Skip to main content

Ποιο είναι στις μέρες μας το νόημα της Πρωτομαγιάς

Στην Ελλάδα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, είναι καιρός να θυμηθεί ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός τι είναι ο διαρκής αγώνας για ένα καλύτερο αύριο

Σε μια χώρα που μαστίζεται επί τουλάχιστον επτά χρόνια από τα υψηλά ποσοστά επίσημης και την εκρηκτική πολλαπλάσια ανεπίσημη –πλην όμως πραγματική- ανεργία, να ονομάζεις αργία την Πρωτομαγιά είναι φραστικά μάλλον μια πολύ σωστή κίνηση. Διότι για να κάνεις απεργία χρειάζεται να έχεις εργασία. Ο άνεργος δεν απεργεί.

Από την άλλη, δεν τη λες και γιορτή, εκτός αν κάποιοι γιορτάζουν την άνοιξη, τα λουλούδια, τους μπαξέδες και τη σταδιακή έλευση του καλοκαιριού. Αφήνω όμως τα σύγχρονα «παιδιά των λουλουδιών» στις γιορτές τους και έρχομαι στο νόημα της Πρωτομαγιάς, στη σύγχρονη Ελλάδα.

Από το «κάθε σπίτι και τουλάχιστον ένας εργαζόμενος», φτάσαμε στην εποχή των μνημονίων στο «κάθε σπίτι και άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι ή υποαμειβόμενοι ή συνταξιούχοι με ψίχουλα». Κοντεύουμε να φτάσουμε στο κάθε νοικοκυριό στο τοπικό συσσίτιο κι ας κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου οι κυβερνώντες, γενικώς οι πολιτικοί, αλλά και οι βολεμένοι στο δημόσιο, τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και σε μεγάλες εταιρίες, που δεν αντιμετωπίζουν εξαιρετικά μεγάλα οικονομικά προβλήματα και υπέστησαν μεν περικοπές στις αμοιβές τους, αλλά όχι και σοκ.

Στη σημερινή Ελλάδα η αυριανή μέρα είναι ημέρα ντροπής. Για όλους μας. Και για όσους κυβέρνησαν και κυβερνούν και για όσους έχουν κάποια εξουσία στα χέρια τους και για εμάς τους εργαζόμενους στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, τους συνταξιούχους, τους νέους, όλους...

Η Πρωτομαγιά είχε χάσει το νόημά της στην Ελλάδα πολύ προτού μπει η χώρα στη δίνη της κρίσης. Το αποδείκνυαν οι συγκεντρώσεις που οργάνωναν για τη συγκεκριμένη επέτειο τα συνδικαλιστικά σωματεία. Ο κόσμος έσπευδε μαζικά στην ύπαιθρο για να ψήσει, να διασκεδάσει, να πάρει αέρα... Ανυποψίαστος για το τι θα συνέβαινε λίγα χρόνια μετά, ξέχασε το βαθύ νόημα της Πρωτομαγιάς, είχε προ πολλού ξεχάσει τους αγώνες, διότι για αρκετές γενιές δεν χρειάστηκε να αγωνιστεί και «απονεκρώθηκε».

Αυτή ήταν η Ελλάδα και σε αυτή την κατάσταση τη βρήκε η κρίση. Εργαζόμενοι σχεδόν βολεμένοι ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα, με τις τόσες επιχειρήσεις – φούσκες, με την επίπλαστη ανάπτυξη και το πολύ ζεστό χρήμα στην αγορά, δεν είχαν κανένα λόγο να μπουν στη διαδικασία της αγωνιστικής διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών εργασίας, καλύτερων αμοιβών, μεγαλύτερων ωφελειών από τα κέρδη των εταιριών.

Και οι επιχειρηματίες όμως, όπως άλλωστε και το κράτος, σε αυτή τη λογική κινήθηκαν. Για να μην έχουν μπελάδες στο κεφάλι τους από έναν ή περισσότερους «στραβούς» συνδικαλιστές, δεν δίσταζαν να υποχωρήσουν ακόμη και σε παράλογες απαιτήσεις. Διότι –οφείλουμε κι εμείς όλοι να το παραδεχτούμε- φτάσαμε πολλοί εργαζόμενοι να έχουμε πλέον παράλογες απαιτήσεις, ανάλογες του παραλογισμού των αφεντικών σε προηγούμενες δεκαετίες, ο οποίος συνεχίστηκε και συνεχίζεται βεβαίως και σήμερα.

Δεν σεβαστήκαμε την εργασία μας. Ξεχάσαμε ότι μας δίνει ψωμί για να ζούμε. Αδιαφορήσαμε για τυχόν προβλήματα της επιχείρησης ή του φορέα που μας απασχολούσε. Ξαφνικά τα μάθαμε όλα και διεκδικούσαμε. Μόνο διεκδικούσαμε. Και οι «απεργίες» πολλαπλασιάζονταν με τα χρόνια, ακόμη και για γελοίους λόγους, διότι για πολλούς από εμάς, η απώλεια τριών και τεσσάρων και περισσοτέρων ημερομισθίων δεν έφερνε δα και την καταστροφή... Ποιος ξεχνά τις μέρες εκτόξευσης της κατανάλωσης στην αγορά; Όποτε υπήρχαν απεργίες στα μαγαζιά έκαναν πάρτι. Οι απεργοί επιδίδονταν στην άρση βαρών. Όπου βάρη τα αμέτρητα ψώνια.

