Skip to main content

Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα από Μαδρίτη για... Θεσσαλονίκη

Η κατάσταση στην αγορά της πόλης και οι σκέψεις ενός Θεσσαλονικιού εμπόρου που τις τελευταίες μέρες βρέθηκε στην ταλανιζόμενη Ισπανία...

Η εικόνα του κύκλου του εμπορίου και της αγοράς στη Θεσσαλονίκη είναι απογοητευτική, με βάση τα στοιχεία του βαρόμετρου που ανακοίνωσε το Εμπορικό και Βιομηχανικό επιμελητήριο για το προηγούμενο εξάμηνο και δημοσίευσε αναλυτικά η Voria.gr.

Η απογοήτευση δεν έγκειται τόσο στο κλίμα ηττοπάθειας που φαίνεται ότι υπάρχει, ως συνέπεια της πολύχρονης κρίσης και ύφεσης, της υψηλής ανεργίας, της μείωσης των εισοδημάτων και του περιορισμού της κατανάλωσης.

Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα σημάδια της νοοτροπίας που καταγράφονται στην έρευνα, τόσο ανάμεσα στους καταναλωτές, όσο και ανάμεσα στους επιχειρηματίες. Αποτυπώματα που αποτελούν ισχυρές ενδείξεις στα όρια των αποδείξεων πως όταν η ανάκαμψη φτάσει στην αγορά της Θεσσαλονίκης θα είναι αργή και εξαιρετικά σταδιακή.

Σημειώστε τα ακόλουθα ως προβληματισμό ή –αν προτιμάτε- homework, όπως έλεγαν παλιά στα Φροντιστήρια αγγλικών το διάβασμα στο σπίτι:

Πρώτον, σύμφωνα με την έρευνα οι Θεσσαλονικείς καταναλωτές –τουλάχιστον ο ένας στους δύο- προκειμένου να ψωνίσουν αναζητούν τις προσφορές που γίνονται στην αγορά από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και τα άλλα πολυκαταστήματα. Με απλά λόγια, ψάχνουν σήμερα τις προσφορές επειδή δεν τους φτάνουν τα λεφτά. Όταν υπήρχαν λεφτά ψώνιζαν χωρίς να ψάχνουν στην αγορά και χωρίς να αναζητούν τις καλύτερες τιμές, όπως κάνουν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δεκαετίες τώρα. Εκείνοι που ακόμη έτρωγαν βαλανίδια και ζούσαν σε σπηλιές όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες ή στα καθ’ ημάς ο Μέγας Αλέξανδρος κατακτούσε τον κόσμο Διότι οι προσφορές δεν εμφανίστηκαν μέσα στην κρίση, ούτε στην Ελλάδα. Υπήρχαν πάντοτε. Μόνο που στη χώρα μιας μόνο κατ’ επίφασιν ελεύθερης οικονομίας, το ψάξιμο στην αγορά είναι… κουραστικό. Όπως και ο προγραμματισμός. Κι εφόσον λεφτά υπάρχουν δε χρειάζεται κόπος, ούτε παζάρια. Άλλωστε είναι γνωστό το αρχοντικό στιλ του νεοέλληνα, ιδιαίτερα όταν έχει γεμάτες τσέπες για να αδειάσει και άδειες πιστωτικές κάρτες για να φουλάρει. Το ίδιο ακριβώς δεν έγινε και με τα πάσης φύσεως –στεγαστικά, καταναλωτικά, τουριστικά κ.λπ.- δάνεια, που τώρα νιώθει ότι τον κυνηγούν;

Δεύτερον,  στην ίδια έρευνα – βαρόμετρο οι επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης αποτιμούν ως αρνητικό το επενδυτικό κλίμα, ενώ στηρίζουν πολλές ελπίδες για την ανάπτυξη της περιοχής στην παραχώρηση, σε ιδιώτες, του αεροδρομίου «Μακεδονία» και του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.

