Skip to main content

Μαγεμένες, οι «Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης» στο σπίτι τους

Η σαγηνευτική ιστορία, η βίαιη αρπαγή και ο «άξεστος των θαυμάτων», ο θρύλος που τις «στοιχειώνει», το παρασκήνιο της επιστροφής και η ελπίδα

«Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σα να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον», έλεγε ένας εκ των σπουδαιότερων ποιητών του τόπου, ο Γιώργος Σεφέρης. Προκειμένου αυτή η αμφίδρομη συνάρτηση να προστατευθεί, το παρελθόν να παραμείνει αναλλοίωτο και το μέλλον ακλόνητο, στο μέγεθος του εφικτού, η Voria.gr ξεκινά από σήμερα και για τις επόμενες εβδομάδες ένα ταξίδι ιστορίας, προχωρώντας σε μία ειδική, αφιερωματική αναφορά και παρουσίαση των σημαντικότερων ελληνικών αρχαιοτήτων που διηρπάχθησαν από τη χώρα κατά το παρελθόν και, πλέον, εκτίθενται σε μουσεία του εξωτερικού.

Καταλυτική αφορμή, βεβαίως, στάθηκε η έλευση των «Μαγεμένων» στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από την αξιέπαινη και υποδειγματική πρωτοβουλία της ΔΕΘ – Helexpo και τη σημαντικότατη υποστήριξη της ΕΥΑΘ, του ΟΛΘ, του ΕΒΕΘ και του ΕΕΘ. Στόχος της Voria.gr η συμβολή στην ανάδειξη της έκθεσής τους και της σπουδαιότητάς της, η παρακίνηση της πολιτιστικής αύρας των πολιτών και, ιδίως, το κίνητρο για την εκκίνηση μίας συστρατευμένης καμπάνιας για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πρωτότυπων αγαλμάτων από τους ιθύνοντες του Μουσείου του Λούβρου, το οποίο σήμερα κοσμούν.

Ως εκ τούτου, η θεματική αυτή δεν θα μπορούσε να μην ξεκινήσει από την αποχρώσα αιτία, την επιστροφή, έστω και μ' αυτόν τον τρόπο, των επιβλητικών «Μαγεμένων» στο «σπίτι» τους.

Ιστορική αναδρομή


Οι «Μαγεμένες» ή «Γητεμένες» ζουν χώρια από τη Θεσσαλονίκη εδώ και περίπου 150 χρόνια, από το μακρινό 1864. Αποτελούν τα δικά της... «Ελγίνεια», αφού βρίσκονται παρατύπως στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.

Στα εξαιρετικής τέχνης και απαράμιλλης ομορφιάς αγάλματα δόθηκε ανά τους χρόνους πλήθος ονομάτων. Οι Έλληνες τα ονόμαζαν απλώς «Είδωλα», οι Τούρκοι «Σουρετλέρ» («Μορφές Αγγέλων»), εν τέλει, όμως, έμειναν στην ιστορία με το εβραϊκό τους όνομα («Las Incantadas», που στα σεφαραδίτικα των Ισπανοεβραίων σημαίνει «Οι Μαγεμένες»).

Πρόκειται για οκτώ ανάγλυφες παραστάσεις που, πιθανώς, συνδέονταν με τη λατρεία και τον κύκλο ζωής του θεού Διονύσου. Σε τέσσερις αμφιστόλιστους πεσσούς αναπαρίσταται ο θεός Διόνυσος με έναν πάνθηρα, μια Μαινάδα με δίαυλο, η Αριάδνη στεφανωμένη με φύλλα αμπέλου, η Λήδα με τον Δία μεταμορφωμένο σε κύκνο, ο Γανυμήδης αγκαλιασμένος υπό την προστασία του Δία, μεταμορφωμένου σε αετό, η πεπλοφόρος Αύρα (ερωμένη του Διονύσου), από την θρακική παράδοση των Καβειρίων ένας Διόσκουρος με προτομή αλόγου με κέρατα, και η πτερωτή Νίκη, με μια λεοντοκεφαλή επίσης με πτερά. Οι παραστάσεις κοσμούσαν μία δίτονη (διώροφη) κιονοστοιχία με 5 κολώνες, οι οποίες προέρχονταν από λείο μάρμαρο, ενώ απόληγαν σε κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού. Το ύψος του συνολικού οικοδομήματος ανήρχετο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, περίπου στα 19 μέτρα, ενώ οι «Μαγεμένες» ατένιζαν την πόλη 15 μέτρα πάνω από το έδαφος.

