συστήματα και η οικονομία εισέρχονται με γρήγορους ρυθμούς σε μια νέα φάση, κατά την οποία αναθεωρούνται πολλά. Όπως φαίνεται μόνο η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν να δώσουν τη λύση και να βοηθήσουν τον άνθρωπο να αποδείξει ότι επιβίωσε στη Γη επειδή μπορούσε να προσαρμοστεί. Για την Ελλάδα –και ειδικότερα τη Βόρεια Ελλάδα- οι δύσκολες αυτές προοπτικές είναι δυνατόν να αποδειχθούν ευκαιρία. Η χώρα τα τελευταία 100 και περισσότερα χρόνια έχει χάσει κάθε είδους αναπτυξιακή επανάσταση. Από τη βιομηχανική στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι την επανάσταση της πληροφορικής τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα παραμένει ουραγός. Επιδεικνύει μία άνευ δικαιολογίας ακινησία, ενώ λόγω των προβλημάτων της θα έπρεπε να είναι στην αιχμή των σύγχρονων τάσεων στην παραγωγή. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των εννοιών της καινοτομίας και της κυκλικής οικονομίας, τα οποία συζητιούνται εντόνως σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά στην πράξη γίνονται ελάχιστα. Διότι ούτε το κράτος ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως να προωθήσει και να στηρίξει κάποιες πραγματικά καινούριες, αλλά αποδεδειγμένα αποτελεσματικές πρακτικές, ούτε οι επιχειρηματίες –εκτός εξαιρέσεων- ποντάρουν πολλά σε επενδύσεις που ξεφεύγουν από την παράδοση.

Η Ευρώπη –και η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη- έχει επιλέξει την οδό της καινοτομικής και φιλικής προς το περιβάλλον επιχειρηματικότητας σε όλους τους τομείς δραστηριότητας. Από τα τρόφιμα και την ενέργεια, μέχρι τις μεταφορές και τον τουρισμό το περιβαλλοντικό αποτύπωμα είναι αντικείμενο ελέγχου, με στόχο τον περιορισμό του. Πρόκειται για πεδία ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος για την Κεντρική Μακεδονία και το υπόλοιπο βορειοελλαδικό τόξο. Η «πράσινη οικονομία» είναι εξ’ ανάγκης μία από τις big business του 21ου αιώνα και η χώρα δεν μπορεί να μείνει απ’ έξω, όχι μόνο για οικονομικούς, αλλά και για λόγους αυτοσυντήρησης. Τα δεδομένα υπάρχουν, αφού –για παράδειγμα- μόνο στη Θεσσαλονίκη πολλοί είναι οι πρωτοπόροι και οι καινοτόμοι επιστήμονες και επιχειρηματίες, τους οποίους αξιοποιούν συστήματα του εξωτερικού, αλλά όχι οι εγχώριες δυνάμεις. Γι’ αυτό άλλωστε πολλοί από αυτούς στα χρόνια της κρίσης μετανάστευσαν ή σκέφτονται να φύγουν και να δώσουν τα φώτα τους αλλού.