Skip to main content

Πώς οι ιδεοληψίες βλάπτουν την εξωτερική πολιτική-Ο επίκαιρος Κονδύλης

Οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική - όχι το παρελθόν, ούτε η φυλή και ο πολιτισμός.

Με τίτλο «Ιδεολογίες και Ελληνική Εθνική Στρατηγική» δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» (4.1.1998), άρθρο του Παναγιώτη Κονδύλη. Το θεωρώ πάντα επίκαιρο, άλλωστε πολλά από αυτά που περιέχει είναι και δικές μου απόψεις που έχω δημοσιεύσει σ’ αυτήν την στήλη.

Ναι μεν οι πολιτικές εξελίξεις έχουν θέσει τα «παραδοσιακά» εθνικά θέματα σε δεύτερο πλάνο, αλλά αρκεί να δει κάποιος την τρέχουσα συσσώρευση λαθρομεταναστών στα νησιά του Αν. Αιγαίου (και τους κινδύνους που συνεπιφέρει) για να συνειδητοποιήσει πόση εθνική ζημιά μπορούν να προξενήσουν οι ιδεολογικές παρωπίδες.

Ο Π. Κονδύλης συνόψισε σε δύο τις κύριες αιτίες που μας εμποδίζουν να σημειώσουμε επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική. Πρώτον την ανυπαρξία μιας μακρο­πρόθεσμης εθνικής στρατηγικής, αποδεκτής από τον κύριο κορμό του πολιτικού κόσμου και επεξεργασμένης χάρη στη σύμπραξη πολιτικών, διπλωματών, στρατιωτικών και επιστημόνων. Και δεύτερος στην επικράτηση ιδεολογημάτων μακράν της πραγματικότητας.

Ο υπογράφων επ’ αρκετό πίεζε για την δημιουργία Μόνιμου Συμβουλίου Εξ. Πολιτικής, υπό την εποπτεία επίσης μονίμου υφυπουργού Εξωτερικών, ώστε η εναλλαγή προσώπων στο ΥΠΕΞ να μη επιφέρει και αλλαγή πολιτικής. Όταν μάλιστα το Συμβούλιο θα απαρτίζεται από προσωπικότητες όπως αυτές που απαριθμεί ανωτέρω ο Π. Κονδύλης, εξ όλου του φάσματος του πολιτικού κόσμου, τότε θα απουσιάζει η μικροπολιτική σκοπιμότητα.

Ο πολιτικός κόσμος δεν βρέθηκε στο ύψος των περιστάσεων όχι μόνον γιατί οι α ή β εκπρόσωποί του έλαβαν συχνά τις α ή β εσφαλμένες αποφάσεις στο α ή β ζήτημα, αλλά και επειδή στο σύνολό του δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα πάγιο και αθόρυβο θεσμικό πλαίσιο ικανό να εξουδετερώνει κατά το δυνατόν τους πειρασμούς κομματικής εκμετάλλευσης των εθνικών θεμάτων. Και το γεγονός ότι ο ένας επιρρίπτει την ευθύνη στον άλλον αποδεικνύει απλώς ότι ενέχονται όλοι.

Η επιρροή ιδεολογημάτων σε θέματα εθνικής στρατηγικής ανάγεται κυρίως στο ότι το νεοελληνικό κράτος στηρίχθηκε εξ αρχής αποκλειστικώς στην διαχείριση της παλαιάς κληρονομιάς, που κι αυτήν ελάχιστα την αξιοποίησε. Ίσως επειδή όπως λέει ο Κονδύλης, μεταξύ άλλων επικράτησαν και τα ασαφή αναμασήματα ενός ξενόφερτου ειρηνισμού και οικουμενισμού.

Μεταφέρω από το άρθρο του Π. Κονδύλη, σκέψεις του αναφερόμενες στην Τουρκία. Κυρίως αυτές όπου παρατηρεί πως οι γεωπολιτικές παράμετροι και τα εθνικά συμφέροντα καθορίζουν την εξωτερική πολιτική - όχι το παρελθόν, ούτε η φυλή και ο πολιτισμός.

