Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη χρειάζεται την εξυπνάδα του Νίκου Γκάλη

Για τη Θεσσαλονίκη, την πόλη που μεγαλούργησε και στην οποία ζει τα τελευταία 40 χρόνια, ο Νίκος Γκάλης αποτελεί κεφάλαιο. Αναξιοποίητο προς το παρόν

Ο Νίκος Γκάλης εκτός από μεγάλος αθλητής και κορυφαίος μπασκετμπολίστας είναι ένας έξυπνος άνθρωπος. Πιθανόν εξυπνότερος απ’ όσο νομίζουν οι περισσότεροι. Άλλωστε ούτε κορυφαίος αθλητής, ούτε γεννημένος νικητής σαν τον Γκάλη θα μπορούσε να γίνει κάποιος που δεν διαθέτει εξυπνάδα. Επιπροσθέτως, σε όλα τα χρόνια της καριέρας του, αλλά και όσα χρόνια έχουν ακολουθήσει από τη στιγμή που κρέμασε τη φανέλα, ο Νίκος Γκάλης αποδεικνύεται σοφός. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του ονόματός του.

Ιδιαίτερα στις περίπου 2,5 δεκαετίες της αποστρατείας του δείχνει καθημερινά ότι τίποτε απ’ όσα του συνέβησαν όταν έπαιζε δεν ήταν τυχαίο. Ως βετεράνος παραμένει όσο συνεπής ήταν και ως παίκτης. Όπως προτίμησε να πάει για ύπνο το βράδυ του Ιουνίου του 1987, όταν οδήγησε την Ελλάδα στην κατάκτηση του Eurobasket –τους λόγους αυτής της επιλογής, εάν ήταν η κούραση ή η συναίσθηση ότι οι αθλητικές του υποχρεώσεις δεν είχαν τελειώσει ή απλώς η συνήθεια του οργανισμού, τους γνωρίζει μόνο ο ίδιος- έτσι και στην μεταγηπεδική ζωή του δεν επέλεξε ούτε τις προφανείς λύσεις, ούτε τους εύκολους δρόμους. Διότι όταν είσαι για πολλά χρόνια ο πρώτος των πρώτων, το μετά είναι δύσκολο. Γεμάτο παγίδες, τις οποίες ο Γκάλης κατάφερε να ξεπεράσει, επιλέγοντας να παραμείνει πιστός στο αντικείμενο του, σε αυτό που έμαθε στη ζωή καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο. Δεν χρησιμοποίησε τον αθλητισμό και το μπάσκετ για να παραστήσει κάτι διαφορετικό. Δεν εξαργύρωσε το όνομά του, όπως προφανώς πολλοί τον προκάλεσαν να κάνει. Δεν αποφάσισε να γίνει κάτι άλλο ούτε καν μέσα στο ίδιο το μπάσκετ –προπονητής ή παράγοντας. Σεβάστηκε το είδωλό του. Εάν αυτό είναι αποτέλεσμα αυτογνωσίας –η μεταπήδηση γνωστών αθλητών στην πολιτική δεν είναι για την Ελλάδα ούτε καινούριο, ούτε πετυχημένο μοντέλο- ή άλλων μηχανισμών άμυνας, λίγο ενδιαφέρει. Το βέβαιο είναι ότι σήμερα κανείς δεν μπορεί να ψέξει τον Νίκο Γκάλη ότι ανακατεύθηκε με τα… πίτουρα. Ούτε ότι προσπορίστηκε δημόσιο χρήμα ή ανέλαβε κρατικά αξιώματα, που είναι το ίδιο.       

