Skip to main content

Οι συνεχείς υποχωρήσεις της Ελλάδας στις τουρκικές προκλήσεις

Δεν αποτελεί αμφισβήτηση των ορίων της επικράτειάς μας η καθημερινή παραβίαση του εναέριου και θαλάσσιου χώρου της Ελλάδας;

Έχω μία απορία, που ίσως είναι απορία και πολλών πολιτών. Σε κάθε ευκαιρία, πολιτικοί και στρατιωτικοί, αλλά και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δηλώνουν πως η Ελλάδα είναι πανέτοιμη να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε επιβουλέα, και να υπερασπίσει τα εθνικά της δίκαια.

Και όλα τα Μέσα ενημέρωσης, σχολιάζουν πως αυτές οι δηλώσεις αποτελούν μήνυμα προς την Τουρκία, ότι η χώρα μας θα αντιμετωπίσει με επιτυχία κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης της εθνικής μας κυριαρχίας. Κι εγώ έτσι τις εκλαμβάνω. Ρωτώ όμως: Αφού είναι έτσι, γιατί δεν υπάρχει και εφαρμογή στην πράξη; Δεν αποτελεί αμφισβήτηση των ορίων της επικράτειάς μας η καθημερινή παραβίαση του εναέριου και θαλάσσιου χώρου της Ελλάδας;

Λόγω του ότι κι εγώ θέλω να πιστεύω ότι είναι ειλικρινείς οι δηλώσεις περί επαρκούς ετοιμότητας των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, να αντιμετωπίσουν τον κακόβουλο γείτονα, και δεν είναι προσχηματικές, τότε πρέπει να αναζητηθεί ο λόγος της συνεχούς επιβλαβούς υποχωρητικότητας, που επαυξάνει τη βουλιμία του Τούρκου, και όχι μόνο του Ερντογάν. Εκτός από το τουρκοφοβικό σύνδρομο, τι άλλο μπορεί να είναι;

Μεγάλο λάθος είναι η υποτίμηση του αντιπάλου, αλλά εξίσου μεγάλο και η υπερεκτίμησή του. Αυτό είναι μεγαλύτερο από έγκλημα, όπως θα έλεγε ο Κλεμανσώ, είναι πολιτικό λάθος. Και υποφέρουν οι Έλληνες, από το φοβικό σύνδρομο που διακατέχει τους Ελλαδίτες πολιτικούς.

Όσοι παρακολουθούν ψυχρά τα πράγματα, και δεν έχουν λόγους να παραπλανήσουν, δεν εξεπλάγησαν που η Τουρκία, έχοντας απέναντί της πότε το Ισραήλ, πότε την Ρωσία, συμπεριφέρθηκε κατά τον γνωστό της τρόπο της υποχώρησης, όταν ο αντίπαλος ορθώνει το ανάστημά του. Αυτό πια δεν μπορεί κανείς πολιτικός αναλυτής να το αρνηθεί, όσο οθωμανολάγνος κι αν είναι.

Ο Χένρυ Μοργκεντάου, πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία από το 1913 έως το 1917 γράφει («Τα μυστικά του Βοσπόρου», σ. 362): «Ο Τούρκος είναι ουσιαστικά θρασύδειλος. Είναι γενναίος σαν λιοντάρι όταν τα πράγματα έρχονται όπως τα θέλει, αλλά δουλόφρων, χαμερπής και λιγόψυχος όταν του τυχαίνουν αναποδιές». Είναι υποκειμενική και συναισθηματική η κρίση του Μοργκεντάου ή στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα;

Έχουμε στην μεταπολεμική ιστορία τρία παραδείγματα. Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, το 1964, ήταν ανυποχώρητος στο αίτημά του προς τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Τζόνσον, να αποχωρήσει αμέσως η τουρκική αρμάδα που βγήκε στο Αιγαίο, διότι θα απαντήσουμε, οι Τούρκοι γύρισαν τάχιστα στα λιμάνια τους. Κατάλαβαν ότι το εννοούμε.

Το 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου κάλεσε μερική επιστράτευση, όταν οι Τούρκοι βγήκαν για ενεργειακές έρευνες στο Αιγαίο, σε περιοχές που δεν τους ανήκαν. Και έδειξε η Ελλάδα ότι ήταν αποφασισμένη να τις αποτρέψει. Οι Τούρκοι έκαναν στροφή και επέστρεψαν.

Τον Απρίλιο του 2004, παραμονές ψήφισης του Σχεδίου Χάνεϊ (με το ψευδώνυμο Ανάν), οι Τούρκοι μας απειλούσαν με θεούς και δαίμονες, έχοντες συμμάχους και Έλληνες πολιτικούς (σε Ελλάδα και Κύπρο), οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ ήθελαν να μας πείσουν ότι αν ψηφισθεί το δυσώνυμο Σχέδιο, ίσως και να μας… βομβάρδιζαν. Ένας πολιτικός όμως -κατά συνείδηση Έλληνας όχι μόνον κατά ταυτότητα-, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, έδωσε τη καλύτερη απάντηση: «Τι θα μου κάνουν, είπε. Το πολύ-πολύ στις δεξιώσεις δεν θα μου δίνουν να φάω». Το Σχέδιο απορρίφθηκε και η Κύπρος διατηρεί τις ελπίδες ότι θα επιτευχθεί κάποια λύση, καταφανώς καλύτερη από αυτήν που ήθελαν οι Βρετανοί.

Κάθε φορά, επομένως, που η Ελλάδα υψώνει το ανάστημά της, δικαιώνει την κρίση του Μοργκεντάου, περί της φύσης του Τούρκου. Οφείλουμε επομένως να πείσουμε τους φοβικούς πολιτικούς, ότι κάθε μέρα που περνά, φοβούμενοι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, θα το βρουν μπροστά τους σε πολύ χειρότερη μορφή. Ας λάβουν υπόψη τους και τον Αριστοτέλη, που όρισε τον δειλό, ως εκείνον που δεν αντιμετωπίζει τον αντίπαλο, ενώ είναι σε θέση να το πράξει.

Ο κ. Παν. Ηφαίστου, καθηγ. Διεθνών Σχέσεων, σε άρθρο του παρατηρεί: «Η ιστορική πείρα διδάσκει ότι, ο κατευνασμός ενός επιθετικού αντιπάλου ουδέποτε φέρνει την ειρήνη. Αντίθετα, οδηγεί οπωσδήποτε σε πόλεμο», και «Η πολιτική αφέλεια και η αναποφασιστικότητα των πολιτικών ηγετών είναι "μηνύματα" που ενθαρρύνουν τον αντίπαλο, που υποσκάπτουν καίρια την αξιοπιστία της στρατηγικής μας και που οδηγούν, επομένως, σε πόλεμο ή ήττα χωρίς πόλεμο».