Skip to main content

Ο «δημοκρατικός» δικτάτορας Ερντογάν και οι ευθύνες του τουρκικού λαού

Τι είναι αυτό που επιτρέπει στον Ερντογάν να έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του τουρκικού λαού, παρά την καταπάτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών;

Το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε να υπάρξει και για τον πρώην πρωθυπουργό των Σκοπίων, Ν. Γκρούεφσκι, και άλλους «δημοκρατικούς» δικτάτορες. Τι είναι αυτό που επιτρέπει στον Ερντογάν να τυγχάνει της υποστήριξης της πλειοψηφίας του τουρκικού λαού (με 50% εξελέγη πρόεδρος).

Είναι προφανές, πως σε μια δημοκρατική -έστω και κατ’ επίφαση- χώρα, δεν μπορεί θεωρητικώς να υποστηριχθεί πως οι πολιτικοί παραπλανούν τον λαό, επειδή αν τούτο γίνει δεκτό, τότε θα υπάρχει επίσημη αναγνώριση ύπαρξης ατελούς πολιτεύματος, στο οποίο δεν εκλέγονται αξιοκρατικώς οι εκπρόσωποι του λαού, αλλά επιβάλλονται με την χρήση αθέμιτων μέσων.

Ποιος θα το ομολογήσει δημοσίως; Ούτε οι πολιτικοί βεβαίως, αλλά ούτε και κάποιος από τους ψηφοφόρους, όταν έκαστος εξ ημών θεωρούμε εαυτόν ευφυή και ικανόν («ας ήμουν εγώ και θα έβλεπες…») και όχι αφελή, ώστε να τον εμπαίζουν. Ως εκ τούτου, διαφωνώ πλήρως με το υποστηριζόμενο, πως «άλλο είναι η ηγεσία, άλλο είναι ο λαός». Όχι μόνον επειδή ευστόχως -πώς αλλιώς;- το διετύπωσε ο Πλάτων «κάθε λαός είναι άξιος της ηγεσίας του», αλλά και επειδή δεν μπορεί ο λαός να απολαμβάνει των επιτυχιών και να θεωρείται ανεύθυνος στις αποτυχίες.

Ο μαρξισμός, ως γνωστόν, υπό οιαδήποτε ερμηνεία του, δεν αναγνωρίζει την καταλυτική συμμετοχή της ηγεσίας στα δρώμενα, υποστηρίζοντας ότι «την ιστορία την γράφουν οι λαοί». Μάλιστα δε, σε προηγούμενες δεκαετίες, όταν ο Ριζοσπάστης έγραφε πως ο Μέγας Αλέξανδρος είναι «το μαύρο πρόβατο της ελληνικής ιστορίας, επειδή έκανε κατακτητικό πόλεμο», υπήρξαν αντιπαραθέσεις στον Τύπο της εποχής, για το ποιος πήγε στα έγκατα της Ασίας, ο Αλέξανδρος ή οι Μακεδόνες;

Δεν θα μείνω σ’ αυτό, αλλά οφείλω να απαντήσω στους λαϊκιστές πολιτικούς, ότι αν ο λαός μόνον γράφει ιστορία και όχι ομού λαός και ηγέτης, τότε θα πρέπει να υποστηρίξουν πως στο Μνημόνιο δεν μας οδήγησαν ανίκανοι και λαοπλάνοι πολιτικοί, αλλά «ο λαός», αφού εμείς «γράφουμε την ιστορία». Δεν μπορεί, ως λαός, να απολαμβάνουμε τους καρπούς της νίκης, παραμερίζοντας την ηγεσία, αλλά στις ήττες, δεν φταίμε εμείς, αλλά οι ηγέτες που μας παραπλάνησαν. Ή και τα δύο πρέπει να συμβούν, ή κανένα.

Υπ’ αυτό το πρίσμα θεωρώ αντιεπιστημονικό και λαοπλάνο τον ισχυρισμό, ότι η εχθρική στάση της Τουρκίας έναντί μας εκπορεύεται από την ηγεσία, ενώ οι λαοί μεταξύ τους αλληλοαγαπιούνται. Θα πρέπει να απαντήσουν, αν τους 353.000 Ποντίους και το ένα περίπου εκατομμύριο των άλλων κατατρεγμένων Ελλήνων, αν τους έσφαξαν ή τους κακοποίησαν οι λίγες δεκάδες ηγητόρων, ή οι χιλιάδες Τούρκοι «εκ του λαού». Οι ηγέτες βίαζαν τις Ελληνίδες στην Κύπρο;

Ως προς δε την ύπαρξη άρρηκτου δεσμού Ερντογάν και λαού, είναι προφανές ότι οφείλεται σε αμοιβαίο συμφέρον. Η συντριπτική πλειονότητα των Τούρκων αν δεν συμφωνεί, τουλάχιστον δεν αντιδρά στην καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην στέρηση ελευθερίας της έκφρασης, του λόγου και της άποψης, στην φυλάκιση δημοσιογράφων, στο κλείσιμο εφημερίδων και στον αυταρχισμό της διοίκησης, που είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά και ενέργειες του καθεστώτος Ερντογάν στην Τουρκία.