Εύλογη απορία: αν το επενδυτικό κλίμα είναι αρνητικό, πως θα αλλάξει η κατάσταση χωρίς να υπάρξουν επενδυτικές κινήσεις; Διότι χωρίς επενδύσεις στην οικονομία και την επιχειρηματικότητα δεν υπάρχει ούτε παρόν, ούτε μέλλον. Η ζωή από μόνη της ίσως κάποια στιγμή να πάει μπροστά, αλλά η τροφή θα είναι τόσο αργή, που δεν θα προλάβουν να τη δουν οι σημερινοί μικρομεσαίοι επιχειρηματίες.

Εύλογη απορία Νο 2: την ανάπτυξη, που προφανώς θα έρθει εάν το λιμάνι και το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης γίνουν πιο αποδοτικά –περισσότερα φορτία στα κρηπιδώματα, περισσότεροι επιβάτες στα αεροπλάνα- την τροφοδοτούν κάποιοι επενδυτές με τα κεφάλαια και την τεχνογνωσία τους, αλλά κερδισμένοι θα βγουν και όλοι οι υπόλοιποι, οι οποίοι απλώς θα επωφεληθούν; Κάτι δε στέκει λογικά στην εξίσωση «αυτοί πληρώνουν, όλοι κερδίζουμε». Διότι η αλήθεια είναι ότι για να κερδίσουν από την ανάπτυξη μέσω λιμένος και αεροδρομίου οι επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης θα πρέπει κι εκείνοι να επενδύσουν και να λάβουν εγκαίρως τις κατάλληλες θέσεις. Διαφορετικά θα βλέπουν τα τρένα να περνούν, ίσως με συγκίνηση όπως ο Κέες Πόπινγκα, στον οποίο θα μοιάζουν απελπιστικά*.

Είναι η ίδια λογική πολλών εμπόρων του κέντρου της πόλης, οι οποίοι αντιδρούν στο άνοιγμα της αγοράς τις Κυριακές. «Φέρτε τον κόσμο κι εμείς θα ανοίξουμε τα μαγαζιά μας!».

Ειδικά για την λανθασμένη και ενοχλητικά επίμονη νοοτροπία των μικρομεσαίων επιχειρηματιών, οι οποίοι όντως αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της (παλιάς;) ελληνικής οικονομίας, ευθύνη έχουν όσοι –Έλληνες και ξένοι, δηλαδή τροϊκανοί- αποφεύγουν από την αρχή της κρίσης να μιλήσουν ωμά και ξάστερα. Να πουν σε απλά ελληνικά, ώστε να το καταλάβουν όλοι, ότι ένα από τα πιο καθοριστικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες είναι ο κατακερματισμός της αγοράς. Οι εκατοντάδες χιλιάδες μικρο-μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν μπορούν στο σύνολό τους να επιβιώσουν με όρους υγιούς ανταγωνισμού και χρόνια τώρα οι περισσότερες συντηρούνται δια της πλαγίας οδού –φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή, φοροκλοπή, εισφοροδιαφυγή, μεταχρονολογημένες επιταγές, συντεχνιακά προνόμια, συνδικαλιστικά τερτίπια και ακριβές τιμές προς καταναλωτές, οι οποίοι βαριούνται να ψάξουν. Εάν υπάρξει επόμενη –υγιής- φάση για την ελληνική οικονομία όλοι αυτοί δε χωράνε στην αγορά, ακόμη κι αν κάποιοι είναι έμποροι τρίτης γενιάς, κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι έχουν κάνει όνομα και κάποιοι τρίτοι αδυνατούν να σκεφτούν για τον εαυτό τους οτιδήποτε άλλο ή –ακόμη δυσκολότερο- είναι εκλεγμένοι εκπρόσωποι στον κλάδο τους!  