Η φυλετική και πολιτισμική υποτίμηση της Τουρκίας ενέχει τον κίνδυνο της στρατηγικής της υποτίμησης, αφού συνεπάγεται ότι η επικαλούμενη ανώτερη ελληνική ποιότητα μπορεί να εξουδετερώσει την τουρκική ποσότητα· είναι βέβαια γνωστό πώς τιμωρείται η στρατηγική υποτίμηση του αντιπάλου όταν, π.χ., παρασύρει στην κήρυξη ενός πολέμου.

Η αύξουσα γενική υπεροχή της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια έχει εξαναγκάσει την υπεροψία πολλών Ελλήνων να χαμηλώσει αισθητά τους τόνους της. Ωστόσο στο σύνολό της η ελληνική πλευρά δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει το μέγεθος και τις συνέπειες της πληθυσμιακής και οικονομικής ανόδου της Τουρκίας, και μάλιστα της βαθμιαίας μετατροπής της σε βιομηχανική δύναμη.

Οι ειρηνιστές και οικουμενιστές ή «ευρωπαϊστές» έχουν τον δικό τους τρόπο για να παρακάμπτουν τις οδυνηρές πραγματικότητες και την ψύχραιμη στρατηγική τους ανάλυση. Οι ίδιοι φαντάζονται ότι είναι πιο ρεαλιστές, αφού ξεπέρασαν τους «εθνικούς αταβισμούς» και συμπορεύονται με τη νέα παγκόσμια κατάσταση, όπου τάχα το εμπόριο και ο διάλογος θα αντικαταστήσουν τον πόλεμο. Οι θέσεις όμως αυτές διόλου δεν είναι ρεαλιστικές και συνιστούν απλώς μια ιδεολογία διόλου πρωτότυπη, αφού δεν περιέχει παρά κοινοτοπίες του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού διατυπωμένες πριν από 300 χρόνια και διαψευσμένες επανειλημμένα έκτοτε.

Γράφει ο Κονδύλης για τις θέσεις των «ειρηνιστών»: «Εκπληρώνουν και τις ψυχολογικές λειτουργίες της ιδεολογίας, δηλαδή επιτρέπουν σε «προοδευτικούς» διανοουμένους ελαφρών βαρών και σε αστείους δημοσιογραφίσκους να αναβαθμίζουν το μικρό τους εγώ εμφανιζόμενοι ως εκπρόσωποι υψηλών ιδεωδών· συνάμα υποθάλπουν σε μικρομεσαίους πολιτικούς την ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι μπορούν να συρρικνώσουν την πολιτική σε διαχείριση και διάλογο, αποτινάζοντας από τους ισχνούς ώμους τους το βάρος έσχατων ιστορικών ευθυνών.

» (…) Νομίζουν ότι λύνουν προβλήματα μόνο και μόνο επειδή εκστρατεύουν εναντίον του «εθνικιστικού φανατισμού». Η συχνότατα όμως μισαλλόδοξη συμπεριφορά τους αποδεικνύει για μιαν επί πλέον φορά ότι ο φανατισμός εναντίον του φανατισμού μπορεί να είναι ακόμη πιο στενοκέφαλος από τον απλό φανατισμό.

» Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε «δεξιά», ού­τε «αριστερή», ούτε «εθνικιστική», ούτε «διεθνιστική». Είναι τα πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της συγκεκριμένης κατάστασης. Αλίμονο στη χώρα και στην πολιτική της ηγεσία αν ερμηνεύει τη συγκεκριμένη κατάσταση με βάση «δεξιές» ή «αριστερές» προτιμήσεις, αντί να προσαρμόζει τις προτιμήσεις στην κατά το δυνατόν ψυχρή ερμηνεία της συγκεκριμένης κατάστασης».

Ο Μακεδών