Skip to main content

Μένουμε Θεσσαλονίκη: Το τέλος του «κοινωνικού Μπουταρισμού»

Πώς σχολιάζει η παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη» την καρατόμηση του Παναγιώτη Αβραμόπουλου από το προεδρείου του δημοτικού συμβουλίου.

Για ρήγματα και μετακινήσεις στο εσωτερικό της διοικούσας παράταξης, κάνει λόγο η παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη», με αφορμή την καρατόμηση του Παναγιώτη Αβραμόπουλου από το προεδρείου του δημοτικού συμβουλίου.

Όπως σημειώνει, «η αντίθεσή του με τον Γιάννη Μπουτάρη, που τον τελευταίο καιρό διαρκώς κλιμακώνεται μέχρις το «σημείο τήξης» της προηγούμενης Κυριακής, σηματοδοτεί την απομάκρυνση του δημάρχου και της διοίκησής του από αυτό το πολιτικό προφίλ».

Αναλυτικά η ανακοίνωση της παράταξης Μένουμε Θεσσαλονίκη:

Στις μέρες μας, η πολιτική συζήτηση στην δημόσια σφαίρα έχει δυστυχώς προ πολλού πάψει να διεξάγεται με σοβαρούς ιδεολογικο-πολιτικούς όρους. Πόσο μάλλον στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης που θεωρείται το κατ' εξοχήν πεδίο της εφηρμοσμένης πολιτικής, και άρα ένα πεδίο όπου κυριαρχούν όχι οι ιδέες και οι στρατηγικές, αλλά ο προσωπικός παράγοντας και οι τακτικισμοί.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα αναληθέστερο. Διότι αυτή ακριβώς η «εφηρμοσμένη πολιτική» υπακούει στην ίδια την εσωτερική λογική των πραγμάτων, κι έτσι σε επαναφέρει σε μια συζήτηση επί της ουσίας, στο πεδίο της στρατηγικής, των ιδεών και των οραμάτων -στο άλας, θα λέγαμε της πολιτικής.

Υπό αυτήν την έννοια, το χάσμα που άνοιξε ανάμεσα στον Π. Αβραμόπουλο και τον Γ. Μπουτάρη, με την απόφαση του τελευταίου να μην τον στηρίξει στην ανανέωση της θητείας του ως προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, δεν μπορεί να εξηγηθεί με τους όρους μιας προσωπικής διαμάχης ούτε με τους ατελείωτους βυζαντινισμούς στην ανάλυση των οποίων αρέσκονται οι τοπικές εφημερίδες.

Υποδηλώνει βαθύτερα ρήγματα και μετακινήσεις στο εσωτερικό της διοικούσας παράταξης -τα οποία μας αφορούν όλους, διότι ακριβώς μιλούμε για το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα της διακυβέρνησης της πόλης μας. Γι' αυτό και αξίζει να ασχοληθούμε.

Ο Παναγιώτης Αβραμόπουλος, εις εκ των ιδρυτικών στελεχών της Πρωτοβουλίας, αντιπροσώπευε πάντα στο εσωτερικό της μια διακριτή, προερχόμενη από την κεντροαριστερά τάση. Μια ευρωπαϊστική σοσιαλδημοκρατία με ανθρώπινο πρόσωπο και αυξημένες δημοκρατικές ευαισθησίες, που στήριζε και προωθούσε το όραμα «παγκοσμιοποίησης» που έφερε ο Γιάννης Μπουτάρης υπό την προϋπόθεση να διαφυλαχθεί και να προαχθεί ο φιλο-κοινωνικός και δημοκρατικός χαρακτήρας της διοίκησης και της διοικούσας παράταξης. Γι' αυτό και θα συνδέσει την θητεία του ως πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου με προσπάθειες αναβάθμισης της κοινωνικής υπευθυνότητας και ευαισθησίας της διοίκησης και του δήμου, αφενός, και αφετέρου με την αναβάθμιση του επιπέδου δημοκρατίας στις διαδικασίες του Συμβουλίου [προφανώς, πάντοτε στο πολιτικό πλαίσιο που περιγράψαμε και υπό τις κατευθύνσεις που έθετε η ίδια η διοικούσα παράταξη].