Υ.Γ. Τις τελευταίες ημέρες ένας Θεσσαλονικιός του παραδοσιακού εμπορίου βρέθηκε στην Ισπανία, μια χώρα που με ευρωπαϊκούς όρους του 21ου αιώνα αυτή την περίοδο βιώνει ψυχολογία –αν όχι συνθήκες- εμφυλίου πολέμου. Έκπληκτος κατάλαβε γρήγορα ότι στη Μαδρίτη –και γενικότερα στη χώρα- εκτός από τον καλοκαιρινό, τον αθλητικό, τον πολιτιστικό και τον γαστρονομικό τουρισμό υπάρχει και ο καταναλωτικός τουρισμός. Τα καταστήματα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία μεγάλες εγχώριες ή πολυεθνικές αλυσίδες, αλλά και σχετικά λίγες μεμονωμένες και παραδοσιακές επιχειρήσεις, λειτουργούν επτά ημέρες την εβδομάδα, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ρωτώντας πληροφορήθηκε ότι αυτό δεν συνέβαινε πάντα, αλλά τα τελευταία 15 – 20 χρόνια τα πράγματα άλλαξαν. Όπως του εξήγησαν η αγορά της Μαδρίτης, της Ισπανίας ολόκληρης με την υψηλότατη ανεργία, δε μπορούσε να παραμείνει στάσιμη. Αντί, λοιπόν, να περιμένει άρχισε να κτίζει την επόμενη ημέρα με αντιφατικές πρώτες ύλες «πρώτες ύλες», που από διαφορετικούς δρόμους κατέτειναν στο ίδιο αποτέλεσμα. Τη Ρεάλ και την Ατλέτικο. Τη Γερνίκα του Πικάσο και το Πράδο του Γκόγια και των άλλων Ισπανών ζωγράφων. Τη διασκέδαση και κυρίως τα ποτά και τα ξενύχτια. Ό,τι έχει ο καθένας…

*«Σε ό,τι αφορά προσωπικά τον Κέες Πόπινγκα, πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι στις οκτώ η ώρα το βράδυ υπήρχε ακόμη χρόνος, καθώς το πεπρωμένο του δεν είχε ακόμη καθοριστεί. Όμως χρόνος για τί; Μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό απ' αυτό που επρόκειτο να κάνει, έχοντας εξάλλου την απόλυτη πεποίθηση ότι οι κινήσεις του δεν θα είχαν μεγαλύτερη σημασία απ' ότι κατά τη διάρκεια των χιλιάδων, των μυριάδων ημερών που προηγήθηκαν;

Θα σήκωνε τους ώμους του με αδιαφορία αν του έλεγαν ότι η ζωή του θα άλλαζε απότομα και ότι αυτή η φωτογραφία, που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και τον έδειχνε όρθιο στο κέντρο της οικογένειάς του, με το χέρι του νωχελικά ακουμπισμένο στη ράχη μιας καρέκλας, θα δημοσιευόταν σε όλες τις εφημερίδες της Ευρώπης.

Τέλος, αν είχε ψάξει μέσα του, με πλήρη συνείδηση, για να βρει τί θα μπορούσε να τον προδιαθέσει για ένα ταραχώδες μέλλον, σίγουρα δεν θα είχε σκεφτεί τη φευγαλέα εκείνη, σχεδόν ένοχη συγκίνηση, που τον συγκλόνιζε όταν έβλεπε να περνούν τρένα, κυρίως νυχτερινά, με κατεβασμένα τα στόρια που σκέπαζαν το μυστήριο των επιβατών.»

Στο μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» η τακτική και καλοβολεμένη ζωή του ήρωα, ο οποίος ζει σε μια επαρχιακή πόλη της Ολλανδίας, ανατρέπεται από τη μία στιγμή στην άλλη, όταν ανακαλύπτει ότι το αφεντικό του ετοιμάζεται να εξαφανιστεί αφήνοντας τους άλλους να πιστέψουν ότι αυτοκτόνησε. Γίνεται άλλος άνθρωπος. Και αρχίζει έτσι μια περιπλάνηση από το Άμστερνταμ στο Παρίσι με απροσδόκητες εξελίξεις, προσπαθώντας να εκδικηθεί την κοινωνία για τη μέτρια ζωή του και να αφεθεί στην ηδονή του εγκλήματος. Το βιβλίο γράφτηκε το 1937, ογδόντα χρόνια πριν.