Η βροντερή ή σιωπηλή συγκατάβαση του τουρκικού λαού είναι αυτή που δίνει δύναμη στον Ερντογάν να συμπεριφέρεται ως σουλτάνος. Σε συνέντευξή του στο TVONE ο διεθνολόγος δρ. Ζήνων Τζιάρρας, θέτει το ερώτημα, για ποιο λόγο ο Τούρκος Πρόεδρος συνεχίζει να αποτελεί την επιλογή των πολιτών, απαντώντας ότι ένας από τους βασικούς λόγους είναι οικονομικός. Ο Ερντογάν κατάφερε να ανοικοδομήσει μια οικονομία, που είχε μόλις βγει από σοβαρή κρίση (2000-2001) εντάσσοντας τη χώρα στις 20 ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου.

Έτσι είναι πράγματι, που σημαίνει πως αφού επιτεύχθηκε η διεύρυνση της μεσαίας τάξης, και υπήρξε και μια ραγδαία οικονομική ανάπτυξη υπό τη μορφή επενδύσεων, επιχειρηματικότητας και έργων υποδομής, ο κάθε Τούρκος, αδιαφορεί πλήρως για το αν σκοτώνονται διαδηλωτές, παιδιά και γυναίκες στις κουρδικές περιοχές, φιμώνεται ο Τύπος, και τόσα άλλα που συμβαίνουν. Και όσο έχει χρήματα στο πορτοφόλι του, θα δίνει την ψήφο του στον δικτάτορα Ερντογάν.

Βεβαίως, ο Ερντογάν, όπως είπε ο Ζήνων Τζιάρρας, έτυχε -και ακόμα τυγχάνει- της στήριξης ενός μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας, που έχει συντηρητικές τάσεις. Πρόκειται, για το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που ήταν κατά κανόνα ιδεολογικο-πολιτικά καταπιεσμένο από τις ελίτ του στρατο-γραφειοκρατικού κατεστημένου, το οποίο εφάρμοσε, ή μάλλον επέβαλε, ένα ιδιότυπο κοινωνικο-πολιτικό πρόγραμμα εκκοσμίκευσης και εκμοντερνισμού στα αυταρχικά πρότυπα του Μουσταφά Κεμάλ.

Κοντά σ’ αυτά, αν προστεθεί και η αδυναμία της αντιπολίτευσης να συν-ενώσει τις δυνάμεις της -όπως συμβαίνει και στα Σκόπια- ο Ερντογάν θα «χειραγωγεί» το εκλογικό αποτέλεσμα υπέρ του, χρησιμοποιώντας και το «εθνικιστικό χαρτί» -προσελκύοντας δηλαδή εθνικιστικές (αλλά και αναποφάσιστες) ψήφους- κεφαλαιοποιώντας κοινωνικά αισθήματα φόβου, στρεφόμενος κατά μειονοτήτων, όπως είναι οι Κούρδοι ή δημιουργώντας κρίσεις στο εξωτερικό. Είχα αναφερθεί επ’ αυτού παλαιότερα, με τον όρο της πολιτικής κοινωνιολογίας «συσπείρωση γύρω από την σημαία», σε ανώμαλες καταστάσεις.

Επομένως, ο Ερντογάν θα χάσει την ισχύ του, μόλις φανούν τα αποτελέσματα της οικονομικής κατάρρευσης, που δεν φαίνεται να αργεί, είτε με μια αποτυχία του στα διάφορα μέτωπα που άνοιξε με ένοπλες συγκρούσεις. Τότε ο λαός μπορεί και να τον «κρεμάσει». Ως ότου όμως συμβεί αυτό, ο τουρκικός λαός είναι συνυπεύθυνος, επειδή στηρίζει ένα αιμοσταγές δικτατορικό καθεστώς, και κανείς λαϊκιστής δεν μπορεί να τον απαλλάξει των ευθυνών του. Άλλωστε, αυτό λέγει η μαρξιστική ιδεολογία, ότι «οι λαοί γράφουν την ιστορία».