Η ανακοίνωση με την οποία ο Γκάλης αποκλείει κατηγορηματικά την κάθοδό του στην μάχιμη κεντρική πολιτική σκηνή –δημοσιεύματα τον ήθελαν υποψήφιο βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη- συνιστά μία ακόμη πιστοποίηση της ευφυίας και του ήθους ενός ανθρώπου, ο οποίος όχι απλώς έβαλε το μπάσκετ στο σπίτι κάθε Έλληνα, αλλά κυρίως δίδαξε μέσω του αθλητισμού ότι η στοχοπροσήλωση και η σκληρή δουλειά μπορούν να πάνε κάθε άνθρωπο πολύ μακριά. Με καθαρά οικονομικούς και αναπτυξιακούς όρους ο Νίκος Γκάλης αύξησε θεαματικά τον κύκλο εργασιών των αθλητικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα. Υπήρξε ο καθοριστικός παράγων για την εμπέδωση του επαγγελματισμού συνολικά στον ελληνικό αθλητισμό. Δεν το έκανε, όμως, προσχεδιασμένα, αλλά ως αποτέλεσμα της αξίας του στο αθλητικό χρηματιστήριο. Όπως λένε οι παροικούντες την μπασκετική Ιερουσαλήμ υπήρξε ψυχρός διαπραγματευτής, αλλά ταυτόχρονα υπηρέτησε τη φανέλα. Στην καριέρα του άλλαξε μόλις δύο ομάδες –η Εθνική Ελλάδος είναι υπεράνω. Μάλιστα, η αποχώρησή του από τον Άρη προς τον Παναθηναϊκό  δεν ήταν καν μία 100% δική του απόφαση. Επίσης, η απόδοσή του ήταν σταθερά καλή. Και μετά, όταν έφτασε στην ηλικία της συνταξιοδότησης, προτίμησε την ησυχία του. Απέφυγε –μέχρι παρεξηγήσεως- να περιφέρει το σαρκίο του και το όνομά του δεξιά κι αριστερά. Ακόμη και για τα μέσα ενημέρωσης είναι ακριβοθώρητος. Γι’ αυτό δεν το έχει φθείρει. Γι’ αυτό δεν έχει κουράσει. Πόσοι πειρασμοί υπήρξαν όλα αυτά τα χρόνια; Μόνο ο ίδιος ξέρει, αλλά σίγουρα είναι πολλοί.

Για τη Θεσσαλονίκη, την πόλη που μεγαλούργησε και στην οποία ζει τα τελευταία 40 χρόνια, ο Νίκος Γκάλης αποτελεί κεφάλαιο. Αναξιοποίητο προς το παρόν, εάν εξαιρέσει κανείς ότι ζει ανάμεσά μας. Διότι απ’ όλες τις προκλήσεις της πιάτσας σε δύο περιπτώσεις είναι βέβαιον ότι αξίζει να επενδυθεί το όνομα Γκάλης. Η μία είναι τα παιδιά, η νέα γενιά, στην οποία άλλωστε ο ίδιος έστρεψε το βλέμμα του στα λίγα χρόνια της επιχειρηματικής τους διαδρομής. Τους μάθαινε τα μυστικά του μπάσκετ- εννοείται ότι αυτό μπορεί να το κάνουν με επάρκεια οι εκπαιδευμένοι γυμναστές και προπονητές-, αλλά κυρίως λειτουργούσε ως πρότυπο, αφού δίπλα στο… Θεό, όλοι –και ειδικά οι μικρότεροι- αφοσιώνονται και προσπαθούν περισσότερο. Εάν οι δήμοι της Θεσσαλονίκης το αποτολμήσουν στα σοβαρά, με προϋποθέσεις είναι πιθανόν να μπορεί να προχωρήσει. Στην πραγματικότητα οι δήμαρχοι έχουν υποχρέωση να προσπαθήσουν χωρίς μικροπολιτικές βλέψεις και επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου, αλλά εδώ και 25 χρόνια δεν το έχουν κάνει.

Το δεύτερο πεδίο που θα άξιζε να επενδυθεί το όνομα του Γκάλη είναι η εμπέδωση της νοοτροπίας του θετικού αποτελέσματος. Διότι μπορεί στον αθλητισμό σημασία να έχει η προσπάθεια, αλλά στη ζωή μετράει το αποτέλεσμα. Ποιος είναι καλύτερος από έναν απόλυτα επιτυχημένο και αποδεκτό αθλητή –ενδεχομένως και επιχειρηματία, αλλά σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν πολλές αόρατες διαστάσεις της δραστηριότητας του που οφείλει κανείς να λάβει υπόψιν του-  για να μεταδώσει το πνεύμα του νικητή; Να περιγράψει τον ψυχικό, συναισθηματικό και εγκεφαλικό μηχανισμό που οδηγεί κάποιον που είναι καλός στον τομέα του να κάνει την υπέρβαση και να ξεχωρίσει; Να κωδικοποιήσει τον οδικό χάρτη που καταλήγει να βρίσκεται κάποιος στην καλύτερη του φόρμα, την κατάλληλη στιγμή και στον κατάλληλο τόπο; Τα μεγάλα πανεπιστήμια του κόσμου, τα οποία δίνουν μεγάλη σημασία στο πρότυπο και στην πρακτική εμπειρία ανθρώπων που έκαναν οι ίδιοι χειροπιαστά κατορθώματα, φιλοξενούν συχνά τους κορυφαίους του κόσμου. Στην Ελλάδα η τριτοβάθμια εκπαίδευση παραμένει άβατο, ακόμη και για τους κορυφαίους, που βρίσκονται εκτός συναφιού.