Skip to main content

Οι σκοτεινές νύχτες της Θεσσαλονίκης και τα χαμένα εκατομμύρια

To απόθεμα της πόλης εδώ και δεκαετίες δεν ενισχύεται ή όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο γίνονται ατυχείς και στην πραγματικότητα ασύμφορες κινήσεις.

Μια διάσημη κινέζικη παροιμία λέει: «Αν κάποιος πεινάει μη του δώσεις ψάρι, μάθε τον να ψαρεύει για να μην ξαναπεινάσει». Στο πεδίο των δημοσίων δαπανών αυτό μεταφράζεται ότι οι παραγωγικές παρεμβάσεις, αυτές που αποδίδουν σταθερά και σε βάθος χρόνου, είναι σημαντικότερες για την κοινωνία και την οικονομία από κάποιες μεμονωμένες κινήσεις. Για παράδειγμα, καλά τα επιδόματα και οι ολιγόμηνες συμβάσεις που πληρώνονται με κοινοτικό χρήμα, αλλά δε λύνουν κανένα πρόβλημα.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής –ο θείος, όχι ο ανιψιός- σφράγισε με την πολιτική του τη Θεσσαλονίκη, τόσο για τις υποδομές (λιμάνι, νέα παραλία, Καυτατζόγλειο στάδιο, Αλεξάνδρειο Μέλαθρο), όσο και για τις θεσμικές του παρεμβάσεις. Από τη δημιουργία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, μέχρι τη μετεξέλιξη της Διεθνούς Εκθέσεως από δημόσιο οργανισμό σε Ανώνυμη Εταιρία. Έκανε, δηλαδή, παρεμβάσεις που μέχρι σήμερα παράγουν και αποδίδουν. Πρόκειται για επενδύσεις που απέδειξαν την αξία τους σε βάθος δεκαετιών.

Μόνο που το απόθεμα της πόλης εδώ και δεκαετίες δεν ενισχύεται. Ή όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο γίνονται ατυχείς και στην πραγματικότητα ασύμφορες κινήσεις, για τις οποίες ουδείς απολογείται επειδή πρόκειται για δημόσιο και κοινοτικό χρήμα. Το επόμενο διάστημα μόνο η λειτουργία του μετρό θα σημάνει κάτι πραγματικά διαφορετικό για τη Θεσσαλονίκη. Φυσικά και η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού και του αεροδρομίου, που αναμένεται να αποδώσουν στηρίζοντας την ανάπτυξη και την απασχόληση στην περιοχή. Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται ένα νέο αφήγημα που θα την «περάσει» από το χθες στο αύριο, από το 1980 στο 2030.  Μια καινούρια ατζέντα που θα λαμβάνει αρχικά υπόψιν της ότι υπάρχει διαθέσιμο και θα επενδύει στην αξιοποίηση του.

Όχι μόνο στα βαριά και ενδεχομένως προφανή ζητήματα –όπως για παράδειγμα η αξιοποίηση του θαλασσίου μετώπου και η πάση θυσία ενδυνάμωση της επισκεψιμότητας και του τουρισμού-, αλλά και σε ηπιότερους εκ της φύσεως τους τομείς. Το πεδίο του πολιτισμού –όχι τόσο ως νοοτροπία που χρειάζεται χρόνο, αλλά ως συγκριτικό πλεονέκτημα της κοινωνικής ζωής- είναι χαρακτηριστικό και ενδεχομένως προνομιακό. Ως γνωστόν για τη σοβαρή πολιτιστική δραστηριότητα απαιτούνται καλές υποδομές. Για να στηθεί μια θεατρική παράσταση δεν χρειάζεται απλώς μια σκηνή, αλλά και κάποια τεχνικά μέσα, που θα βοηθήσουν τους συντελεστές να πουν, να δείξουν και να μεταδώσουν αυτά που θέλουν. Φώτα, ηχητικά συστήματα κ.λπ. Το ίδιο και για να γίνει μια συναυλία.

