Skip to main content

«Παράσταση νίκης» στην οικονομία για να έρθει η ανάπτυξη

Οι διαχειριστές της Ελλάδας οφείλουν να δημιουργήσουν «παράσταση νίκης» για την οικονομία, ακριβώς για να έρθει η χειροπιαστή ανάπτυξη.

Οι ψύχραιμοι και έμπειροι πολιτικοί όταν διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις υπολογίζουν ακόμη περισσότερο και από την πρόθεση ψήφου την παράσταση νίκης.

Τις απαντήσεις δηλαδή στο ερώτημα «ποιος θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές;», που αποτυπώνουν το κλίμα και την αίσθηση της κοινωνίας για τις πολιτικές εξελίξεις. Μια ερώτηση που έναντι όλων των άλλων σε ένα πολιτικό γκάλοπ έχει πλεονέκτημα, αφού στην ουσία αποτελεί ένα δίλλημα. Διότι τα κόμματα που μπορεί ο καθένας να ψηφίσει είναι πολλά –τουλάχιστον έξι, επτά ή οκτώ που βρίσκονται εντός ή στα όρια του κοινοβουλίου-, ενώ για το ποιος θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές δεν παίζουν πάνω από δύο.

Υπάρχει, όμως, κι ένας ακόμη λόγος που η πρόθεση ψήφου έχει σημασία. Αποτυπώνει την γενική αίσθηση, που ακόμη και στην ανώριμη Ελλάδα, στη χώρα – παιδική χαρά, όπου ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα, με τους πολίτες – υπηκόους που άγονται και φέρονται αποκλειστικά από τα συμφεροντάκια τους,  έχει αποδειχθεί ότι υπακούει σε κάποια λογική. Ίσως της στιγμής, αλλά πάντως λογική, που έχει στον πυρήνα της την αισιοδοξία, την πεποίθηση ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, αρκεί να αλλάξει ο τιμονιέρης.

Ανεξάρτητα από τους λόγους που ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές του 1981 με 48% η πολιτική αλλαγή ήταν το βασικό αίτημα της εποχής. Το ίδιο συνέβη και την περίοδο 1989 – 1990, όταν το καθεστωτικό, πλέον, ΠΑΣΟΚ έχασε την εξουσία, παρά τα κόλπα τιου εκλογικού νόμου. Η επιστροφή του Ανδρέα στην εξουσία το 1993 ήταν ένας συνδυασμός δικαίωσης και απογοήτευσης από την διακυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη, ενώ και η νίκη Καραμανλή το 2004 είχε σχέση τόσο με τη σήψη της περιόδου Σημίτη, όσο και με την ελπίδα ενός νέου και με βαρύ όνομα πολιτικού.

Το 2009 ο κόσμος ψήφισε Γ. Παπανδρέου κυρίως επειδή ήθελε να διώξει την τάξη πραγμάτων του Κ. Καραμανλή που τον απογοήτευσε, ενώ η νίκη Τσίπρα το 2015 ήταν η βαλβίδα ασφαλείας, μετά τη συντριβή των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων στα χρόνια των Μνημονίων, της ύφεσης και της γενικευμένης κρίσης.         

Κατ’ αντιστοιχία, στην οικονομία η εικόνα διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό από το κλίμα που υπάρχει. Το συγκεκριμένο πεδίο είναι ευάλωτο στην περίφημη «αυτοεκπληρούμενη προφητεία».  Στην αγορά οι καταστάσεις αλλάζουν πολύ πιο δύσκολα για τον απλούστατο λόγο ότι οι πεποιθήσεις εμπεδώνονται περισσότερο από την πραγματικότητα που ζει ο καθένας και λιγότερο από την προσδοκία.

