Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Ακόμη και η φραπεδούπολη έχει τα όρια της

Η επιχειρηματικότητας της ανάγκης που ανθεί στην πόλη του... φραπέ, με μπόλικη δόση καινοτομίας, έφθασε στα όρια της. Γράφει ο Γιώργος Μητράκης.

Πριν από μερικά χρόνια, ήταν Άνοιξη, μια ομάδα δημοσιογράφων από την Αθήνα βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο κάποιας «αποστολής», από εκείνες που τα χρόνια της ευμάρειας οργάνωναν συχνά οι υπουργοί όταν ανέβαιναν για κάποια εξαγγελία. Κάνοντας βόλτα στο κέντρο της πόλης έκπληκτα τα μέλη της δημοσιογραφικής ομάδας διαπίστωσαν ότι στα πεζοδρόμια υπήρχαν από καναπέδες μέχρι... κούνιες, όπου οι θαμώνες απολάμβαναν τον καφέ ή το ποτό τους... μισοξαπλωμένοι, σε μια εικόνα απόλυτης χαλάρωσης. Η εικόνα ήταν πρωτόγνωρη γι’ αυτούς και το σχόλιο τους αναμενόμενο: «Δεν παίζεστε».

Η αλήθεια είναι ότι η Θεσσαλονίκη, κατ’ αρχήν ως φοιτητούπολη με μπόλικο νεανικό «αίμα» να κυκλοφορεί στα πεζοδρόμια τα μεσημέρια και τις νύχτες της, έχει μεγάλη παράδοση στον κλάδο των καφέ, των μπαρ και της εστίασης γενικότερα. Δεν είναι τυχαίο ότι της έχει αποδοθεί ο όρος «φραπεδούπολη». Άλλωστε ο συγκεκριμένος τύπος του κρύου καφέ επινοήθηκε στη Διεθνή Έκθεση το Σεπτέμβριο του 1957 από τον Δημήτρη Βακόνδιο. Πέραν τούτου η πόλη –ειδικά το κέντρο- είναι ένα απέραντο καφενείο. Υπολογίζεται ότι στον κεντρικό δήμο λειτουργεί ένα καφέ ανά 100 κατοίκους, αναλογία εξαιρετικά υψηλή, που δεν αποκλείεται να αποτελεί ρεκόρ. Πανελλήνιο, σίγουρα. Πανευρωπαϊκό, πιθανόν. Παγκόσμιο, ίσως. Συχνά με ρεκόρ και στις τιμές, αφού στη «φτωχομάνα» σερβίρονται καφέδες σε 4 και 5 ή και κάτι παραπάνω.  

Στα χρόνια της κρίσης, μάλιστα, οι επιχειρήσεις αυτού του είδους αυξήθηκαν, αφού όσα από τα εμπορικά καταστήματα που κλείνουν σωρηδόν ανοίγουν συνήθως γίνονται κάτι μεταξύ καφέ και πρόχειρου φαγητού. Μάλιστα, ανάμεσά τους υπάρχουν και ορισμένα που... πρωτοπορούν –ή μήπως καινοτομούν;- προσφέροντας από καφεμαντεία –δηλαδή καφετζούδες- μέχρι χρωματιστό καφέ και από κλασική μουσική και χειροτεχνίες, μέχρι αμιγώς σπιτικό περιβάλλον. Άλλωστε αυτό το «μικτό και νόμιμο» είδος ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη στη δεκαετία του 1980 με το θρυλικό «Βιβλίο, τσάι και συμπάθεια» της Αλεξάνδρου Σβώλου, που τότε λεγόταν ακόμη Πρίγκηπος Νικολάου.

Όσο η κρίση δεν υποχωρεί και όσο οι πεζόδρομοι θα επεκτείνονται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, το φαινόμενο θα αυξάνεται, ακόμη κι αν πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις δεν βγάζουν τα έξοδά τους και μοιραία κλείνουν. Φυσικό επόμενο, λοιπόν, να εμφανίζονται και κάποιες καινούριες ιδέες, που διαφοροποιούν την παρεχόμενη υπηρεσία. Το αδιέξοδο είναι προφανές, αφού μιλάμε για επιχειρηματικότητα της ανάγκης και όχι της ιδεολογίας, που έχει όρια με βάση την αγορά, τα οποία έχουν ξεπεραστεί. Και δυστυχώς στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει καν ο αξιόπιστος φορέας που θα ομαδοποιήσει όλο αυτό και θα το πλασάρει σαν άποψη για την προσέλκυση επισκεπτών. Διότι για να γίνει επίσημο σήμα κατατεθέν του αναπτυξιακού προτύπου της πόλης το... φραπεδάκι, χρειάζεται να εξελιχθεί η Θεσσαλονίκη σε σοβαρό τουριστικό προορισμό, κάτι το οποίο απέχει ακόμη πολύ.  

Υ.Γ. Υπήρξε, πάντως, μία τουλάχιστον συμβολική κίνηση που πιστοποίησε επισήμως τη Θεσσαλονίκη ως φραπεδούπολη με τη σφραγίδα της πολιτείας. Ήταν τον Ιούνιο του 2003, όταν έγινε στο Πόρτο Καρράς της Χαλκιδικής η σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τότε το υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, επί υπουργίας Γιώργου Πασχαλίδη, τύπωσε χάρτες του κέντρου της Θεσσαλονίκης για τους ξένους επισκέπτες –αντιφρονούντες διαδηλωτές και άλλους-, στους οποίους οι περιοχές με τα καφέ –Παλιά Παραλία, Πλατεία Αριστοτέλους, Λαδάδικα- ήταν σημειωμένες όχι με το διεθνώς καθιερωμένο φλιτζάνι που αχνίζει, αλλά με ένα ποτήρι φραπέ, με αφρό και καλαμάκι!