Επομένως, η αντίθεσή του με τον Γιάννη Μπουτάρη, που τον τελευταίο καιρό διαρκώς κλιμακώνεται μέχρις το «σημείο τήξης» της προηγούμενης Κυριακής, σηματοδοτεί την απομάκρυνση του δημάρχου και της διοίκησής του από αυτό το πολιτικό προφίλ. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η εσωτερική λογική των πραγμάτων την οποία αναφέραμε στην αρχή· το κλειδί για να την κατανοήσουμε, μάλιστα, βρίσκεται ακριβώς σε αυτήν την αντίφαση που κυοφορεί αυτή η απόπειρα να γίνει μια σύνθεση μεταξύ της σκληρά παγκοσμιοποιητικής, τεχνοκρατικής, και υπερ-νεοφιλελεύθερης τοποθέτησης του Γιάννη Μπουτάρη και του «εκσυγχρονισμού με φιλολαϊκό πρόσωπο» που πρέσβευε ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Μια αντίθεση, που θα εκφραστεί και κατά την εξέλιξη της ίδιας της πορείας διακυβέρνησης του Δήμου μας:

Από τη μια πλευρά ο δήμαρχος θα συνδεθεί κατ' εξοχήν με τις μεγάλες εξουσίες (από τους Τούρκους επεκτατιστές, το κράτος του Ισραήλ και την αμερικανοσιωνιστική AIPAC, μέχρι τον Σουλτς, το αμερικάνικο προξενείο κ.ο.κ.), το μεγάλο κεφάλαιο (αεροπορικές εταιρείες, τράπεζες, επίδοξοι επενδυτές της τουριστικής Θεσσαλονίκης), και τους διεθνείς οργανισμούς και ιδρύματα (Ίδρυμα Σόρος, Παγκόσμια Τράπεζα, Ίδρυμα Ροκφέλερ κ.ο.κ.). Έτσι, θα «απογειωθεί» σταδιακά όχι μόνον από τα προβλήματα της θεσσαλονικιώτικης πλειοψηφίας και των συνοικιών που αυτή διαμένει, αλλά και από τις σκοπέλους της ίδιας της διακυβέρνησής του. Έτσι, ολοένα και περισσότερο κατά τα τελευταία χρόνια, θα τον ακούμε στο δημοτικό συμβούλιο να ονειροβατεί ολοένα και περισσότερο προς αφελείς ουτοπίες μιας α-εθνικής τουριστικής μητρόπολης, η οποία αναμένεται τάχα να υπερβεί τις αδήριτες πραγματικότητες των γειτονικών σωβινιστικών επεκτατισμών, της οικονομικής κρίσης, της αποβιομηχάνισης, της βαθιάς κρίσης του δημοκρατικού πολιτεύματος, της πολιτιστικής παρακμής, με το να ανακράξει προς πάσα κατεύθυνση ότι τα πάντα έχουν μια τιμή (ευκαιρίας) και αναδιαμορφώνονται κατ' εντολήν του πλειοδότη.

Την ίδια στιγμή, και λόγω της ιδιαίτερης φύσης της θέσης που διατηρούσε, ο Παναγιώτης Αβραμόπουλος θα παραμείνει στην «γήινη πραγματικότητα» του Δήμου Θεσσαλονίκης, θα εξαναγκάζεται στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου να βγάζει τα κάστανα από τις συχνές πυρκαγιές που άναβε το ναυάγιο της τοπικής διακυβέρνησης, και θα έρχεται πολύ συχνότερα –και εντονότερα– σε επαφή με τα πραγματικά (άλλες φορές μηδαμινά, και άλλες σαφέστατα αντικοινωνικά) αποτελέσματα αυτής της παγκοσμιοποιητικής στρατηγικής.

Αυτή η διάσταση μεταξύ πολιτικών αντιλήψεων που βρίσκονταν στην ίδια πολιτική στέγη θα εκφραστεί και σε επίπεδο ρητορικής καθώς ο Δήμαρχος θα διολισθαίνει ολοένα και περισσότερο στην υιοθέτηση της οικονομίστικης αργκό της παγκοσμιοποιημένης τεχνοκρατίας: Έτσι, θα πάψει σχεδόν να αναφέρεται σε «πολίτες» και στην δυνατότητα ενδυνάμωσης της κοινωνίας και των τοπικών θεσμών, με τον λόγο του να επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στην επισήμανση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που επιτάσσει η τουριστική ανάπτυξη και οι ανάγκες της τουριστικής ζήτησης, οι διεθνείς οργανισμοί κ.ο.κ.

