Skip to main content

Η παγίδα του Τσίπρα και οι κίνδυνοι για τη ΝΔ και τη δημοκρατία

Η ΝΔ με το να υπερασπίζεται «αξίες» τρίτων, εμφανίζεται σαν να μην έχει η ίδια δικές της αξίες. 'Αρθρο του Δημήτρη Γαλαμάτη στη Voria.gr

του Δημήτρη Γαλαμάτη*

Η ΝΔ παρέμεινε σταθερά ο ένας πολιτικός πόλος στα χρόνια της κρίσης, ενώ το πέρασμα της συρρίκνωσε το ΠΑΣΟΚ και ανέδειξε το ΣΥΡΙΖΑ ως τον άλλο πόλο. Παρόλα αυτά από το 2009 μέχρι και σήμερα, στις τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις που μεσολάβησαν, η ΝΔ δεν κατάφερε να φτάσει και να ξεπεράσει το 30%, ενώ σε μία εκλογική αναμέτρηση, το 2012, κατέγραψε το ιστορικό χαμηλό της στο 18%. Μέχρι και σήμερα υψηλότερη εκλογική της επίδοση είναι το 34% του 2009, τότε που όλο το σύστημα της διαπλοκής έδωσε τα ρέστα του για να ισοπεδώσει τον Καραμανλή, τα στελέχη της, αλλά και την ίδια συνολικά.

Από το 2009 και μετά, η ΝΔ δεν μπόρεσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μεγάλων κοινωνικών συμμαχιών κι αυτό γιατί έδειξε πως δεν ήθελε τόσο να αυξήσει την εκλογική της δύναμη απευθυνόμενη στο κοινωνικό σώμα αλλά, αξιοποιώντας τον εκλογικό νόμο και τα μπόνους υπέρ του πρώτου κόμματος, να την διευρύνει γεμίζοντας απλώς τα βουλευτικά έδρανα που της έλειπαν με συμφωνίες κορυφής με άλλα κόμματα, ώστε να βρίσκεται σταθερά στη διακυβέρνηση του τόπου. Έτσι παραμέρισε ιστορικές πολιτικές διαφωνίες, ακόμη και χρόνιες αντιπαραθέσεις κορυφαίων στελεχών της με τα στελέχη κυρίως του ΠΑΣΟΚ και απομακρύνθηκε σταδιακά από τις θεμελιώδεις αρχές της και από το γράμμα και το πνεύμα της ιδρυτικής της διακήρυξης, που τα θυσίασε στο βωμό της κατοχής της εξουσίας.

Αυτός είναι ίσως ένας από τους λόγους που η κεντροδεξιά παράταξη, παρά την ανθεκτικότητά της όλα αυτά τα χρόνια, είτε βρίσκονταν στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση, δεν κατάφερε να καταστήσει τη θέση της δεσπόζουσα στην πολιτική σκηνή. Υπήρξαν μάλιστα στιγμές που η ΝΔ έμοιαζε περισσότερο να νοιάζεται για τη σωτηρία και την επιβίωση του ΠΑΣΟΚ παρά για τη δική της πολιτική κυριαρχία στον τόπο.

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας και η μέχρι τώρα αποτυχημένη πορεία του μπορεί να απομυθοποίησε στα μάτια των πολιτών την αριστερά, το μοναδικό κομμάτι του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος που μέχρι το 2015 δεν είχε κυβερνήσει τον τόπο, δεν οδήγησε όμως μέχρι και σήμερα στη δημιουργία ενός πλειοψηφικού κοινωνικού ρεύματος προς τον άλλο πόλο τη ΝΔ, παρά τη μεγάλη δημοσκοπική διαφορά των δύο κομμάτων υπέρ της ΝΔ, εδώ και πάρα πολλούς μήνες. Είναι τόσα τα λάθη και οι αστοχίες της κυβέρνησης και τόσα τα οικονομικά βάρη που προσέθεσε στα ελληνικά νοικοκυριά, προκειμένου να υποστηρίξει την πολιτική της μετάλλαξη και την προσαρμογή της στους αρμούς της αστικής δημοκρατίας, ώστε πολύ πριν την ολοκλήρωση της τετραετίας οι πολίτες να δείχνουν αποφασισμένοι να την αλλάξουν.

Την ίδια όμως στιγμή δεν φαίνεται να στρέφονται με την ίδια ζέση προς τη ΝΔ. Το «δεν με νοιάζει ποιοι θα βγουν, αρκεί να μην ξανακυβερνήσουν αυτοί» που διαπερνούσε τη χώρα από στόμα σε στόμα το Γενάρη του 2015 κι έκανε τον Τσίπρα πρωθυπουργό, σήμερα διαμορφώθηκε στο «εντάξει, αυτοί μας κορόιδεψαν, πρέπει να φύγουν, αλλά και τους άλλους τους είδαμε...». Σε αυτό ακριβώς το «αλλά» πρέπει να απαντήσει η ΝΔ, καθώς εκεί είναι κρυμμένη η διστακτικότητα των πολιτών να την εμπιστευτούν και να της δώσουν ξανά ισχυρή εντολή διακυβέρνησης. Δεν πρέπει να δίνει την εντύπωση πως έχει επαναπαυτεί από τη φθορά της κυβέρνησης, πολλές φορές μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εμφανίζει απροθυμία εκπομπής ενός στιβαρού, αποφασιστικού και ελπιδοφόρου μηνύματος και σχεδίου για το αύριο της χώρας.

