Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Η νέα βουτιά στον τζίρο και το θέατρο των εκπτώσεων

Οι εκπτώσεις στην Ελλάδα είναι ένας ξεπερασμένος θεσμός, που απλώς συντηρεί μνήμες και παράδοση, χωρίς να λειτουργεί επιταχυντικά για την αγορά.

Οι τελευταίες ημέρες των εκπτώσεων δεν αναμένεται να επιφυλάξουν ιδιαίτερες εκπλήξεις για την αγορά της Θεσσαλονίκης. Οι έμποροι έχουν χαμηλές προσδοκίες και για έναν πρόσθετο λόγο: το τελευταίο Σάββατο των φετινών χειμερινών εκπτώσεων, που παραδοσιακά θεωρείται καλή ημέρα για ψώνια και κατανάλωση, είναι μέρος του τριημέρου της Καθαράς Δευτέρας και πολλοί Θεσσαλονικείς είτε θα φύγουν από την πόλη –σε αυτό έχουν σύμμαχο τον καιρό που προβλέπεται καλός-, είτε θα έχουν στο νου τους διαφορετικά πράγματα (καρναβάλια, χαρταετούς κ.λπ.).

Κάπως έτσι, μια περίοδος 50 περίπου ημερών –τόσο διαρκούν οι εκπτώσεις- που εξελίχθηκε μέτρια, αναμένεται να ολοκληρωθεί μέτρια. Οι εκτιμήσεις των ανθρώπων της αγοράς στη Θεσσαλονίκη κάνουν λόγο για πτώση στην κατανάλωση κατά 30% - 35% σε σχέση με πέρσι. Αλλά και τόσο να μην είναι –οι έμποροι βλέπουν ανέκαθεν το ποτήρι μισοάδειο- είναι βέβαιο ότι υπάρχει πτώση. Το κλίμα δεν είναι καλό, κάτι που αντιλαμβάνεται ο καθένας με λίγη προσοχή και μια βόλτα στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι με βάση το νόμο των τακτικών εκπτώσεων ακολουθούν από την επόμενη ημέρα –εν προκειμένω από την 1η Μαρτίου- για 15 ημέρες οι ενδιάμεσες εκπτώσεις επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Κακά τα ψέματα: μάλλον δεν υπάρχει σοβαρός λόγος στην Ελλάδα να συζητάμε για το θεσμό των εκπτώσεων. Κι αυτό διότι οι επίσημες-δηλαδή οι χαρακτηρισμένες από το νόμο- περίοδοι εκπτώσεων και προσφορών τείνουν να είναι μεγαλύτερης διάρκειας από τις περιόδους κατά τις οποίες η αγορά (υποτίθεται ότι) λειτουργεί με κανονικές τιμές!

Όλο αυτό το θέατρο σκιών, συμβαίνει για δύο βασικούς λόγους, που αφορούν τόσο τους εμπόρους, όσο και τους καταναλωτές:  

Πρώτον, διότι ο εμπορικός κόσμος –και οι πολιτικοί που προσπαθούν για ψηφοθηρικούς λόγους να του κάνουν τα κέφια- δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι η αγορά τις τελευταίες δεκαετίες άλλαξε. Η σχεδόν πλήρης απελευθέρωση της, σε συνδυασμό με την επέκταση του ωραρίου, δημιούργησε νέες συνθήκες. Ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης, κατά την οποία το κόστος των προϊόντων έχει αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, ενώ περιορίζεται το διαθέσιμο εισόδημα, ο σκληρός ανταγωνισμός σε συνδυασμό με ποιοτικές «εκπτώσεις» οδηγεί συχνά τις τιμές προς τα κάτω. Στην πραγματικότητα έχουμε μια ελεύθερη αγορά, στην οποία οι εκπτώσεις δικαιολογούνται μόνο ως κάτι σύντομο και εντυπωσιακό, με τιμές κάτω του κόστους για μία – δύο ημέρες, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό. Κι όπως συνέβη στη δική μας πρώτη Black Friday του περασμένου Νοεμβρίου.

Δεύτερον, διότι ακόμη και ως πουκάμισο αδειανό η έκφραση «εκπτώσεις» (υποτίθεται ότι) συγκινεί τους καταναλωτές, οι οποίοι καθαρά για λόγους παράδοσης και συνήθειας κατεβαίνουν μια βόλτα να ρίξουν μια ματιά στις βιτρίνες. Οι εκπτώσεις λειτουργούν, δηλαδή, όχι ως αγοραστικό, αλλά κυρίως ως ψυχολογικό κίνητρο, που συχνά καταλήγει σε απογοήτευση. Διότι όταν οι τιμές παραμένουν χαμηλές και διαπραγματεύσιμες μέσα στα μαγαζιά μια έκπτωση για να συγκινήσει πραγματικά πρέπει να είναι μεγαλύτερη του 50% - 60%.

Τα πολλά τελευταία χρόνια έμποροι και αρμόδιοι δημόσιοι λειτουργοί προσπαθούν να διαχειριστούν τις εκπτώσεις με τεχνικό τρόπο. Μακριά από την ουσία μιας ανεπτυγμένης αγοράς. Ενώ δηλαδή ως ελεύθερη αγορά νοείται η απελευθερωμένη από τους κανόνες που ρυθμίζουν την παραμικρή λεπτομέρεια αγορά, το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα είναι ασφυκτικό, αφού όποιος πουλάει είναι υπόλογος από το αν πουλάει ακριβά ή φτηνά, μέχρι και τι θα αναγράψει στη βιτρίνα του μαγαζιού του. Είναι αλήθεια ότι σήμερα ο καταναλωτής στην Ελλάδα –εννοείται και στη Θεσσαλονίκη- αναζητά το κάτι παραπάνω για να κατέβει στην αγορά και να ψωνίσει. Οι εκπτώσεις –με τον τρόπο που εφαρμόζονται στη χώρα μας- είναι ένας κουρασμένος, ξεπερασμένος θεσμός, που απλώς συντηρεί μνήμες και παράδοση, χωρίς να λειτουργεί επιταχυντικά. Αυτός είναι –πέρα από την οικονομική στενότητα- ένας ακόμη βασικός λόγος για την αποτυχία τους.