Σε αντίθεση με την πολιτική, που για τους κανονικούς ανθρώπους είναι κάτι σχετικώς απροσδιόριστο –τις τελευταίες ημέρες ο Τσίπρας συναντήθηκε με τους Ευρωπαίους ηγέτες χωρίς η ελληνική κοινωνία να μπορεί να αποκωδικοποιήσει αξιόπιστα τι σημαίνουν αυτές ακριβώς οι συναντήσεις- στην οικονομία τα πράγματα είναι πιο χειροπιαστά. Διότι μπορεί κάποιος στη Θεσσαλονίκη να μην αντιλαμβάνεται επακριβώς την αξία της αναβάθμισης του λιμανιού ή του αεροδρομίου, αλλά γνωρίζει από πρώτο χέρι τι συμβαίνει στη δουλειά του, στην ανεργία του, στο σπίτι του, στην τσέπη του. Όπως αντιλαμβάνεται και τα δεδομένα των συγγενών, φίλων ή συναδέλφων.

Με αυτή την έννοια η απαισιοδοξία των καταναλωτών και των επιχειρηματιών της Θεσσαλονίκης –όπως καταγράφεται στο πρόσφατο βαρόμετρο του ΕΒΕΘ- και της χώρας συνιστά πολύ υψηλό εμπόδιο στην πορεία για την αντιστροφή της κατάστασης. Πολύ περισσότερο που η απόσταση από τους Ευρωπαίους είναι χαώδης. Η ομάδα δεν έχει ηθικό. Κατεβαίνει στο γήπεδο για να φάει τα λιγότερα δυνατά και αυτό τις στερεί την ελπίδα να νικήσει ή να αποσπάσει ισοπαλία. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα θετικό σοκ, που όπως εννοεί η λέξη πρέπει να είναι γρήγορο ή καλύτερα απότομο. Οι δυνατότητες γι’ αυτό υπάρχουν λόγω παρά τα μνημόνια –μάλλον ακριβώς λόγω των μνημονίων- υπάρχουν. Η κατάσταση στην οικονομία είναι πέραν των ορίων γι’ αυτό και οι αντιδράσεις για να είναι αποτελεσματικές πρέπει να είναι ανάλογες.

Η γραφειοκρατία που εγκλωβίζει τα πάντα στην Ελλάδα μπορεί να παρακαμφθεί, αρκεί αυτοί που ασκούν την εξουσία –κεντρική ή τοπική- να το καταλάβουν και να το αποφασίσουν. Η οικονομία χρειάζεται πολιτική διεύθυνση -ας μη μας τρομάζουν οι λέξεις. Όπως κάποτε που το γενικότερο στίγμα έδινε η έννοια της αλλαγής. Αργότερα ο εκσυγχρονισμός και το ευρώ και πιο μετά η επανίδρυση του κράτους. Στις μέρες μας μια ανάλογη προσέγγιση πιθανότατα θα εξελισσόταν σε ναυάγιο, αφού τα παραδοσιακά σχήματα έχουν πτωχεύσει στην ίδια την αναξιοπιστία τους.

Σήμερα οι διαχειριστές της Ελλάδας οφείλουν να κουμαντάρουν τη χώρα σχεδόν σαν επιχείρηση -ας μη μας τρομάζουν οι λέξεις ούτε αυτή τη φορά. Να δημιουργήσουν θετικά «παράσταση νίκης» για την οικονομία, πριν να έρθει –ή ακριβώς για να έρθει- η πραγματική, χειροπιαστή ανάπτυξη.

Σ’ αυτό το δρόμο δεν υπάρχουν μυστικά. Όσοι ζουν στην αγορά, αλλά και οι ξένοι της πρώην τρόικας και του νυν κουαρτέτου, γνωρίζουν καλά ότι στις μέρες μας τρία είναι τα κλειδιά της επιχειρηματικής επιτυχίας: Η ταχύτητα –το γρήγορο ψάρι  τρώει το αργό-, η καινοτομικότητα –οι παλιές συνταγές εξάντλησαν τα όρια τους και δόξα τον Μπιλ Γκέιτς οι νέες τεχνολογίες παρέχουν πολλα εργαλεία- και η εξωστρέφεια –κανείς δεν προκόβει σήμερα κοιτάζοντας τον καθρέφτη του σπιτιού του.