Skip to main content

Οι πολιτικοί «πληρώνουν» το Δημόσιο που οι ίδιοι δημιούργησαν

Δυστυχώς ο πρωθυπουργός και ο συνεταίρος του δεν θα μπορέσουν να κυβερνήσουν, ακόμη κι αν το θέλουν. Γράφει ο Γιώργος Μητράκης.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στην αφετηρία της, που ταυτόχρονα είναι και γραμμή συνέχειας, αφού οι εκλογές της περασμένης Κυριακής δεν άλλαξαν τους συσχετισμούς σε επίπεδο κορυφής. Πολλοί, μάλιστα, υπουργοί θα παραμείνουν στην κυβέρνηση, ορισμένοι στις ίδιες θέσεις που κατείχαν. Άρα εκπλήξεις δεν μας περιμένουν κι αυτό δεν είναι καλό, αφού το πρώτο επτάμηνο της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου υπήρξε αντιπαραγωγικό στο εσωτερικό, κάτι που ομολογούν εμμέσως και οι ίδιοι, όταν λένε «ώρα να κυβερνήσουμε».

Δυστυχώς για όλους εμάς ο πρωθυπουργός και ο συνεταίρος του στη συγκρότηση του κυβερνητικού μπλοκ δεν θα μπορέσουν να κυβερνήσουν, ακόμη κι αν το θέλουν. Κι αυτό διότι εναγκαλιζόμενοι με βάση την ιδεολογία τους τον δημόσιο τομέα, υπονομεύουν ταυτόχρονα κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια που πιθανόν να ήθελαν να κάνουν. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, απλώς ζει σε άλλη χώρα. Διότι ναι μεν η συνολική εικόνα της Ελλάδας είναι απογοητευτική, αλλά πουθενά η στασιμότητα δεν είναι τόσο εμφανής, όσο στον άκρως κομματικοποιημένο δημόσιο τομέα. Μικρή σημασία έχει αν το σύστημα στις δημόσιες υπηρεσίες ήταν κάποτε μπλε, κάποτε πράσινο και τώρα κόκκινο. Εκείνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα, που διαμορφώνεται με βάση τη διάθεση των στελεχών και όχι με γνώμονα ανάγκες και στόχους. Για να είμαστε δίκαιοι: πολλοί υπουργοί στο παρελθόν προσπάθησαν φιλότιμα και πολλοί  εργαζόμενοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα της κοινωνίας για εκσυγχρονισμό και καλύτερη απόδοση. Στο τέλος, όμως, της ημέρας το αποτέλεσμα ήταν φτωχό. Τόσο φτωχό, που οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές αναρωτήθηκαν αν άξιζε τον κόπο η προσπάθεια.  

Σήμερα για να γίνει κάτι ουσιαστικό –για παράδειγμα να προχωρήσει γρηγορότερα το εγκεκριμένο ΕΣΠΑ- χρειάζεται δυναμική παρέμβαση του υπουργού, ο οποίος αν θέλει να κάνει τη δουλειά του πρέπει να ασχοληθεί με το παραμικρό. Με την παραχώρηση ενός ακινήτου από έναν δημόσιο φορέα σε κάποιον άλλο. Με την έκδοση μιας απόφασης που ρυθμίζει ζητήματα, τα οποία προβλέπονται σε ψηφισμένους νόμους. Με τη μετακίνηση ενός υπαλλήλου σε ένα άλλο πόστο, όπου θα είναι πιο χρήσιμος. Με τη συγκρότηση μιας επιτροπής, που επίσης προβλέπεται από νόμο. Με τη διεξαγωγή ενός διαγωνισμού. Με την αιτιολόγηση μιας μικροδαπάνης. Με τα πάντα.

Προφανέστατα το θέμα του ελληνικού δημοσίου, όπως αναδείχθηκε στα χρόνια των μνημονίων, είναι πολιτικό. Όχι κομματικό. Το θέμα δεν είναι ο Τσίπρας και ο Καμένος, αλλά η αντίληψη που έχουν καλλιεργήσει τα ελληνικά κόμματα από τη θέση της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης στην κοινωνία για τον δημόσιο και –σε αντιδιαστολή- για τον ιδιωτικό τομέα. Όταν στις 20 ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας κανείς από τους δύο νικητές των εκλογών, αλλά ούτε και κανένας άλλος, δεν θέλησε να κάνει αναφορά στους 1,2 εκατομμύρια ανέργους του ιδιωτικού τομέα, ούτε να καταθέσει προτάσεις για την πραγματική οικονομία, ο καθένας αντιλαμβάνεται τις προτεραιότητες και την ιεράρχηση.

Για τη Θεσσαλονίκη αυτή η διάρθρωση είναι καταστροφική. Διότι στην πρωτεύουσα με τα υπουργεία, τις επαφές, ακόμη και τη διαπλοκή υπάρχουν έστω κάποιες διέξοδοι που αφορούν το κράτος και τις ανάγκες ή τις πολυτέλειες του. Αλλά στην περιφέρεια, η οποία ζει και αναπνέει με την παραγωγή και την αγορά, δημιουργούνται αδιέξοδα, τα οποία τελικά πληρώνουν οι εργαζόμενοι με ανεργία και η κοινωνία με τη φτωχοποίησή της.