Skip to main content

Πώς η Ελλάδα οδηγήθηκε στο «ΟΧΙ» και το 'Επος του ’40

Ο Μεταξάς μπορεί να μη είχε μεγάλη πολιτική επιρροή (επτά βουλευτές στη Βουλή), ως στρατιωτικός όμως είχε την εμπιστοσύνη και αυτού του Βενιζέλου.

Εξακολουθεί πολλούς να ταλανίζει το ερώτημα, πώς ο Ιωάννης Μεταξάς, ένας στρατιωτικός γερμανόφιλος βρέθηκε πρωθυπουργός σε χώρα υπό πλήρη βρετανική επιρροή. Τι ήταν αυτό που οδήγησε την Βρετανία να υποστηρίξει την άνοδό του στην εξουσία, υποχρεώνοντας μάλιστα και τον Ελ. Βενιζέλο να συνηγορήσει δημοσίως επ’ αυτού;

Η Βρετανία, ήταν αντίθετη με την διακηρυγμένη ουδετερότητα των βαλκανικών χωρών στον αναμενόμενο πόλεμο, διότι προσέκρουε στα συμφέροντά της. Όσες περισσότερες χώρες αντιστέκονταν στον Άξονα, τόσο περισσότερες δυσκολίες θα συναντούσε αυτός και τόσες λιγότερες επιπτώσεις θα είχε στη Βρετανία ο πόλεμος.

Λογική εξέλιξη του ανωτέρω συλλογισμού, είναι να φροντίσει η Βρετανία αφενός την έξοδο των Βαλκανικών χωρών στο πλευρό της και αφετέρου να είχαν την στρατιωτική ισχύ ώστε να προκαλέσουν ζημίες στον άξονα. Με την Ελλάδα το πρόβλημα ήταν διττό. Και ουδέτερη ήθελε να παραμείνει και από πλευράς στρατιωτικής ισχύος το 1935 ήταν σε χειρότερη θέση και από αυτήν του 1897.

Η Ελλάδα, αφ’ ενός είχε αναστατωμένο στράτευμα, με συνεχή κινήματα, με χαμηλό ηθικό και με πρόσφατο το αποτυχημένο «Κίνημα των αποτάκτων», και αφετέρου ο στρατιωτικός εξοπλισμός ήταν σε νηπιώδη κατάσταση. Η Βρετανία έπρεπε να φροντίσει την θεραπεία και των δύο. Το πρώτο το οποίο έκανε ήταν με το κίνημα του Κονδύλη να επαναφέρει την Βασιλεία στην Ελλάδα. Ο Γεώργιος Β΄ είχε προτίμηση στην βρετανική πολιτική και δεν είχε καμιά σχέση με τον Κωνσταντίνο του 1912.

Από το 1933 έως το 1935 άλλαζαν συνεχώς οι αρχηγοί του στρατεύματος και οι υπουργοί Στρατιωτικών, ώσπου να βρεθούν οι κατάλληλοι προκειμένου να ηρεμήσει το στράτευμα. Ανεπιτυχώς όμως. Έμενε ο Ι. Μεταξάς, προς τον οποίο έτρεφε μεν αντιπάθεια η βρετανική πολιτική, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Ο Ι. Μεταξάς, μπορεί να μη είχε μεγάλη πολιτική επιρροή (επτά βουλευτές στη Βουλή), ως στρατιωτικός όμως είχε την εμπιστοσύνη και αυτού του Βενιζέλου, ο οποίος τον είχε επιλέξει άλλωστε ως αρχηγό του επιτελείου του στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Ο Ι. Μεταξάς ορκίζεται υπουργός Στρατιωτικών και προκειμένου να μη υπάρξουν αντιδράσεις από τους βενιζελικούς, υποχρεώνεται ο ίδιος ο Βενιζέλος να στείλει το γνωστό τηλεγράφημα στο βασιλιά, όπου έγραφε μεταξύ άλλων, ότι η ενέργειά του να αναθέσει το υπουργείο Στρατιωτικών στον Μεταξά και να επέλθη ηρεμία στο στράτευμα, τον υποχρεώνει να αναφωνήσει «Ζήτω ο Βασιλεύς». Κεραυνός ήταν για τους βενιζελικούς το τηλεγράφημα του αρχηγού τους, υπάκουσαν όμως και όταν μετ’ ολίγο επήλθε ο θάνατος του πρωθυπουργού Δεμερτζή, ψηφίζεται ως πρωθυπουργός ο Μεταξάς όχι μόνο από τους δικούς του επτά βουλευτές, αλλά και από το φιλοβασιλικό και ο βενιζελικό κόμμα (241 ναι, 19 όχι, και 40 αποχές από τους κομμουνιστές).

Το στράτευμα ηρέμησε αλλά έπρεπε και να εξοπλιστεί. Η κυβέρνηση κατάρτισε έναν προϋπολογισμό, ύψους 6 δισ. 130 εκατ. δραχμών (με δραχμές του 2000, περίπου 6 τρισ.) επιμεριζόμενο όμως σε οκτώ χρόνια, αφού το Ταμείο ήταν άδειο, λόγω της πτώχευσης του 1932-33. Οι Άγγλοι αρνήθηκαν να μας εξοπλίσουν, παρά την αρχική συμφωνία, διότι χρειάζονταν τα όπλα για τον εαυτό τους, κι αυτό το εκμεταλλεύτηκε η γερμανική προπαγάνδα, που ήθελε να υποχρεώσει την Ελλάδα να παραμείνει ουδέτερη.

Η γερμανική κυβέρνηση πρότεινε, και έγινε αποδεκτό, να χορηγήσει εκείνη ισόποσο δάνειο, για αγορά γερμανικών όπλων, το οποίο θα αποπληρωνόταν με κλήριγκ (την παραγωγή του καπνού πέντε ετών). Εκ του μη όντος, η Ελλάδα βρέθηκε εξοπλισμένη με γερμανικά όπλα, και μάλιστα άμεσα, και όχι σε διάστημα οκτώ ετών. Ο δε υπουργός Οικονομικών Ζαβιτσιάνος, περιχαρής από τη συμφωνία, άφησε αυτήν να διαρρεύσει, και ο Μεταξάς τον υποχρέωσε σε παραίτηση.

Πολεμήσαμε τους Ιταλούς (και μετ’ έπειτα Γερμανούς) με γερμανικό οπλισμό. Μάλιστα ο υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας, Τσιάνο, έγραψε στο δημοσιευμένο ημερολόγιό του: «15 Νοε 1940. Μας λείπουν κανόνια, ενώ το ελληνικό πυροβολικό είναι μοντέρνο και διοικείται καλώς».

Ποιητική αδεία, συνηθίζουμε να λέμε ότι πολεμήσαμε ξυπόλητοι απέναντι σε πάνοπλους Ιταλούς και Γερμανούς. Δεν είναι έτσι. Ο Γ. Ράλλης, καίτοι αντιμεταξικός (ως φιλοβασιλικός) είχε γράψει στην Καθημερινή, ότι ο εξοπλισμός μας ήταν πλήρης, αλλά υπήρχε πρόβλημα με την ένδυση, που επαρκούσε μόνον κατά 75%, επειδή έτυχε εκείνος ο χειμώνας να είναι από τους βαρύτερους που αντιμετώπισε η Ελλάδα (-29 βαθμοί στην Πίνδο). Τα κενά πληρώθηκαν από την «Φανέλα του Στρατιώτη», όπου οι Ελληνίδες έπλεκαν ολημερίς πουλόβερ και κάλτσες για τους στρατιώτες μας.

Έτσι ξεκίνησε το Έπος του ’40.