Όπως εκτιμάται, καθότι δεν έχει εξακριβωθεί η χρονολόγηση του μνημείου, τα αγάλματα αυτά ανεγέρθησαν περί τα τέλη του δεύτερου, αρχή του τρίτου μ.Χ. αιώνα, σε μία εποχή, που όπως τονίζει στη Voria.gr ο Αστέριος Λιούτας, Προϊστάμενος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιολογικών Χώρων, «αρχίζει μία οικονομική και καλλιτεχνική άνθηση στην πόλη της Θεσσαλονίκης», εξαιτίας των επιρροών κατά την πιο λαμπρά περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον κ. Λιούτα, ο λόγος που κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει την απόλυτη χρονολόγηση, αλλά και τον δημιουργό ή δωροθέτη, είναι πως, στην εξωτερική πλευρά του επιστυλίου, εντοπίζεται μόνον ένα τμήμα της υπογραφής του, η οποία αναφέρει: «έργον και γενημμένον υπό», δίχως, ωστόσο, να διασώζεται το όνομά του, που, προφανώς, ακολουθούσε. «Χάθηκε μία ευκαιρία με την ανάπλαση της πλατείας, ώστε να προβαίναμε σε μια μικροανασκαφή προκειμένου να αποσαφηνιστούν αυτά, αλλά κανείς δεν θέλει να... μπλέξει με την Αρχαιολογία», αναφέρει χαριτολογώντας ο κ. Λιούτας.

Η θέση των γλυπτών και του μνημειακού συνόλου ανήκε πιθανότατα σ' ένα σημαντικό δημόσιο κτήριο, στο κέντρο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, τοποθετείται κάπου ανάμεσα στην Παναγία Χαλκέων, τα Λουτρά Bei Hamami (μετέπειτα αναγνωρίσιμα ως «Παράδεισος») και στον Άγιο Νικόλαο, στον άξονα της σημερινής οδού Αριστοτέλους.

 

Oι «Μαγεμένες» ατένιζαν την πόλη 15 μέτρα πάνω από το έδαφος


Το 1492 οι Εβραίοι της Ισπανίας (Σεφαραδίμ ή Σεφαραδίτες) υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους μέσα σε τρεις μήνες, με διαταγή των καθολικών βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλλας, επειδή δεν προσχώρησαν στον Χριστιανισμό. Τότε ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄ (1481-1512) έδωσε άδεια για την εγκατάσταση Εβραίων προσφύγων από την Ισπανία στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλα κύματα Εβραίων προσφύγων στην πόλη από τις Ιταλία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ρουμανία. Έτσι, ιδρύθηκαν στην πόλη αρκετές εβραϊκές συνοικίες με τις συναγωγές τους. Σύμφωνα, μάλιστα, με περιηγητές στα μέσα του 18ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη των οθωμανικών χρόνων (1430-1912), ο αριθμός των Εβραίων της πόλης υπερέβαινε το άθροισμα των Χριστιανών και των Τούρκων κατοίκων.

Στα μέσα του 17ου αιώνα συγκροτείται η εβραϊκή συνοικία Rogos ή Rogoz, η «καρδιά» της οποίας εκτεινόταν πάνω από την οδό Εγνατία και έως το ύψος της οδού Φιλίππου και από την οδό Αγίου Νικολάου έως την οδό Βενιζέλου, εγκλωβίζοντας το μνημείο των Μαγεμένων. Μία οδός στη συνοικία αυτή ήταν η οδός Suretler (ή Ειδώλων) που πήρε το όνομά της από τη στοά των Ειδώλων (Μαγεμένες), γεγονός που αποδεικνύει την εντύπωση που ασκούσε στον κόσμο το σημαντικό αυτό μνημειακό σύνολο της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ο Αρδίτι, Εβραίος έμπορος, έκτισε την αυλή του σπιτιού του έτσι ούτως ώστε να εφάπτεται του αρχαίου μνημείου. Μάλιστα, όπως αναφέρεται σε κείμενο του μετέπειτα... άρπαγα των «Μαγεμένων», Εμανουέλ Μιλέρ, ο Αρδίτι αποσπούσε μικρά κομμάτια απ' αυτό, τα οποία και πωλούσε σε τουρίστες. «Ο ιδιοκτήτης, που βρίσκεται μέσα στην αυλή του το μνημείο, διασκεδάζει με τη σειρά του να σπάει από καιρού εις καιρόν κομματάκια και να τα πουλάει στους τουρίστες», σημείωνε, περιγράφοντας μία εικόνα εγκατάλειψης και φθοράς για το μνημείο, εκείνη την εποχή.

