Skip to main content

Καταγγελία λόγω συνταξιοδότησης

Δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις εκείνες που απασχολούν εργαζόμενους που θεμελιώνουν ή έχουν ήδη θεμελιώσει δικαίωμα λήψης πλήρους σύνταξης.
Δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις εκείνες που απασχολούν εργαζόμενους που θεμελιώνουν ή έχουν ήδη θεμελιώσει δικαίωμα λήψης πλήρους σύνταξης. Στις περιπτώσεις αυτές γεννώνται τα εξής ερωτήματα:

α)  Ποιο το κόστος για τον εργοδότη σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας λόγω συνταξιοδότησης του εργαζόμενου;
β)  Έχει ο εργοδότης δικαίωμα να απομακρύνει τον εργαζόμενο από τη θέση εργασίας του λόγω συνταξιοδότησής του ή οφείλει να αναμένει να αποχωρήσει ο εν λόγω εργαζόμενος οικειοθελώς;  

Ο νόμος, στοχεύοντας να βοηθήσει τους εργοδότες στην ανανέωση του προσωπικού, παρέχει διευκολύνσεις αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης που πρέπει να καταβάλλουν στους εργαζόμενούς τους, εάν η σύμβαση εργασίας λύεται λόγω συνταξιοδότησης. Έτσι, εάν ο εργαζόμενος θεμελιώνει δικαίωμα λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος (και όχι μειωμένης) και εξαιτίας αυτού λυθεί η σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης οφείλει να του καταβάλλει μόνο το 50% της αποζημίωσης που θα κατέβαλε σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και μόνο το 40% αν ο εν λόγω εργαζόμενος θεμελιώνει δικαίωμα λήψης και πλήρους επικουρικής σύνταξης. 

Στην εφαρμογή όμως της ανωτέρω διάταξης τίθενται και ορισμένοι φραγμοί, αναφορικά με τη δυνατότητα του εργοδότη να απομακρύνει ο ίδιος τον εργαζόμενο που θεμελιώνει δικαίωμα λήψης πλήρους σύνταξης και να του καταβάλλει έτσι την ανωτέρω μειωμένη αποζημίωση. Ο νόμος διακρίνει:

α) Εάν ο εργαζόμενος είναι υπάλληλος ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση εργασίας και να καταβάλλει μειωμένη αποζημίωση. Ο εργαζόμενος από την πλευρά του έχει ομοίως δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας – αποχωρώντας – και να λάβει την ίδια μειωμένη αποζημίωση.

β) Εάν όμως ο εργαζόμενος είναι εργατοτεχνίτης ο εργοδότης δεν μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας λόγω συνταξιοδότησής του και να του καταβάλλει την μειωμένη αποζημίωση, δεν μπορεί δηλαδή να τον εξαναγκάσει να απομακρυνθεί από την εργασία του επειδή θεμελιώνει δικαίωμα λήψης πλήρους σύνταξης. Εάν τον απολύσει οφείλει να του καταβάλλει κανονικά ολόκληρη την αποζημίωση απόλυσης. Μόνο ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα επιλογής. Μπορεί είτε να παραμείνει κανονικά στη θέση εργασίας του είτε να αποχωρήσει λαμβάνοντας την μειωμένη αποζημίωση.   

Κρίσιμο λοιπόν στην περίπτωση αυτή είναι εάν ο εργαζόμενος είναι  υπάλληλος ή εργατοτεχνίτης. Εκείνο που έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό του εργαζομένου ως υπάλληλο ή εργατοτεχνίτη είναι το είδος της εργασίας που παρέχεται. Εάν για την εκτέλεσή της απαιτείται κυρίως χρήση σωματικής δύναμης, τότε ο εργαζόμενος είναι εργατοτεχνίτης. Εάν, απεναντίας, η εργασία είναι προϊόν πνευματικού μόχθου και απαιτεί ανάπτυξη πρωτοβουλίας και διάθεση πνευματικών προσόντων και εμπειρίας, τότε ο εργαζόμενος είναι υπάλληλος.

Τα όρια φυσικά ανάμεσα στις δυο έννοιες ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να μην είναι τόσο σαφή. Εκείνος που θα αποφασίσει την ιδιότητα του εργαζόμενου, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που ο εργοδότης του προσδίδει στις διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, είναι αποκλειστικά και μόνο ο Δικαστής.