Ο Τσίπρας από την άλλη πλευρά επέλεξε ως στρατηγική του να στριμώξει τη ΝΔ στις δεξιές άκρες του πολιτικού εκκρεμούς, χρεώνοντας την αναχρονισμό και ακροδεξιό φλέρτ. Επιχειρεί να κερδίσει τα μετριοπαθή και απαλλαγμένα από ιδεολογικές δεσμεύσεις ακροατήρια, που κρατούν μεγάλη απόσταση από ακραία αφηγήματα. Η υποχώρηση των πελατειακών σχέσεων, που κυριάρχησαν στη δημόσια σφαίρα την περίοδο προ της κρίσης, με συνέπεια το σπάσιμο των δεσμών που κρατούσαν εγκλωβισμένη στην κομματική μέγγενη μεγάλη μερίδα πολιτών, διαμόρφωσε μία νέα κατάσταση, όπου οι περισσότεροι πολίτες πλέον επιλέγουν να ψηφίσουν όχι με ψήφο ανταπόδοσης, αλλά με άλλα κριτήρια. Και αυτό αποτελεί ένα ακόμη γεγονός που επίσης δείχνει να εκμεταλλεύεται η στρατηγική του πρωθυπουργού.

Η ΝΔ σε αρκετές περιπτώσεις έδειξε να παγιδεύεται κι έτσι εν τέλει να εξυπηρετεί τον κυβερνητικό σχεδιασμό, με το να ταλαντεύεται στη δημόσια έκφρασή της, σε αρκετά ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Έδειξε κάποιες φορές να επιλέγει στάση και να διατυπώνει θέσεις που περισσότερο ικανοποιούσαν τις προτροπές και τις πιέσεις κάποιων όψιμων υποστηρικτών της από το χώρο της πολιτικής, της διανόησης και της δημοσιογραφίας, πολλοί εκ των οποίων μάλιστα υπήρξαν διαχρονικά από τους πιο εμπαθείς και σκληρούς πολέμιούς της, παρά να τοποθετηθεί με θάρρος, περηφάνια και αυτοπεποίθηση στη βάση των θέσεων και των απόψεων της ή ακόμη και της δικής της ιστορικής διαδρομής.

Επέλεξε να προσεγγίσει μεγάλες κοινωνικές ομάδες με όρους ψηφοθηρίας κάνοντας διαχείριση προσώπων, αντί να επιχειρήσει να διαμορφώσει κοινωνικά ρεύματα απλώνοντας τον ιδεολογικό και αξιακό της πλούτο για την πατρίδα και τους πολίτες της. Έτσι χωρίς να πάρει ξεκάθαρη θέση για το σκοπιανό, αφήνοντας μάλιστα να υπονοείται ότι έχει εγκαταλείψει την εθνική γραμμή του 2008, προτίμησε να μεταφέρει την κουβέντα στη χρησιμότητα των συλλαλητηρίων, ώστε να πάρει τα διαπιστευτήρια μιας πατριωτικής παράταξης μέσω της συμμετοχής των βουλευτών της σε αυτά.

Επέλεξε να πάρει πιστοποιητικά πατριωτισμού από τους αμετροεπείς οργανωτές και ομιλητές των συλλαλητηρίων, που πάνω από την εξέδρα κραύγαζαν κατά των ελλήνων πολιτικών. Αντί να πάρει σαφή θέση σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σεβασμού της διαφορετικότητας, κάτι που αποτελεί τον πυρήνα της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης που η ΝΔ διαχρονικά υπηρετεί, επέλεξε να αναδείξει την ταυτότητά της με επικοινωνιακές κινήσεις συμβολισμού.

Έτσι δεν τοποθετήθηκε ευθέως κατά τη συζήτηση και ψήφιση των νομοσχέδιων για το σύμφωνο συμβίωσης και την αναδοχή, αφήνοντας τους βουλευτές της να ψηφίσουν κατά συνείδηση, ενώ θεώρησε ότι ανέδειξε την ταυτότητά της αποστέλλοντας πολυπρόσωπη αντιπροσωπεία στελεχών της στο gay pride μπροστά από τη Βουλή. Υπέκυψε στην πλάνη της προτροπής «δεν πρέπει να χαρίσουμε όλο αυτόν τον κόσμο στον Τσίπρα» αντί να ξεδιπλώσει το γνήσιο φιλελεύθερο πολιτικό της λόγο συνολικά για ζητήματα σεβασμού της διαφορετικότητας.