Είναι, ακόμη, γνωστό, από περιηγητές και ζωγράφους του 17ου και 18ου αιώνα, πως το υπερμέγεθες μνημείο αποτελούσε εντυπωσιακό αξιοθέατο για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλοι το χαρακτήριζαν ως το σημαντικότερο και ομορφότερο της πόλης.

Το 1997 βρέθηκε στην οδό Ρογκότη θραύσμα ενός ακόμα πεσσού, που διασώζει τμήμα της κεφαλής και του φτερού μιας Νίκης και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Η αρπαγή

Σε κάθε υπόθεση διαρπαγής υπάρχει ένας θύτης ή αλλιώς «ο άξεστος των θαυμάτων», ο «τρομοκράτης», κατά τον Οδυσσέα Ελύτη. Εν προκειμένω, στον ρόλο αυτό πρωταγωνίστησε ο Γάλλος Εμανουέλ Μιλέρ (1812-1886), ένας παλαιογράφος, υποτιθέμενος ελληνιστής.

Στις 10 Οκτωβρίου του 1864 ο ίδιος έγραφε στη σύζυγό του: «Βιάζομαι να σου στείλω την καλή, μεγάλη είδηση... Ο Σουλτάνος, μέσω του Μεγάλου Βεζύρη, του Φουάντ Πασά, μου έδωσε την άδεια να αποκολλήσω και να μεταφέρω στη Γαλλία οκτώ αγάλματα της Σαλονίκης, που ήθελα τόσο πολύ ...αλλά ...ο πληθυσμός έχει ήδη αρχίσει να εξάπτεται και να δυσανασχετεί. Είναι έξαλλοι που θα πάρω αυτά τα αγάλματα, τα οποία έχουν υποστεί τόσες φθορές».

Όπως προκύπτει από πηγές, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης (Έλληνες, Τούρκοι κι Εβραίοι) αντέδρασαν βίαια και συγκρούσθηκαν με Γάλλους στρατιώτες, που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη ούτως ώστε να εκτελέσουν τις εντολές απομάκρυνσης του αρχαίου μνημείου της Στοάς των Ειδώλων.

Ακολούθησε η αποξήλωση, ο τεμαχισμός και η μεταφορά των μνημείων, στις 4 Νοεμβρίου του 1864, όταν μια ομάδα από οκτώ βουβάλια πορεύτηκε μέσα από πολυδαίδαλα σοκάκια της πόλης, μεταφέροντας στο λιμάνι τις «Μαγεμένες». Τα τέσσερα αμφίπλευρα αγάλματα (της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας, του Γανυμήδη, ενός εκ των Διόσκουρων, της Αύρας και της Νίκης), φορτώθηκαν στο μεταγωγικό πλοίο «La Truite» και μεταφέρθηκαν στη Γαλλία.

Τα τέσσερα αμφίπλευρα αγάλματα, όπως εκτίθενται στον Λούβρο

Η αφαίρεση των περίφημων «Μαγεμένων» -γνωστών και ως «Καρυάτιδων» της Θεσσαλονίκης- ήταν η πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη κλοπή, με την άδεια, βεβαίως, των τότε οθωμανικών αρχών της πόλης.

Ο θρύλος

Η τελευταία φορά που οι «Μαγεμένες» εκτέθηκαν στο κοινό ήταν το 2011-12 στο πλαίσιο της έκθεσης «Η Αρχαία Μακεδονία και το βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Ίσως να μην πρόκειται για τυχαίο γεγονός, καθώς το πέπλο μύθου που περιβάλλει τα συγκεκριμένα αγάλματα εμπλέκει το όνομα του σπουδαίου στρατηλάτη.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα θρυλούμενα της μεταγενέστερης παράδοσης, ο Μέγας Αλέξανδρος προσεκάλεσε τον βασιλέα των Θρακών στη Θεσσαλονίκη, για να του ζητήσει να τον ενισχύσει στην εκστρατεία του. Μαζί με τον Θράκα βασιλιά, κατέφθασε και η γυναίκα του, η οποία, κατά τις διαβουλεύσεις των δύο ανδρών, φέρεται να γοητεύθηκε (ή γητεύθηκε...) από τον μεγάλο στρατηγό. Τυφλωμένος από ζήλια, ο βασιλέας της Θράκης διέταξε να κάνουν μάγια στον... εραστή της συζύγου του, έτσι ώστε, όταν αυτός θα περνούσε κάτω από τη Στοά, προκειμένου να κατευθυνθεί στο δωμάτιο της βασίλισσας, να απολιθωθεί!

