Skip to main content

Η πραγματική αξία των ιδιωτικοποιήσεων σε Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική

Όσα επισημαίνουν οι εργαζόμενοι του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, μπορεί να είναι σωστά από λογιστική άποψη, αλλά ταυτόχρονα έχουν μικρή σημασία.

Με αφορμή την ιδιωτικοποίηση της ΟΛΘ ΑΕ και τον έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης από κοινοπραξία ιδιωτών είναι μια καλή ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα ζητήματα, που αφορούν τις αποκρατικοποιήσεις και την περίφημη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Κυρίως, ότι η πράξη πώλησης περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου δεν κρίνεται αποκλειστικά από το τίμημα που θα καταβληθεί. Στην πραγματικότητα –τόσο πριν από το 2009, όσο και στα χρόνια των Μνημονίων-, η τιμή με την οποία το δημόσιο αποφασίζει μετά από διαγωνισμό να πουλήσει μια έκταση, μια υποδομή, κάποιες μετοχές που ενδεχομένως κατέχει, οτιδήποτε είναι δευτερεύον θέμα. Απλούστατα, διότι αυτά τα χρήματα δεν παράγουν τίποτα: πριν από το 2009 το πιθανότερο είναι να τροφοδοτούσαν περισσότερες σπατάλες, ενώ στα χρόνια των Μνημονίων πηγαίνουν απευθείας στον κουμπαρά για τη μείωση του δημοσίου χρέους.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση η κοινωνία ούτε τα βλέπει ούτε τα αισθάνεται. Το μείζον στην περίπτωση αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα είναι τι θα γίνει την επόμενη ημέρα και τα επόμενα 50 χρόνια. Διότι βασικός στόχος είναι η αξιοποίηση της περιουσίας και η αποδοτικότερη διαχείριση της. Για παράδειγμα, μία έκταση στην Χαλκιδική, ακόμη κι αν βρίσκεται σε απολύτως προνομιακό σημείο, δεν έχει ουσιαστική αξία όσο παραμένει ανενεργή και παρατημένη. Έχει, βέβαια, μια δυνητική αξία, με την προϋπόθεση ότι κάποιος θα δουλέψει για να την αναδείξει. Εάν, δηλαδή, επενδυθούν χρήματα και υπάρξει τουριστική ή άλλη δραστηριότητα που θα δημιουργεί πλούτο και θέσεις εργασίας. Με την έμμεση και άμεση φορολογία το κράτος έτσι κι αλλιώς κερδισμένο θα βγει. Όσο, μάλιστα, μακροβιότερη αποδειχθεί η δραστηριότητα, τόσο περισσότερο κερδισμένα βγαίνουν τα δημόσια ταμεία, που εισπράττουν διαρκώς, αλλά και η κοινωνία, δια της προσφοράς εργασίας. Μια τουριστική υποδομή που θα δουλέψει για 40 ή 50 χρόνια έχει σημασία, όχι το τίμημα αγοράς του οικοπέδου.

Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για μια υποδομή, όπως είναι το λιμάνι ή η Εγνατία Οδός. Εκείνο που κανονικά πρέπει να ενδιαφέρει το δημόσιο δεν είναι τόσο τα εφάπαξ χρήματα που θα εισπράξει –έστω κι αν πρόκειται για μερικές εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ-, αλλά η ανάπτυξη των εργασιών. Εν προκειμένω τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα: στο μεν λιμάνι ενδιαφέρει η αύξηση της διακίνησης φορτίων, στόχος που μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνο με συγκεκριμένες επενδύσεις. Στη δε Εγνατία η αύξηση της μεταφορικής κίνησης οχημάτων, ανθρώπων και φορτίων.  