Όσο τα αφεντικά έβγαζαν τεράστια κέρδη, δεν είχαν κανένα λόγο να αντιδρούν. Όταν όμως τα κέρδη περιορίστηκαν, το πρώτο θύμα ήταν ο κόσμος της εργασίας.

Με τους αγώνες πια απομυθοποιημένους έως –σε ορισμένες περιπτώσεις- απονομιμοποιημένους ή χωρίς ηθική βάση, οι εργαζόμενοι υπήρξαν ο πρώτος στόχος των δανειστών, αλλά και του εγχώριου κεφαλαίου. Εξαντλώντας οικονομικά και εργασιακά τους εργαζόμενους, με το χειρότερο τρόπο, αυτόν της ανεργίας, εύκολα χειραγώγησαν τον κόσμο της εργασίας και οι κατακτήσεις δεκαετιών χάθηκαν μέσα σε λιγότερα από πέντε χρόνια.

Στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι δεν δέχτηκαν κάποια ομαλή μετάβαση από τα πολλά στα λίγα. Δέχτηκαν ένα σοκ. Από τα... καλά στο μηδέν και πολλοί στο μείον. Και το χειρότερο όλων ήταν ότι όσοι αναγκάστηκαν σε ανεργία δεν είχαν και δεν έχουν ακόμη και σήμερα ελπίδα στην αξιοπρεπή εργασία.

Η Πρωτομαγιά είχε ως συμβολισμό τη διεκδίκηση της οχτάωρης εργασίας. Στην Ελλάδα είμαστε ακόμη πιο πίσω κι από τις διεκδικήσεις των εργατών στο Σικάγο το 1886. Κυρίαρχη πλέον δεν είναι η εργασία, αλλά αθροιστικά η ανεργία και η υποαπασχόληση.

Δυστυχώς, το μοντέλο της εξαθλίωσης των εργαζομένων ή σωστότερα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, καθώς είναι προφανές πια πως το βαρέλι δεν έχει πάτο και κανείς δεν ενδιαφέρεται να φτιάξει πάτο. Οι κυβερνώντες δεν έχουν ούτε μια πρόταση, ούτε μια παρέμβαση για να ανακάμψει ο κόσμος της εργασίας κι ας επαίρονται ότι προασπίζουν τα δικαιώματά του (όσα απέμειναν) έναντι των παράλογων απαιτήσεων του ξένου παράγοντα. Αστειότητες, που δυστυχώς εσχάτως επικαλέστηκε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Οι «κόκκινες γραμμές» έχουν σβηστεί εδώ και χρόνια και οι οσφυοκάμπτες περίσσεψαν.

Η Πρωτομαγιά συμβολίζει την πάλη των τάξεων. Συμβολίζει την αναγκαιότητα για αγώνες του κόσμου της εργασίας, προκειμένου να αποκτήσει τα αυτονόητα. Με την ήττα που έχει δεχτεί ο εργαζόμενος στην Ελλάδα, το ξεβόλεμα από τον καναπέ και οι αγώνες είναι πια μονόδρομος. Όσο δεν το καταλαβαίνουμε, τόσο η κατάσταση θα χειροτερεύει. Δεν είναι καιρός πια να ξαναθυμηθούμε την Πρωτομαγιά και το νόημά της; Διότι τίποτα δεν θα χαριστεί σε κανέναν.

Χωρίς αγώνα, με δίκαια αιτήματα, χωρίς πάλη και σύγκρουση, τίποτα δεν θα επανέλθει από μόνο του ή χάρις στη... μεγαλοψυχία άλλων. Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι υποαπασχολούμενοι έχουν μόνο έναν δρόμο. Δεν θα ανακαλύψουν την Αμερική, αλλά θα πρέπει να θυμηθούν τι έγινε εκεί πριν από 131 χρόνια. Αν το παιδί δεν κλάψει δεν του δίνει η μάνα να φάει, λέει ο θυμόσοφος λαός μας. Και η Πρωτομαγιά δεν είναι αργία. Είναι απεργία, είναι διεκδίκηση, είναι αγώνας, είναι η μόνιμη υπενθύμιση ότι σ' αυτό τον κόσμο θα υπάρχουν πάντα πατρίκιοι και πληβείοι, όπως και η διαχρονική πάλη για να ανατραπεί αυτός ο διαχωρισμός. Γι' αυτό οι αγώνες δεν πρέπει να σταματούν ποτέ. Ακόμη κι αν περάσουμε κάποια στιγμή στην απέναντι όχθη. Έρχονται κι άλλες γενιές και οφείλουμε να αγωνιστούμε και γι' αυτές.