Skip to main content

Ψηφίζοντας την ίδια μέρα για δήμαρχο και πρωθυπουργό

Ανάλυση του Δημήτρη Γαλαμάτη στη Voria.gr - Πώς ο ΣΥΡΙΖΑ ανακατεύει την τράπουλα για να μείνει ζωντανός ως ο «άλλος πόλος» στο πολιτικό σκηνικό.

Του Δημήτρη Γαλαμάτη*

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να μείνει ζωντανός πολιτικά, επιδιώκοντας το ανακάτεμα των συσχετισμών, οριζόντια στο πολιτικό φάσμα της χώρας, ώστε να καθιερωθεί ως ο άλλος πόλος του συστήματος. Για να πετύχει το στόχο του δείχνει να επιχειρεί να αξιοποιήσει τις θεσμικές ιδιαιτερότητες των εκλογών της Αυτοδιοίκησης και του Προέδρου Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2020. Χρησιμοποιεί δε ως βασικό εργαλείο την απλή αναλογική, που ήδη την έχει ψηφίσει για τις μεθεπόμενες εθνικές εκλογές και είναι προς ψήφιση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο για τις αυτοδιοικητικές.

Η ημερομηνία των εθνικών εκλογών πάντοτε αποτελεί κομβικό στοιχείο του σχεδιασμού και των στρατηγικών των πολιτικών σχηματισμών, αφού σίγουρα ο κάθε ένας θα θέλει να φτάσει ως εκεί με τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.

Η απόφαση για την προκήρυξή τους ανήκει στην κυβέρνηση, αλλά η θεσμική της προθεσμία καθορίζεται από το σύνταγμα και είναι η λήξη της τετραετίας, δηλαδή αυτή τη φορά η 20η Σεπτεμβρίου του 2019. Ο πολιτικός σχεδιασμός ενός εκάστου κόμματος θα πρέπει, εκτός αυτής της συνταγματικής επιταγής, να λάβει υπόψη του και άλλες δύο σταθερές ημερομηνίες, που καθορίζονται εκ των νόμων και του Συντάγματος και δεν μπορούν να επηρεαστούν από εκ των υστέρων νομοθετικές παρεμβάσεις: οι ευρωεκλογές το Μάιο του 2019 και η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2020, τρεις μόλις μήνες μετά τη λήξη της τετραετίας που διανύουμε.

Η μέχρι τώρα στρατηγική της κυβέρνησης, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται στο βηματισμό και τις επιλογές της, φανερώνει την απόφασή της να εξαντλήσει την τετραετία και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές στο τέλος της θητείας της, δηλαδή να της προκηρύξει το Σεπτέμβριο και να διεξαχθούν τον Οκτώβριο του 2019, στο βαθμό βέβαια που δεν προκύψουν έκτακτα γεγονότα, ικανά να ανατρέψουν αναγκαστικά τους σχεδιασμούς της. Πιθανόν καταλήγει σε αυτή την επιλογή προκειμένου να απομονώσει τη χαλαρή κάλπη των ευρωεκλογών από αυτή των εθνικών, ενώ ταυτόχρονα μεταθέτει τις αυτοδιοικητικές εκλογές λίγους μήνες πίσω, στις 13 Οκτωβρίου όπως προβλέπει το Άρθρο 6 του σχεδίου νόμου «Πρόγραμμα Κλεισθένης» που ήδη έχει κατατεθεί στη Βουλή προς ψήφιση. Τις μεταθέτει μάλιστα σε ημερομηνία Οκτωβρίου που συμπίπτει ακριβώς με την ημερομηνία που θα γίνουν οι εθνικές εκλογές, αν η κυβέρνηση ολοκληρώσει τη θητεία της. Η επιλογή της αυτή αποκαλύπτει το σκέλος του σχεδιασμού της για την ταυτόχρονη διενέργεια αυτοδιοικητικών και εθνικών εκλογών.

Έχοντας απομονώσει τις ευρωεκλογές έχει το πλεονέκτημα, αφενός να υπάρξει κάλπη εκτόνωσης στους πολίτες, χωρίς η ίδια να απειληθεί στην πράξη, αφετέρου να αξιολογήσει μια πραγματική μέτρηση κοινής γνώμης, που θα έχει μάλιστα και κάποιους μήνες να τη διαχειριστεί, μέχρι τις εθνικές εκλογές. Επιπλέον, έχοντας προφανώς μελετήσει καλά τις περιόδους που προηγούνται των ευρωεκλογών, θα έχει διαπιστώσει ότι, ακριβώς λόγω του χαλαρού χαρακτήρα τους, ανοίγουν την όρεξη σε πολλούς που θέλουν, είτε να εισέλθουν, είτε να διατηρηθούν στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι, με συνέπεια οι πολιτικές φιλοδοξίες να ευδοκιμούν, ενώ οι φυγόκεντρες δυνάμεις των πολιτικών σχηματισμών να ενισχύονται. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά ιστορικά. Το Ποτάμι ιδρύθηκε λίγο πριν τις ευρωεκλογές του 2014, ενώ οι τεχνητές αναπνοές για την επιβίωση του ΠΑΣΟΚ, μέσω της κίνησης των 58 και της Ελιάς, δόθηκαν επίσης εκείνη ακριβώς την περίοδο. Η σημερινή κατάσταση στη λεγόμενη κεντροαριστερά, όπως σήμερα εκφράζεται από το Κίνημα Αλλαγής, που ήδη μετρά την αποχώρηση του Ποταμιού, αλλά και εσωτερικά ζητήματα ταυτότητας – δεξιά, κεντροδεξιά, φιλελεύθερη, κλπ- που δυστυχώς και αδικαιολόγητα εμφιλοχωρούν στη ΝΔ και έχουν ενισχυθεί με το άνοιγμα του Σκοπιανού, φαίνεται πως εξυπηρετούν απόλυτα την επιλογή της κυβέρνησης για απομόνωση των ευρωεκλογών και πυροδότηση των διασπαστικών κινήσεων ένθεν κακείθεν, που άλλωστε εδώ και καιρό συστηματικά τις υποδαυλίζει με τη διχαστική της ρητορική.

Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ έχοντας κι ο ίδιος αλλάξει τον πυρήνα της ιδεολογίας του, περνώντας μεταρρυθμίσεις που γοητεύουν τους ξένους και για κάποιους φαντάζει ότι εκσυγχρονίζουν τη χώρα, επιχειρεί να γίνεται στα ματιά των πολλών ένα κανονικό αστικό κόμμα, που ναι μεν λέγεται αριστερό, αλλά που στην πράξη έχει λαξέψει τόσο τις γωνίες του, ώστε να τείνει να μοιάσει σε ένα κεντροαριστερό, σοσιαλδημοκρατικό σχηματισμό. Με αυτό λοιπόν το αξιακό και ιδεολογικό του λίφτινγκ θα επιχειρήσει να δελεάσει τα μετριοπαθή ακροατήρια των προβληματισμένων όλων των πλευρών, που έτσι κι αλλιώς θα βλέπουν τις παραδοσιακές τους επιλογές να μην έχουν βρει ακόμη προσανατολισμό. Με τον τρόπο αυτό φιλοδοξεί να λάβει ένα αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές που σίγουρα δεν θα είναι νικηφόρο, αλλά θα τον κρατά ζωντανό στο παιχνίδι της... διαχειρίσιμης ήττας στις εθνικές εκλογές. Επιπλέον πιθανόν πιστεύει ότι οι οργισμένοι πολίτες θα μπουν στο παραβάν των ευρωεκλογών, θα μετατρέψουν την οργή τους σε ανώδυνη γι αυτόν ψήφο και θα εξέλθουν ως αναποφάσιστοι, στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές, που θα ακολουθήσουν, ώστε να τους διεκδικήσει ξανά.

Πολιτικό παιχνίδι σε πολλά επίπεδα με πολλές επιδιώξεις

Από την άλλη μεριά, η μετάθεση των αυτοδιοικητικών εκλογών σε ίδια ημερομηνία με τις εθνικές εκλογές, αυτομάτως δεσμεύει ένα τεράστιο αριθμό πολιτικών στελεχών, που θα ρίξουν όλο το βάρος του ενδιαφέροντός τους στις τοπικές τους υποθέσεις, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τον αγώνα για την επικράτηση των κομμάτων τους στις εθνικές εκλογές. Με βάση το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μετρά δυνάμεις στην αυτοδιοίκηση, η οποία κυριαρχείται από στελέχη κυρίως της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αυτή η εξέλιξη θα πλήξει λιγότερο αυτόν και πολύ περισσότερο τους αντιπάλους του, καθώς ένας μεγάλος αριθμός κορυφαίων στελεχών τους θα δίνουν, μαζί με τους συνεργάτες τους, τη δική τους τοπική μάχη επικράτησης, η οποία μάλιστα, λόγω απλής αναλογικής, θα είναι ακόμη πιο δύσκολη και πιο απαιτητική.