Τα πράγματα είναι απλά και κρυστάλλινα για όσους ενδιαφέρονται για την ουσία και όχι για τις εντυπώσεις ή την πολιτική διαχείριση. Οι Έλληνες είμαστε σίγουροι ότι η χώρα μας είναι το καλύτερο οικόπεδο, ένα μαγαζί – γωνία. Όπως επίσης και ότι κατέχουμε ασημικά, τα οποία κάποιοι εποφθαλμιούν να μας πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί. Ισχύουν αυτά, με δύο προϋποθέσεις: Ότι δε βασιζόμαστε στον αυτόματο πιλότο με τον οποίο κινείται ο κρατικός μηχανισμός στα περίπου 200 χρόνια ιστορίας του νεοελληνικού κράτους και ότι γνωρίζουμε πως θα κάνουμε μια δουλειά κερδοφόρα. Επειδή, όμως, το ελληνικό δημόσιο κινείται εν πολλοίς στον αυτόματο πιλότο, ενώ δεν διαθέτει καμία επιχειρηματική ευχέρεια, καλό είναι να περιοριστεί στις βασικές του λειτουργίες, δηλαδή στην παιδεία, στην υγεία, στην ασφάλεια, στην άμυνα, στη θέσπιση και τον έλεγχος των κανόνων, την ευνομία και ορισμένα άλλα καθήκοντα υψίστης σημασίας.

Τα υπόλοιπα ας τα εκχωρήσει σε ιδιώτες, χωρίς να ενδιαφέρεται και τόσο για το εφάπαξ τίμημα, αλλά για το μακροπρόθεσμο κέρδος. Φυσικά με ρήτρες και έλεγχο. Θεωρητικά ακόμη κι ένα ευρώ να πουλιόταν το 67% των μετοχών της ΟΛΘ ΑΕ η κίνηση από την πλευρά του δημοσίου θα ήταν επιτυχής, εάν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης «απογειωνόταν» σε εύλογο διάστημα με εκτόξευση της διακίνησης, αύξηση των παράπλευρων εργασιών, ενίσχυση των υποδομών, αύξηση της απασχόλησης. Εάν όλα αυτά δεν συμβούν, τα 230 και κάτι εκατομμύρια που θα καταβληθούν –ακόμη κι αν ήταν περισσότερα- θα αποτελούσαν μικρή παρηγοριά  και κανέναν απολύτως λόγο να πανηγυρίζουν όσοι υπογράψουν από τη θέση του πωλητή.

Με αυτά υπόψιν όσα επισημαίνουν το τελευταίο διάστημα οι εργαζόμενοι του λιμανιού της Θεσσαλονίκης για τα δυνητικά οφέλη που έχασε τα τελευταία χρόνια η ΟΛΘ ΑΕ εξαιτίας των εντολών του ΤΑΙΠΕΔ, που είναι ο μεγαλομέτοχος της εταιρείας, μπορεί να είναι σωστά από λογιστική άποψη, αλλά ταυτόχρονα έχουν μικρή σημασία. Το έργο κράτος – επιχειρηματίας στην Ελλάδα το έχουμε δει και είναι αποτυχημένο. Φυσικά δραστηριότητες όπως –για παράδειγμα- το λιμάνι, το αεροδρόμιο, η παροχή νερού και αποχέτευσης, η διαχείριση ενός εκθεσιακού κέντρου στην «καρδιά» της Θεσσαλονίκης είναι κερδοφόρες. Αυτό έλειπε να μην είναι, αφού στην ουσία πρόκειται για φυσικά ή οιονεί φυσικά μονοπώλια. Το ζήτημα είναι εάν οι συγκεκριμένες δραστηριότητες από εδώ και πέρα –κοιτάζοντας το παρελθόν πιθανόν θα βάλουμε τα… κλάματα γι’ αυτό ας το αφήσουμε στην άκρη, έτσι κι αλλιώς ο χρόνος δε γυρίζει πίσω- με τη διαχείριση του ιδιωτικού τομέα μπορούν να εισφέρουν πιο αποδοτικά στην ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, της Κεντρικής Μακεδονίας, της Ελλάδας.