Εν τέλει, η συναίνεση που εκδηλώθηκε πάνω στην ψήφιση του δανείου από το Συμβούλιο δεν λειτούργησε ως ευκαιρία για αναδιαπραγμάτευση των συσχετισμών μεταξύ αυτών των δύο γραμμών στο εσωτερικό της διοικούσας παράταξης αλλά ως προσωρινή ανακωχή. Την οποία χρησιμοποίησε ο δήμαρχος για να εξουδετερώσει το πιο ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί της τάσης που θα επιθυμούσε σοβαρές «διορθώσεις» στη γραμμή της δημοτικής διακυβέρνησης.

Έτσι, τέσσερις μέρες αφότου ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου τοποθετήθηκε υπέρ της σύναψης του δανείου στο όνομα της «ενότητας της παράταξης» ο δήμαρχος θα «ανταποδώσει» βάζοντας στην θέση του την αντιδήμαρχο που σφράγισε την θητεία της στην αντιδημαρχία Κοινωνικής Πολιτικής καθιερώνοντας συνεργασίες με το Ίδρυμα Σόρος και τις ποικιλώνυμες ΜΚΟ. Αναμφίβολα, η επιλογή αυτή ταιριάζει καλύτερα στο προφίλ μιας διοίκησης που θα συνδέσει την δυνατότητα υλοποίησης τοπικών έργων με τις αποφάνσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των τεχνο-οικονομικών της συμβούλων.

Με αυτόν τον τρόπο, θα κλείσει ένας κύκλος, ξεκαθαρίζοντας την πολιτική φυσιογνωμία της διοίκησης Μπουτάρη, ακόμα και στα μάτια των πιο δύσπιστων:

Από την μία, η πολιτική της παγκοσμιοποίησης ταυτίζεται με την «τραπεζοκρατία» και τις αναγκαιότητες που επιτάσσουν τα μεγάλα γεωπολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα.

Και από την άλλη, η τάση που συνέπραττε σε αυτήν την κατεύθυνση, ή έστω την ανεχόταν, προσπαθώντας παράλληλα να την μπολιάσει σε μεγαλύτερες κοινωνικές και πολιτικές ευαισθησίες, θα συναντήσει τα όριά της. Ακριβώς, διότι η απόπειρά της όσο κι αν θέλει να παρουσιάζεται ως ρεαλιστική, στην πράξη την υποτιμάει ή την αγνοεί: Η παγκοσμιοποίηση όχι μόνον έχει ταυτιστεί κοινωνικά με συγκεκριμένα συμφέροντα των ελίτ, που είναι εντελώς μειοψηφικά, αλλά οδηγεί επιπλέον στην καταβύθιση της πλειονότητας.

Επομένως, είναι αδύνατο πολιτικά να υπερασπιστεί κανείς την συνοχή της τοπικής κοινότητας συμπράττοντας σε ένα δημοτικό σχέδιο για την παγκοσμιοποίησή της.

Υπό αυτήν την έννοια, η σοσιαλδημοκρατία και η κεντροαριστερά που παίρνει στα σοβαρά τις διακηρύξεις της για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, θα πρέπει να αντιτάσσεται και όχι να συμπράττει στην παγκοσμιοποίηση της πόλης.

Υ.Γ. Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα πολιτικά ρεύματα που παρεμβαίνουν στον Δήμο, τους κυβερνώντες του ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και την δεξιά: Που κινούνται μεταξύ αντιπολίτευσης και συμπολίτευσης ακριβώς διότι δεν επιθυμούν να πάρουν ξεκάθαρη θέση για την αιχμή της πολιτικής που πρεσβεύει ο Γ. Μπουτάρης. Και ως προς αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο που, η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ θα ψηφίσει το δάνειο της ΕΤΕπ με ψήφους 2 υπέρ έναντι 1 κατά (του Γιώργου Αβαρλή), ενώ οι Εντάξει, θα κρυφτούν πίσω από κάποιες ρητορικές αιχμές για να υποκρύψουν το γεγονός ότι αποχώρησαν για να μην καταψηφίσουν το δάνειο.