Skip to main content

Καθοριστικό το 2016 για τις ιδιωτικοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη

Τα μέτωπα στο πεδίο των αποκρατικοποιήσεων που αφορούν τη Θεσσαλονίκη. Οι περιπτώσεις του λιμανιού και της Εγνατίας Οδού.

Το 2016 είναι μια κρίσιμη –εάν όχι καθοριστική- χρονιά για τις αποκρατικοποιήσεις που αφορούν τη Θεσσαλονίκη. Το 3ο Μνημόνιο περιέχει σαφείς δεσμεύσεις, τις οποίες η κυβέρνηση φέρεται αποφασισμένη να υλοποιήσει. Πολύ περισσότερο που οι πιέσεις που δέχεται για το ασφαλιστικό και τις ρυθμίσεις στα θέματα των αγροτών (φορολογία κ.λπ.) δεν της επιτρέπουν τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές σε περισσότερα πεδία. Ίσα ίσα που επιβάλλουν την επιτάχυνση των διαδικασιών στο θέμα του Ειδικού Ταμείου για την αξιοποίηση του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, στο οποίο θα ενταχθεί το σημερινό ΤΑΙΠΕΔ. Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά πιθανό του χρόνου τέτοια μέρα να μιλάμε για ένα πολύ διαφορετικό τοπίο στις επιχειρήσεις του Δημοσίου που βρίσκονται ή έχουν βασική αναφορά τη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε, το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων για την περιοχή συνιστά μια… πονεμένη ιστορία. Εδώ και δεκαετίες σχεδόν τίποτα δεν έχει προχωρήσει. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι επιχειρήσεις που βρίσκονται υπό κρατικό έλεγχο είναι αρκετές και μεγάλες, η πορεία τους επηρεάζει το οικονομικό κλίμα τουλάχιστον στην ευρύτερη Κεντρική Μακεδονία.   

Στο πρώτο πλάνο των αποκρατικοποιήσεων βρίσκεται το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΤΑΙΠΕΔ Στέργιο Πιτσιόρλα τον Απρίλιο οι ενδιαφερόμενοι θα κληθούν να καταθέσουν δεσμευτικές οικονομικές προσφορές για την εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου της ΟΛΘ ΑΕ, ώστε μέσα στο χρόνο η ιδιωτικοποίηση να έχει ολοκληρωθεί. Αν και υπάρχει μεγάλη χρονοκαθυστέρηση και η υστέρηση σε σχέση με το λιμάνι του Πειραιά είναι μεγάλη, η επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας είναι πιθανό να σημάνει την αναγέννηση του λιμένος, επ’ ωφελεία του συνόλου της οικονομίας της περιοχής.

Δεύτερο «μέτωπο» του ΤΑΙΠΕΔ που αφορά τη Θεσσαλονίκη είναι η «Εγνατία Οδός». Στον προγραμματισμό δεν περιλαμβάνεται η ιδιωτικοποίηση της εταιρίας «Εγνατία Οδός ΑΕ», αλλά η παραχώρηση των διαφόρων τμημάτων που συνιστούν τον οδικό άξονα της Εγνατίας Οδού, καθώς το δημόσιο δυσκολεύεται να τα συντηρήσει. Για να προχωρήσει, βέβαια, αυτό το σχέδιο θα πρέπει να λυθούν διάφορα πρακτικά προβλήματα, όπως –για παράδειγμα- το ποιος θα αναλάβει την εξυπηρέτηση των τραπεζικών δανείων που έχουν συναφθεί για την κατασκευή του δρόμου και αποπληρώνονται εν μέρει από τα έσοδα των διοδίων. Επίσης, η εμπορικότητα του συγκεκριμένου δρόμου εξαρτάται εν πολλοίς από την πορεία της οικονομίας, που βρίσκεται ακόμη σε στασιμότητα, αν όχι σε ελαφρώς αρνητική τροχιά. Εάν αυτό δεν ξεπεραστεί είναι πιθανόν η συζήτηση των παραχωρήσεων να μην έχει οικονομικό ενδιαφέρον για το δημόσιο, εκτός κι αν πολλαπλασιαστούν οι σταθμοί διοδίων –έτσι κι αλλιώς υπάρχει προγραμματισμός για περισσότερους- και αυξηθεί το κόστος των διοδίων. Σε αυτή την περίπτωση θα δημιουργηθούν μεγάλα προβλήματα με το κόστος των μεταφορών και των μετακινήσεων, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν.  

Στις αρμοδιότητες του ΤΑΙΠΕΔ βρίσκεται θεωρητικά και η Εταιρία Ύδρευσης Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ), για την οποία, όμως, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει απαγορεύσει τη μεταβίβαση πλειοψηφικού πακέτου μετοχών σε ιδιώτες. Αν η κυβέρνηση επιλέξει άλλη λύση –για παράδειγμα την πώληση μειοψηφικού πακέτου και τη συνδιοίκηση δημοσίου και ιδιώτη- θα φανεί τους επόμενους μήνες, αλλά τίποτε δεν χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη περίπτωση επείγουσα. Αντίθετα, σχετικά επείγουσες είναι οι περιπτώσεις αξιοποίησης ακινήτων της Θεσσαλονίκης, που βρίσκονται στη δικαιοδοσία του ΤΑΙΠΕΔ, όπως είναι η κλειστή αγορά Μοδιάνο, το Ποσειδώνιο αθλητικό κέντρο και άλλα. Πρόκειται για ακίνητα που μπορούν να προσφέρουν στον πλούτο της πόλης και αυτή τη στιγμή είτε παρακμάζουν, στην καλύτερη περίπτωση, είτε ρημάζουν, στη χειρότερη περίπτωση.

Πέρα των αρμοδιοτήτων του ΤΑΙΠΕΔ η χρονιά θα είναι κρίσιμη και για άλλες επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης που ανήκουν στο Δημόσιο και βρίσκονται προ αδιεξόδων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων, που υπολειτουργεί και το μέλλον της φαντάζει αυτή τη στιγμή άδηλο. Εξίσου μεγάλο –αν όχι μεγαλύτερο- είναι το πρόβλημα της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, που αφορά ολόκληρη της Κεντρική Μακεδονία, αλλά και την περιοχή της Ορεστιάδας. Πρόκειται για δύο μέτωπα που η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί άμεσα, ώστε να αποφύγει –αν μπορεί να αποφύγει- τα χειρότερα.

Με αυτά τα δεδομένα κανείς στην κυβέρνηση δε δείχνει διατεθειμένος να ασχοληθεί επί του παρόντος με τη ΔΕΘ – Helexpo. Η διοίκηση παλεύει να κρατήσει όρθια την εκθεσιακή και συνεδριακή δραστηριότητα της εταιρίας και παρά τα capital control η εικόνα του 2015 είναι ενθαρρυντική. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, ο θέμα της ανάπτυξης των εκθεσιακών δραστηριοτήτων βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την πορεία της οικονομίας και του κάθε κλάδου ξεχωριστά. Για παράδειγμα η αγροτική έκθεση Agrotica, που θα γίνει στα τέλη Ιανουαρίου, και η έκθεση τροφίμων και ποτών ΔΕΤΡΟΠ, που θα οργανωθεί λίγο μετά, προβλέπονται εξαιρετικά επιτυχημένες, με συμμετοχές που καλύπτουν πλήρως τους διαθέσιμους χώρους, ακριβώς επειδή πρόκειται για δύο κλάδους που πηγαίνουν μέσα στην κρίση εξαιρετικά καλά.