Κάτι παρόμοιο συνέβη και μετά τη στήριξη Τσίπρα στο Μπουτάρη. Αντί να απαντήσει με αυστηρότητα στις προσβολές του πρωθυπουργού και του δήμαρχου περί σχέσης της με παρακράτος και φασιστοειδή στοιχεία στην πόλη, προβάλλοντας τη διαχρονική της απαξία για όλα αυτά τα υποκείμενα, κάτι που από την περίοδο Καραμανλή είχε ήδη δημόσια διατυπωθεί με τη σαφή δήλωση ότι «η ΝΔ δεν συνεργάζεται με τα άκρα», θεώρησε ότι ανέδειξε την ταυτότητά της με τη διαγραφή του δήμαρχου Καμπόσου για όσα εκστόμισε, λες και οι δηλώσεις του κάθε νεοδημοκράτη δήμαρχου αποτελούν θέσεις ή απόψεις της ίδιας της παράταξης.

Με λίγα λόγια η ΝΔ με το να υπερασπίζεται «αξίες» τρίτων, εμφανίζεται σαν να μην έχει η ίδια δικές της αξίες. Η επιλογή αυτή την απομακρύνει από τα μεγάλα κοινωνικά ακροατήρια, μέρος των οποίων αποτελούν τον παραδοσιακό της κόσμο κι έτσι εκτός του ότι εμφανίζεται καθηλωμένη σε δημοσκοπικά ποσοστά που δεν συνιστούν κοινωνικό ρεύμα απαλλαγής της κυβέρνησης, ανοίγει την όρεξη σε πολλούς θιασώτες των άκρων του πολιτικού φάσματος, που εμφανίζονται ως οι γνήσιοι εκφραστές αυτών των «αξιών» που η ΝΔ πιεζόμενη ακολουθεί και με αυτό τον τρόπο αυξάνεται ο κίνδυνος την εκλογικής ενδυνάμωσης τους.

Αυτό τον κίνδυνο φαίνεται πως δυστυχώς τελικά τον ενισχύει και ο τυχοδιωκτικός πολιτικός βηματισμός του πρωθυπουργού, ο οποίος στην αγωνία του να σπιλώσει τη κεντροδεξιά παράταξη με τη μομφή της παράταξης που φιλοξένει ή αγκαλιάζει μισαλλόδοξα, ρατσιστικά και φασιστικά στοιχεία, δίνει αξία και υπόσταση σε θλιβερές μειοψηφίες, που ξαφνικά αισθάνονται σημαντικές, αφού ο πρωθυπουργός της χώρας τις υποδεικνύει ως δυνητικούς και υπαρκτούς εχθρούς της δημοκρατίας, κι έτσι τους υποβοηθά στο να κάνουν το χυδαίο λόγο τους πιο δημοφιλή.

Η κεντροδεξιά παράταξη της ευθύνης δεν πρέπει να παρασυρθεί από τον αριβισμό του πρωθυπουργού, που τελικά δεν αποτελεί απλώς κίνδυνο για τη Νέα Δημοκρατία μόνο, αλλά και για την ίδια τη δημοκρατία. Οφείλει να αναγνωρίσει τα λάθη στα οποία μοιραία υπέπεσε μετά από μια υπερδεκαετή πρωταγωνιστική παρουσία στα πολιτικά πράγματα της χώρας, να εκπέμψει με πειθώ τις επεξεργασμένες από χρόνια θέσεις της για τα μεγάλα ζητήματα του τόπου, να προετοιμάσει με σοβαρότητα ένα εφαρμόσιμο σχέδιο για τη χώρα από τον Αύγουστο και μετά, να το παρουσιάσει στους πολίτες και με αυτά τα εφόδια να ζητήσει τη μεγαλύτερη δυνατή στήριξή τους.

Θα πρέπει να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις της πολιτικής της ηγεμονίας όχι βασιζόμενη σε μεταγραφές περιφερόμενων πολιτευτών από όλο το πολιτικό φάσμα που τους προσφέρει σανίδα ατομικής πολιτικής σωτηρίας, ούτε χτίζοντας εκ των προτέρων πολιτικές συμμαχίες με άλλους κομματικούς σχηματισμούς και φυσικά ούτε με το να προσπαθεί να γίνεται αρεστή σε διάφορους νεόκοπους υποστηρικτές της, που υστερόβουλα προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα - για δεκαετίες ολόκληρες - ανεκπλήρωτα και απορριπτέα από τους πολίτες δόγματά τους, αλλά με καθαρά πολιτικούς όρους να μιλήσει στην καρδιά και το μυαλό όλων των Ελληνίδων και των Ελλήνων και να καταστήσει τη μεγάλη πλειοψηφία τους συμμάχους της στην προσπάθεια για την ανάταξη και την προκοπή της πατρίδας.

*Ο Δημήτρης Γαλαμάτης είναι πρώην Βουλευτής, μέλος της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας