Skip to main content

Επίτιμος διδάκτωρ του ΑΠΘ ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης

Αν δεν ανακαλύψουμε την ποίηση μιας χώρας, δεν μπορούμε να την γνωρίσουμε, να βρούμε το κλειδί της και να την ανοίξουμε, τόνισε ο σπουδαίος συγγραφέας

Στην αναγόρευση του Πέτρου Μάρκαρη ως επίτιμου διδάκτορα, προχώρησε σήμερα το Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Η τιμητική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Τελετών της παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, αποτέλεσε την πλέον ύψιστη αναγνώριση για την σπουδαία συμβολή του γνωστού συγγραφέα και μεταφραστή στον τομέα των γραμμάτων.

Ο τρίγλωσσος συγγραφέας (ελληνικά, γερμανικά και τουρκικά) που έμαθε από μικρή ηλικία να ζει και να δημιουργεί ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες και πολιτισμούς, βίωσε την αναγνώριση καθ' όλη την διάρκεια της πορείας του, με τα βιβλία του να μεταφράζονται σε 19 γλώσσες ανα τον κόσμο ενώ κάποια εξ αυτών αποτέλεσαν best seller στην Γερμανία.

Ο κ. Μάρκαρης, που αποτέλεσε συνδετικό κρίκο για την αποδόμηση των διαφορών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Γερμανία, πάντοτε είχε ως δόγμα τη ρήση ότι «η γλώσσα είναι ο κόρφος της μάνας» και γι' αυτό, όπως επισήμανε χαρακτηριστικά, «επέλεξα την ελληνική γλώσσα, αυτή με τράβηξε και εξαιτίας της αγάπησα την Ελλάδα και θεωρώ πως είναι η πατρίδα μου».

Τον έπαινο στον Τιμώμενο έδωσαν οι Επίκουρες Καθηγήτριες του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ, Ανθή Βηδενμάιερ και Αικατερίνη Ζάχου χαρακτηρίζοντας τον Πέτρο Μάρκαρη ως έναν «διανοητή με ευρεία ανθρωπιστική αίσθηση, έναν απάτριδα, κοσμοπολίτη και συστηματικό αμφισβητία που με το έργο του καταφέρνει να κάνει ένα άνοιγμα προς την γνωστική παραγωγή και εξέλιξη». 'Οπως πρόσθεσαν οι ομιλητές για τον συγγραφέα, «η σχέση του με την μετάφραση, είναι ανάλογη με μια σχέση έγγαμου βίου ανάμεσα σε δύο ανθρώπους».

Ο κ. Μάρκαρης με την σειρά του σημείωσε πως αποτελεί μεγάλη τιμή για τον ίδιο αυτή η βράβευση και πάνω απ' όλα η  αναγνώριση για το έργο του όλα αυτά τα χρόνια. 'Οπως τόνισε χαρακτηριστικά και παίρνοντας αφορμή από τον Μπέρτολντ Μπρεχτ, «η πορεία μου είναι ένας μακρύς δρόμος που τόσα χρόνια διένυσα με πλοηγό τα όσα είπε ο Μπρεχτ στο ποίημα του «'Ολα Αλλάζουν».

Σχετικά με το κίνητρο που είχε για να εξελιχθεί, απάντησε πως «γνώμονας μου για να πάω πιο μακριά, αποτέλεσαν οι δυνάμεις που πάντα φρόντιζα ν' ανανεώνω και κυρίως η επανεκκίνηση που χρειαζόταν να κάνω, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο».

Υπογράμμισε επίσης ότι «γλωσσική πατρίδα για μένα θεωρώ πως είναι η Ελλάδα διότι η σχέση μου μ' αυτήν διευρύνθηκε μέσω της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει εφικτό με την Τουρκία εξαιτίας του άκρατου εθνικισμού που επικρατούσε τα χρόνια εκείνα και μ' έκανε να αποστασιοποιηθώ από αυτήν».

Αυτό είναι άλλωστε και το κλειδί της υπόθεσης, καθώς, όπως πρόσθεσε, «αν δεν ανακαλύψουμε την ποίηση μιας χώρας, δεν μπορούμε απλά και μόνο μέσω της εκμάθησης της γλώσσας, να την γνωρίσουμε, να βρούμε το «κλειδί» της και να την «ανοίξουμε» ».

Τέλος δεν παρέλειψε να επιστρατεύσει στα λεγόμενα του και πάλι το συγγραφικό έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ με στόχο να δώσει ένα μήνυμα αισιοδοξίας λέγοντας πως «η ανατροπή ξεκινάει από το σημείο που το φυσικό φαντάζει αφύσικο, αυτό είναι άλλωστε που με κάνει να μην συναινώ και να μην υποτάσσομαι σε κάποια πράγματα, κρατώντας με παράλληλα σε εγρήγορση».