Skip to main content

Σάββατο πρωί, μια ηλιόλουστη βόλτα σε μια αλλιώτικη Τσιμισκή

Η Τσιμισκή άλλαξε αλλά ακόμα ηγείται με στιλ και κύρος, προσδίδοντας υπεραξία και ένα φωτοστέφανο αρχοντιάς σε ολόκληρο το κέντρο της πόλης.

Το 1970 ο κινηματογράφος εξακολουθούσε να αποτελεί τη βασική ψυχαγωγία των Ελλήνων, ιδιαίτερα των μεσαίων και κατώτερων οικονομικά και κοινωνικά στρωμάτων. Η τηλεόραση υπήρχε, αλλά δεν είχε επιβληθεί πλήρως. Ούτε είχε επιβάλλει οριστικά τους όρους της.

Εκείνη τη χρονιά ο Νίκος Φώσκολος γύρισε την ταινία «Ορατότης μηδέν», με πρωταγωνιστές το Νίκο Κούρκουλο κι ένα τραγούδι, που γράφτηκε στα γρήγορα από τον Μίμη Πλέσσα και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο για να «ντύσει» μια συγκλονιστική σκηνή, στην οποία ο πρωταγωνιστής πνιγμένος από την αδικία της ζωής και των ανθρώπων βάζει φωτιά στα πράγματά του. Το τραγούδι ερμήνευσε ο Στράτος Διονυσίου, ο οποίος αν και ήταν πετυχημένος ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών του Άκη Πάνου, του Απόστολου Καλδάρα και άλλων αυτής της σχολής, κατάλαβε γρήγορα ότι η απήχηση του διευρύνθηκε. Όπως συνήθιζε να λέει μετά «με το <Βρέχει φωτιά στη στράτα μου> άλλαξα επίπεδο και από την Εγνατία κατέβηκα στην Τσιμισκή».  

Αυτή η κουβέντα από ένα άνθρωπο που μεγάλωσε και έζησε τα νεανικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του 1950 και του 1960 –ο Διονυσίου στην εφηβεία του μετακόμισε από τη Νιγρίτα Σερρών στους Αμπελοκήπους της Θεσσαλονίκης-, καταγράφει με μία φράση – μάθημα πατριδογνωσίας το εμπορικό και κοινωνικό στάτους της πόλης εκείνη την εποχή.

Μια εικόνα που σε κάποιο βαθμό διατηρείται ακόμη, αφού η Τσιμισκή παραμένει ο πιο εμπορικός και «λαμπερός» δρόμος της Θεσσαλονίκης. Για πολλούς ηγείται μιας περιοχής με στιλ και κύρος, που προσδίδει υπεραξία κι ένα φωτοστέφανο αρχοντιάς σε ολόκληρο το κέντρο της πόλης. Μια βόλτα ένα ηλιόλουστο πρωί αυτή την εποχή –κατά προτίμηση Σάββατο- μπορεί να πείσει τον καθένα για του λόγου το αληθές. Μια κατάσταση που ασφαλώς άλλαξε στα χρόνια της κρίσης και της ύφεσης –το 2012 και το 2013 ούτε η Τσιμισκή γλίτωσε από τα λουκέτα-, αλλά επανέρχεται, πλέον, δυναμικά. Η ζήτηση των ακινήτων είναι και πάλι πολύ ισχυρή, ενώ η αιτία για τα λίγα –μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού- καταστήματα της Τσιμισκή που παραμένουν ξενοίκιαστα είναι τα υψηλά ενοίκια που ζητούν οι ιδιοκτήτες. Η πρόσφατη συμφωνία του ισπανικού ομίλου Inditex (Zara, Pull & Bear, Massimo Dutti, Bershka, Oysho, Stradivarius) για μακροχρόνια μίσθωση του οκταόροφου διατηρητέου, συνολικής επιφάνειας 2.322 τετρ. μέτρων, που παλαιότερα στέγαζε το F-Sport (Φωκάς), στον αριθμό 64 της Τσιμισκή, αναμένεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την εμπορική εικόνα του συγκεκριμένου δρόμου, από την οποία επωφελούνται και όλες οι γύρω τριγύρω μικρότερες οδοί.

Η οδός Τσιμισκή τις τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζει την πόλη περισσότερο από την Εγνατία, η οποία λόγω ονόματος έχει ανά τους αιώνες ιδιαίτερη βαρύτητα. Δρόμος που λάμπει πιο πολύ από τον μέσο όρο της Θεσσαλονίκης χειμώνα καλοκαίρι. Ένα ανοιχτό εμπορικό κέντρο, που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των καταναλωτών – περιπατητών, αλλά και των επισκεπτών, οι οποίοι επιμένουν να κατεβαίνουν στο κέντρο παρά τη δυσκολία στην πρόσβαση με ιδιωτικό αυτοκίνητο. Κάτι που προφανώς θα ενισχυθεί με τη λειτουργία του μετρό.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η Τσιμισκή ήταν η «οδός των βιβλιοπωλείων», αφού ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά βιβλιοπωλεία (ΜΟΛΧΟ, Ραγιάς κ.α.) ήταν εγκατεστημένα στις δύο όχθες της. Αργότερα οι τιμές ξέφυγαν, τα βιβλιοπωλεία υποχώρησαν και ήρθαν οι τράπεζες. Τα τελευταία 15 - 20 χρόνια οι μεγάλες αλυσίδες διαρκών καταναλωτικών αγαθών (ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ, ηλεκτρικά κ.λπ.) έχουν επιβληθεί ακόμη και στις τράπεζες, οι οποίες έκλεισαν ή μετακόμισαν καταστήματα. Ειδικά τα τελευταία τρία – τέσσερα χρόνια μετά τις εξαγορές, τις συγχωνεύσεις και τον συνακόλουθο περιορισμό του αριθμού των τραπεζών, στην Τσιμισκή «απελευθερώθηκαν» μεγάλα ακίνητα. Παράλληλα, η σχετική μείωση των ενοικίων, σε συνδυασμό με την εξαφάνιση του «αέρα», έφερε στην Τσιμισκή δυναμικές τοπικές επιχειρήσεις (εστίαση, τρόφιμα, αξεσουάρ), που λόγω οικονομικού αντικειμένου στα χρόνια της ανάπτυξης –στις δεκαετίες του 1990 και του 2000- μόνο στους παράδρομους του κέντρου μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν.