Skip to main content

Περισσότερες από 1.000 επιχειρήσεις πτωχεύουνε κάθε χρόνο

Χειρότερη χρονιά από άποψης αριθμού πτωχεύσεων και οφειλών των επιχειρήσεων, ήταν το 2014. Μεγάλο πλήγμα δέχθηκε το εμπόριο.

Tη «μαύρη» στατιστική με τα στοιχεία για τις πτωχεύσεις επιχειρήσεων δημοσιεύει για πρώτη φορά η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Από τα δεδομένα προκύπτει ότι το 2014 ήταν η χειρότερη χρονιά της 10ετίας καθώς τα «κανόνια» έφτασαν σε αξία το 1,8 δισ. ευρώ -αποτελεί το ποσό του παθητικού που βεβαιώθηκε- ή στο 1% του ΑΕΠ. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος του βεβαιωμένου παθητικού για την περίοδο 2004-2014 -αυτήν την περίοδο καλύπτει η στατιστική της ΕΛΣΤΑΤ- ήταν 470 εκατ. ευρώ. Ως χειρότερη χρονιά, αναδείχτηκε το 2014 και όσον αφορά στον αριθμό των εργαζομένων που έμειναν να έχουν αξιώσεις μετά τις πτωχεύσεις. Έφτασαν στα 2.214 άτομα με τον μέσο όρο της περιόδου 2004-2014 να ανέρχεται στα 1.265 άτομα.

Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ αφορούν στις κηρυχθείσες πτωχεύσεις επιχειρήσεων βάσει δικαστικών αποφάσεων για τα έτη 2004 - 2014. Τα στοιχεία προέρχονται από τα πρωτοδικεία της χώρας (πτωχευτικά δικαστήρια), τα οποία συμπληρώνουν και διαβιβάζουν στην ΕΛΣΤΑΤ στατιστικό πίνακα με στοιχεία για τις κηρυχθείσες πτωχεύσεις, σύμφωνα με τις εκδοθείσες σχετικές αποφάσεις. Επιπλέον, συλλέγονται στοιχεία επί των πτωχεύσεων για τις οποίες περατώθηκαν οι επαληθεύσεις απαιτήσεων, το ποσό του παθητικού που βεβαιώθηκε και ο αριθμός των απασχολουμένων που έχουν αξιώσεις. Ως προς το σύνολο της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία αφορά πλέον εκτός των αποφάσεων κήρυξης πτώχευσης, σε αποφάσεις που σχετίζονται με τις επικυρώσεις, ακυρώσεις, ανακλήσεις ή διαρρήξεις του πτωχευτικού συμβιβασμού, τις διεκδικήσεις και άλλες δίκες της πτωχευτικής διαδικασίας, συλλέγονται συγκεντρωτικά στοιχεία βάσει των αποφάσεων που εκδίδονται από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια.

Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει, όπως επισημαίνει η Ναυτεμπορική, ότι στην τελευταία ενδεκαετία (2004-2014) κατά μέσο όρο ετησίως εκδίδονταν 1.061 αποφάσεις πτωχευτικής διαδικασίας, εκ των οποίων έγιναν δεκτές 914 (αντιστοιχούν στο 86% επί του συνόλου). Κηρύχθηκαν 457 πτωχεύσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο το 50% των δεκτών αποφάσεων πτωχευτικής διαδικασίας.

Τα στοιχεία για τις κηρυχθείσες πτωχεύσεις, ως προς τη νομική μορφή των επιχειρήσεων που πτώχευσαν, κατά μέσο όρο της περιόδου 2004-2014, δείχνουν ότι το 42% ήταν ατομικές επιχειρήσεις, το 11% προσωπικές εταιρείες (ομόρρυθμες, ετερόρρυθμες εταιρείες), ενώ το 47% αφορούσε σε κεφαλαιουχικές εταιρείες (ανώνυμες, περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες).

Οι περισσότερες πτωχεύσεις πραγματοποιούνται στον τομέα χονδρικού και λιανικού εμπορίου - επισκευών με ποσοστό 45,7% (μέσος όρος περιόδου), ακολουθούν ο τομέας της μεταποίησης με 22,8% (μ.ό.), ο τομέας των δραστηριοτήτων υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης με 11,6% (μ.ό.) και ο τομέας των κατασκευών με 5% (μ.ό.).
Τέλος, από τα στοιχεία των απαιτήσεων που επαληθεύτηκαν, κατά την περίοδο 2004-2014, προκύπτει ότι για 130 περίπου επαληθεύσεις κατά μέσο όρο ετησίως βεβαιώνεται παθητικό κατά μέσο όρο 470 εκατ. ευρώ, ενώ οι απασχολούμενοι που έχουν αξιώσεις επ’ αυτών ανέρχονται σε 1.265 κατά μέσο όρο το έτος.

Ο μικρός αριθμός των πτωχεύσεων για τα δεδομένα που επικρατούν στην ελληνική αγορά δικαιολογείται σε ένα βαθμό από την καθυστέρηση που παρατηρείται στην έκδοση των σχετικών αποφάσεων από τα δικαστήρια. Έτσι, οι κηρυχθείσες πτωχεύσεις ανήλθαν σε μόλις 335 το 2014, σε 437 το 2013, 455 το 2012, 474 το 2011 και 380 το 2010. Το αρνητικό στοιχείο αποτυπώνεται στο ύψος του παθητικού. Από τη χρονοσειρά προκύπτει ότι από το 2008 που ξέσπασε η κρίση μέχρι καιτο 2014, τα «λουκέτα] γίνονται ολοένα και πιο μεγάλα τόσο σε αξία όσο και σε αριθμό εργαζομένων. Έτσι:

1. Το παθητικό από τα 351 εκατ. ευρώ το 2012, έφτασε στα 699 εκατ. ευρώ το 2013 και στα 1,8 δισ. ευρώ το 2014.

2. Οι εργαζόμενοι με αξιώσεις από τα 1.411 άτομα το 2012, αυξήθηκαν σε 1.584 άτομα το 2013 και σε 2.214 άτομα το 2014.

Ειδικά για το 2014, τα περισσότερα λουκέτα έσκασαν στο εμπόριο (41,2% του συνόλου), στη μεταποίηση (22% του συνόλου) και στις υπηρεσίες παροχής καταλυμάτων (14,6%).