Επιπλέον η μετάθεση των αυτοδιοικητικών εκλογών θα ανοίξει τις συζητήσεις και τις διεκδικήσεις για στήριξη, χρίσματα, κλπ αρκετούς μήνες πριν, σε μια περίοδο που θα συμπίπτει με τους μήνες πριν τις ευρωεκλογές. Σε αυτή την περίπτωση τα αντίπαλα κόμματα του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως δε η ΝΔ, θα έχουν έναν ακόμη πονοκέφαλο, που θα έχει να κάνει με τη διαχείριση των ενδιαφερομένων για τους αυτοδιοικητικούς θώκους, η οποία ποτέ δεν είναι ανέφελη και πάντα μετρά απώλειες, καθώς σίγουρα θα προκαλέσει αλυσιδωτούς κραδασμούς, εν μέσω μάλιστα μιας πολύμηνης προεκλογικής περιόδου. Το γεγονός ότι οι αυτοδιοικητικές εκλογές θα γίνουν με την απλή αναλογική που οσονούπω θα θεσπιστεί, κάνει ακόμη πιο δύσκολο το έργο επιβολής εσωτερικής πειθαρχίας σε ένα τεράστιο αριθμό wannabe δημάρχων, περιφερειαρχών, δημοτικών συμβούλων ,κλπ, που νιώθοντας απελευθερωμένοι από την ανάγκη της κομματικής στήριξης, λόγω των ντεσού του εκλογικού συστήματος, θα επιδιώξουν να ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους, όχι χτίζοντας γέφυρες, αλλά χαράζοντας διαχωριστικές γραμμές από το... κομματικό μαντρί.. Ο ΣΥΡΙΖΑ και πάλι δεν θα έχει να χάσει απολύτως τίποτα, αφού δεν διαθέτει συμπαγές αυτοδιοικητικό πολιτικό προσωπικό, αλλά απεναντίας θα έχει επιπλέον να διεκδικήσει απογοητευμένα στελέχη, που έμειναν εκτός των επιλογών των κομμάτων τους ή των επικεφαλής των αυτοδιοικητικών συνδυασμών, με τα οποία σίγουρα θα φλερτάρει και θα επιχειρήσει συμμαχίες και συνεργασίες.

Με την επιλογή λοιπόν απομόνωσης των ευρωεκλογών και μετάθεσης των αυτοδιοικητικών εκλογών λίγους μήνες μετά, μαζί με τις εθνικές εκλογές, καταφέρνει τρία πράγματα: δίνει, χωρίς άμεσο κόστος, βήμα εκτόνωσης στους πολίτες, ενισχύει τις διασπαστικές κινήσεις στα υπόλοιπα κόμματα και κυρίως στη ΝΔ, προκειμένου να μειωθούν οι επιδόσεις της και να μικρύνει η απόσταση που τους χωρίζει, ενώ ταυτόχρονα εμπλουτίζει το δικό του αυτοδιοικητικό δυναμικό, από τα απογοητευμένα υπόλοιπα των... κομμένων των άλλων, που φιλοδοξεί να τους έχει μαζί του πια, όχι μόνο στην κάλπη της αυτοδιοίκησης, αλλά και σε αυτή των εθνικών εκλογών.

Παράλληλα, όπως ξεκάθαρα μέχρι σήμερα έχει δείξει, θα επιχειρήσει να θολώσει στα μάτια των πολλών την προφανή εικόνα αυτού του κατεξοχήν υστερόβουλου και τυχοδιωκτικού εκλογικού του σχεδιασμού, λανσάροντάς τoν ως δήθεν προσήλωσή του στην επιταγή του Συντάγματος για εξάντληση της τετραετίας, κάτι που ξέρει καλά ότι οι πολίτες διαχρονικά το επιζητούν, επιχειρώντας ακόμη κι από αυτό να έχει επιπλέον εκλογικό όφελος. Την ίδια στιγμή θα κλείνει το μάτι στους δικούς του και θα εξασφαλίζει την απαραίτητη κοινοβουλευτική και στελεχιακή συνοχή, δελεάζοντάς τους με παραπάνω μέρες και μήνες παραμονής στις καρέκλες..

Ο κύκλος όμως του κυβερνητικού σχεδιασμού μάλλον δεν κλείνει στις εθνικές εκλογές στο τέλος της τετραετίας , αλλά 2,5 μόλις μήνες μετά, στις αρχές του 2020 όπου και λήγει η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας και η Βουλή θα κληθεί να εκλέξει τον επόμενο, με την αυξημένη πλειοψηφία που απαιτείται, δηλαδή των 3/5(180 βουλευτές) της Βουλής. Τι αποτέλεσμα θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές που -μόλις λιγότερο από εκατό μέρες πριν - θα έχουν προηγηθεί και ποια κυβέρνηση θα έχει σχηματιστεί; Ο ΣΥΡΙΖΑ θα δείξει υπευθυνότητα ψηφίζοντας το πρόσωπο που θα υποδείξει ως – όπως όλα μέχρι σήμερα συμφωνούν – πρώτη πολιτική δύναμη η ΝΔ ή για άλλη μια φορά θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές με την ίδια αφορμή, παίζοντας μάλιστα δόλια με το όνομα του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας; Για παράδειγμα, πώς θα απαντήσει η ΝΔ σε πιθανή δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, εν μέσω της προεκλογικής περιόδου, για στήριξη του Προκόπη Παυλόπουλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ανεξάρτητα με τις εκλογικές του επιδώσεις, ώστε να μην χρειαστούν νέες εκλογές; Θα δεσμευτεί για στήριξη Παυλόπουλου ή θα χρεωθεί την προκήρυξη νέων εκλογών, που τότε πια όμως θα γίνουν με την ήδη ψηφισμένη απλή αναλογική;

Το σταυρόλεξο που αυτή τη φορά έχουμε μπροστά μας είναι για πραγματικά δυνατούς λύτες..

*Ο Δημήτρης Γαλαμάτης είναι πρώην Βουλευτής της ΝΔ