Skip to main content

Κατώτερο των περιστάσεων το πολιτικό προσωπικό της χώρας

Οι λανθασμένοι και ανεύθυνοι οι χειρισμοί ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στο θέμα των Σκοπίων και η χρυσή ευκαιρία του πολιτικού συστήματος που χάθηκε.

Του Νίκου Ηλιάδη

Όλες οι ενδείξεις αλλά και οι εκτιμήσεις έγκυρων διπλωματών συγκλίνουν στο ότι η διαπραγμάτευση για την επίλυση της ονοματολογικής διαφοράς Αθήνας – Σκοπίων για την ονομασία της γείτονος, θα καταλήξει πιθανότατα σε ναυάγιο. Πλέον, ασχέτως του τι λέγεται μπροστά στις κάμερες, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών δείχνουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για το blame game, για το ποιος δηλαδή θα αποχρεωθεί το ναυάγιο.

Οι γείτονες έχουν τα δικά τους σοβαρά προβλήματα τα οποία τους εμποδίζουν να κάνουν τη γενναία υπέρβαση ώστε να απαλλαγούν από τους καταστροφικούς αλυτρωτισμούς. Η κυβέρνηση Ζάεφ ως κυβέρνηση μειοψηφίας θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο αν όχι απίθανο να καταφέρει να περάσει τις απαραίτητες συνταγματικές αλλαγές ώστε να αποδεχθεί στη συνέχεια τη λύση της σύνθετης ονομασίας.

Όμως και στην Αθήνα η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Η εικόνα την οποία εμφανίζει σχεδόν το σύνολο του πολιτικού προσωπικού δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο αισιοδοξίας. Όχι μόνον ως προς την τελική έκβαση της υπόθεσης του Σκοπιανού, αλλά και γενικότερα όσον αφορά την προοπτική η χώρα να απαλλαγεί από τα βαρίδια του εθνικολαϊκισμού που την έχουν οδηγήσει στο ευρωπαϊκό περιθώριο.

Η πρώτη και μεγαλύτερη ευθύνη βαραίνει την κυβέρνηση, την εκάστοτε κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είδε το Σκοπιανό ως σανίδα σωτηρίας προκειμένου να ανακάμψει πολιτικά, αποφέροντας συγχρόνως πλήγμα στην αντιπολίτευση. Όμως στα εθνικά θέματα απαιτούνται άλλες προσεγγίσεις. Η επίλυση των εθνικών θεμάτων προϋποθέτει συγκλίσεις και επισπεύδοντες σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντοτε οι κυβερνώντες. Αντ’ αυτού ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ κατέστησαν το Σκοπιανό βασικό εργαλείο στην αντιπαλότητά τους με την αντιπολίτευση.

Πίστεψαν –το ομολόγησε ωμά ο Νίκος Βούτσης- ότι το ακανθώδες αυτό ζήτημα θα οδηγήσει στην οριζόντια αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος∙ όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει στη διάσπαση της Νέας Δημοκρατίας.

Έτσι, η κατά βάση ορθή προσέγγιση του πρωθυπουργού και της μείζονος κυβερνητικής συνιστώσας, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ, για την επίλυση του Σκοπιανού στη βάση της απάλειψης του αλυτρωτισμού και της υιοθέτησης σύνθετης ονομασίας erga omnes, αυτοϋπονομεύθηκε λόγω των μικροκομματικών χειρισμών και στοχεύσεων.

Αντί ο κ. Τσίπρας να καλέσει εξ αρχής την αντιπολίτευση και να διαβουλευτεί μαζί της προκειμένου να υπάρξει αρραγής εθνική γραμμή κατά τη διαπραγμάτευση, εκείνος διαπραγματεύτηκε εν κρυπτώ, χωρίς μάλιστα να εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του κυβερνητικού εταίρου του. Παράλληλα, αναγόρευσε ως ισότιμο πολιτικό παράγοντα τον αρχιεπίσκοπο, ωθώντας τη χώρα ακόμη βαθύτερα προς τον θεσμικό αναχρονισμό.

Κατώτερη των περιστάσεων απεδείχθη δυστυχώς και η Νέα Δημοκρατία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην αρχηγία της επειδή είχε καταφέρει να πείσει μια κρίσιμη μάζα νεοδημοκρατών ότι θα έπρεπε το κόμμα να απαγκιστρωθεί από τον λαϊκισμό, να απαλλαγεί από τις βαρύτατες παθογένειες του παρελθόντος και να βαδίσει στην οδό της υπευθυνότητας, των μεταρρυθμίσεων, του πολιτικού φιλελευθερισμού.

Στην υπόθεση του Σκοπιανού ο κ. Μητσοτάκης ηττήθηκε κατά κράτος, από το ίδιο του το κόμμα. Από την αρχική θέση του, όπως τη χάραξε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2008 στο Βουκουρέστι, σταδιακά διολίσθησε προς την άκαμπτη γραμμή του 1992. Η «λαϊκή δεξιά» υπερίσχυσε των φιλελεύθερων και μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, αποδεικνύοντας ότι είναι η κυρίαρχη τάση εντός της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αλλάζει στάση και σε ότι αφορά τα συλλαλητήρια.

Το Σκοπιανό ήταν μια χρυσή ευκαιρία για να αποδείξει το πολιτικό σύστημα ότι διδάχθηκε από τα λάθη του -όχι και τόσο μακρινού- παρελθόντος. Την απώλεσε, επιβεβαιώνοντας εκ νέου ότι είναι κατώτερο των περιστάσεων.