Αλλιώς ακούγεται ένα γκρουπ ή μια ορχήστρα με μια απλή μικροφωνική εγκατάσταση και αλλιώς όταν υπάρχει ολοκληρωμένη τεχνική υποστήριξη. Αλλά και για τους αποδέκτες του πολιτιστικού προϊόντος, δηλαδή τους θεατές, απαιτούνται κάποιες προϋποθέσεις. Με άλλη διάθεση παρακολουθεί κανείς μια παράσταση καθισμένος σε θεατρική αίθουσα, δηλαδή έναν χώρο με βασική εργονομία –σκηνή, καθίσματα, οπτική, ακουστική- και με άλλη όταν κάθεται σε ένα… καφενείο. Εξ’ ορισμού για τους φιλόμουσους είναι άλλο πράγμα μια συναυλία σε ένα γήπεδο με τσιμεντένιες κερκίδες ή σε μια πλατεία με πλαστικά καθίσματα και αλλιώς σε ένα Μέγαρο Μουσικής. Μπορεί και τα δύο να λειτουργούν καλύτερα ή χειρότερα ως γεγονότα, αλλά πάντως πρόκειται για διαφορετικά πράγματα. Το ένα –το γηπεδικό, το υπαίθριο- έχει χαρακτήρα χάπενινγκ. Το άλλο μπορεί να υποστηρίξει καλλιτέχνες και θεατές σε μονιμότερη βάση. Σε βάθος χρόνου.

Για να συμβεί αυτό απαιτούνται δύο προϋποθέσεις:

Πρώτον, η αξιοποίηση των υποδομών που υπάρχουν. Διότι πολλοί από τους οργανωμένους δημοσίου συμφέροντος πολιτιστικούς χώρους της πόλης παραμένουν ουσιαστικά κλειστοί. Το δημοτικό θέατρο «Άνετον», το δημοτικό θέατρο Σταυρούπολης, το δημοτικό θέατρο Καλαμαριάς, οι «Αποθήκες» του λιμανιού είναι χώροι φτιαγμένοι να λειτουργούν συνεχώς και αδιαλείπτως. Αντ’ αυτού αν και επαρκώς εξοπλισμένοι σε σημαντικό βαθμό, παραμένουν επί της ουσίας ανενεργοί. Παραμένουν τις νύχτες σκοτεινοί. Και το χειμώνα το σκοτάδι είναι βαρύ και παγωμένο. Χώροι για τους οποίους οι πολίτες δια του δημόσιου ταμείου πλήρωσαν και μάλιστα ακριβά. Με πολλά εκατομμύρια. Ακόμη και οι υποδομές του Κρατικού Θεάτρου μάλλον δεν εξαντλούν τις δυνατότητές τους κατά 100%.  

Δεύτερον, η διασφάλιση ευχερούς και πολιτισμένης προσβάσεως. Η άνεση με την οποία προσεγγίζει κάποιος σε μια οποιαδήποτε εκδήλωση –πολύ περισσότερο μια πολιτιστική παράσταση- έχει μεγάλη σημασία για το αποτέλεσμα. Και το καλό αποτέλεσμα διασφαλίζει την επανάληψη, την οικοδόμηση μιας καλώς εννοούμενης πελατειακής σχέσης. Διότι αν η κανονική διαδρομή είναι 15 λεπτά, αλλά με την κίνηση και τις διάφορες άλλες αρρυθμίες (πάρκινγκ, απορριμματοφόρα, διαδηλώσεις, διπλοπαρκαρίσματα κ.λπ.) ο πραγματικός χρόνος φτάνει τα 45 λεπτά, υπάρχουν επιπτώσεις. Την επόμενη φορά ο υποψήφιος θεατής - ακροατής – εξοδούχος – πελάτης θα το σκεφτεί δύο ή δέκα φορές.  

Όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν με ψιλά γράμματα. Ίσως και να είναι. Στην Ελλάδα ζούμε, όπου η διαχείριση της καθημερινότητας είναι το άπαν. Να μη περάσει η μπάλα τη γραμμή, εάν φύγει στην εξέδρα ακόμη καλύτερα. Στη Θεσσαλονίκη αναφερόμαστε, που μόνο φιλική για τους κατοίκους της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Αρκεί που φέρει το όνομα της αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και που κυρίως για χάρη της έγιναν δύο βαλκανικοί πόλεμοι. Ας είναι: ακόμη και ως λέξεις και εκφράσεις στον αέρα, όσα αναφέρονται στο παραπάνω κείμενο ισχύουν.