Ο Μ. Αλέξανδρος πληροφορήθηκε εγκαίρως για τις προθέσεις του Θράκα βασιλιά και δεν έπεσε στην παγίδα. Η επίμονη, όμως, βασίλισσα δεν γνώριζε τις προθέσεις του συζύγου της και έτρεξε να βρει τον αγαπημένο της, με αποτέλεσμα τόσο εκείνη όσο και η συνοδεία της να «μαρμαρώσουν»...

Πέρα από την παράδοση, ο συμβολισμός του άλλοτε επιβλητικού μνημείου που δέσποζε στο κέντρο της πόλης, παραμένει παντελώς άγνωστος στους αρχαιολόγους. Όπως εξηγεί ο Αστ. Λιούτας, «δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά ή ιστορική πηγή από ανασκαφές που να συνδέει τις "Μαγεμένες" με κάτι συγκεκριμένο».

Το παρασκήνιο και η επιστροφή

Τον Σεπτέμβριο του 2014, μετά τη λήξη της 79ης Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, η ηγεσία της ΔΕΘ - Helexpo συσκέπτεται και, παρότι πρώιμα, συζητεί ποιο θα είναι το επόμενο μεγάλο βήμα, εν όψει και της επετειακής 80ής Έκθεσης του 2015, και η ιδέα συλλαμβάνεται: Η απόκτηση πιστών αντιγράφων των «Μαγεμένων» από το μουσείο του Λούβρου.

Με άκρα μυστικότητα, η ΔΕΘ - Helexpo αρχίζει διερευνητικά τις επαφές προκειμένου να διαπιστωθεί εάν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η ΔΕΘ απευθύνεται επίσημα στον τότε υπουργό Πολιτισμού Κώστα Τασούλα, ο οποίος δίνει το «πράσινο φως» για να ξεκινήσουν οι επαφές με το μουσείο του Λούβρου, υπό την υποστήριξη της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, ενώ ζητεί από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες να συνδράμουν τη ΔΕΘ.

Η διαδικασία κωλυσιεργεί λόγω των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Από την πλευρά του, ο νέος υπουργός Πολιτισμού, Νίκος Ξυδάκης, επιβεβαιώνει την υποστήριξη της κυβέρνησης στο εγχείρημα και στα τέλη Απριλίου δίνει εντολή στις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ να υποστηρίξουν το εγχείρημα, ενώ ξεκαθαρίζει ότι για την τοποθέτηση των αγαλμάτων, μετά το πέρας της 80ής ΔΕΘ, θα αποφασίσει αργότερα το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ).

Με το «πράσινο» φως, η ΔΕΘ προχωρεί στην παραγγελία των αντιγράφων, τα οποία συνοδεύονται και από τα εκμαγεία τους. Το αντίτιμο ορίζεται στις 150.000 ευρώ και για τη συγκέντρωση του ποσού συμβάλλουν με χρήματα το Εμπορικό και Επαγγελματικό Επιμελητήριο, καθώς και οι Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ) και Εταιρεία Υδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (ΕΥΑΘ).

Το αρμόδιο υπουργείο της Γαλλίας δίνει το τελικό «ΟΚ», μεταβιβάζει το αίτημα στη Γαλλική Ενωση Μουσείων και ειδοποιείται επισήμως το Μουσείου του Λούβρου.

Το ΔΣ της Helexpo αποφασίζει να στείλει την προκαταβολή, ωστόσο, λίγες ημέρες αργότερα, προκηρύσσεται η διενέργεια του δημοψηφίσματος και ακολούθως επιβάλλονται τα capital controls, με αποτέλεσμα η εταιρεία να μη δύναται ούτε να στείλει την εξόφληση ούτε να πληρώσει την εξειδικευμένη μεταφορική εταιρεία.

Εν τέλει, με την υποστήριξη του Θεσσαλονικιού και τότε αναπληρωτή ΥΠΟΙΚ, Δημήτρη Μάρδα, προχωρεί η αποπληρωμή της παραγγελίας. Τα προβλήματα εμφανίζονται εκ νέου με την πληρωμή της μεταφορικής εταιρείας, αλλά επιλύονται με τη βοήθεια της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ).

Τα αγάλματα φορτώνονται σε εμπορευματική πτήση, η οποία, μέσω Λειψίας, καταλήγει στη Θεσσαλονίκη, ενώ το ίδιο δρομολόγιο πραγματοποιούν και τα εκμαγεία, τα οποία θα επιτρέψουν σε όποιον το ζητήσει να αναπαραχθούν αντίγραφα.

Η επιστροφή είναι γεγονός...


Έπειτα από το πέρας της 80ής ΔΕΘ, κατά την οποία οι «Μαγεμένες» προσέλκυσαν περισσότερους από 170.000 επισκέπτες, η απόφαση για την επανατοποθέτηση των αντιγράφων αναμένεται να ληφθεί από το ΚΑΣ, που θα διαβουλευθεί με τον δήμο Θεσσαλονίκης, ενώ η ηγεσία της ΔΕΘ - Helexpo έχει ήδη αποφασίσει ότι προθυμοποιείται να παραδώσει και να τοποθετήσει τα αγάλματα στο σημείο που θα υποδειχθεί, υπό έναν, όμως, όρο. Πως όλα θα είναι έτοιμα για την εγκατάστασή τους και ότι δεν θα παραμείνουν στα αζήτητα, σε κάποια αποθήκη. Εξάλλου, όπως προσφάτως δήλωσε ο πρόεδρος της ΔΕΘ - Helexpo, Τάσος Τζήκας, «είναι σημαντικό ότι μετά το τέλος της έκθεσης τα αντίγραφα θα εκτεθούν στο κέντρο της πόλης και θα γίνουν μέρος της τουριστικής και πολιτιστικής προβολής της», δίνοντας, έτσι, ένα στίγμα των προθέσεων του ΔΣ της Έκθεσης.

 

Οι «Μαγεμένες» προσέλκυσαν περισσότερους από 170.000 επισκέπτες, μόνον κατά τη διάρκεια της 80ής ΔΕΘ

Οι «Μαγεμένες» θα συνεχίσουν να εκτίθενται στο Περίπτερο 3 της Έκθεσης έως τις 5 Ιανουαρίου του νέου έτους. Πλάι τους θα βρίσκεται εφεξής και το γύψινο αντίγραφο του μαρμάρινου θραύσματος από τον πέμπτο πεσσό του μνημείου, σε μία ιστορική επανασύνδεση, πρωτοβουλία της ΔΕΘ - Ηelexpo και συνεισφορά της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης.

Το ανέφικτο του επαναπατρισμού

Πέρα από τον εντυπωσιασμό και τη σαγήνη που αισθάνθηκαν όλοι όσοι θαύμασαν από κοντά τις «Μαγεμένες» στη ΔΕΘ, η έλευση των πιστά αποδοθέντων αντιγράφων στη Θεσσαλονίκη, αν μη τι άλλο, προκάλεσε ευφορία και στους αρχαιολόγους της πόλης, που γνωρίζουν πόσο σημαντική είναι, έστω και η... μερική, επιστροφή τους, για την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής, αλλά και για την Ιστορία της.

Εντούτοις, με «μπούσουλα» την απώλεια των Γλυπτών του Παρθενώνα και την αδύνατη, όπως διαφαίνεται όλα αυτά τα χρόνια, παρά τις εκτεταμένες προσπάθειες εντός κι εκτός της χώρας, επιστροφή τους, οι αρχαιολόγοι εκτιμούν πως κάτι παρόμοιο -αλλά επί τα χείρω- ισχύει και για την πλήρη αποκατάσταση των «Ελγινείων της Θεσσαλονίκης».

«Η όλη διαδικασία σχετικά με τα μάρμαρα του Παρθενώνα στηρίζεται στο ότι υπάρχει το μουσείο της Ακρόπολης, έχουμε τμήματά τους και λείπουν μόνον αυτά που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Αντιθέτως, εδώ στη Θεσσαλονίκη, δεν έχουμε την ακριβή θέση των "Μαγεμένων", οπότε, αυτομάτως, καθιστώνται ασθενή τα επιχειρήματά μας και γι' αυτό δεν έχει γίνει ακόμη κάποια κρούση», σημειώνει χαρακτηριστικά στη Voria.gr ο κ. Λιούτας. «Όλοι μας θα προτιμούσαμε την έλευση των πρωτοτύπων, κάτι το οποίο, όμως, προς το παρόν, είναι ανέφικτο», συμπληρώνει.

Βέβαια, εάν εντοπιστεί η πραγματική τοποθεσία των «Μαγεμένουν», τότε πολλά μπορεί ν' αλλάξουν, το παρελθόν να παραμείνει αναλλοίωτο και το μέλλον ακλόνητο, προς τέρψη του Γ. Σεφέρη...