Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Από τα βακούφια, στους Αλλατίνι-Μοδιάνο και τη «νέα πόλη»

Τα σημαντικότερα ορόσημα στην οικονομική ιστορία της Θεσσαλονίκης όπως τα παρουσιάζει ο διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών Ευάγγελος Χεκίμογλου.

Από τις καμήλες και τα κάρα στον σιδηρόδρομο και το λιμάνι. Από την παραγωγή γούνας και μάλλινων υφασμάτων στην ανάπτυξη της αγοράς πιστώσεων και ακινήτων. Από τους πασματζήδες (κατασκευαστές υφασμάτων) και τους αραμπατζήδες (κατασκευαστές κάρων) στους παραγγελιοδόχους, τους μεγαλέμπορους με διεθνή παρουσία και τους πρόσφυγες-επιχειρηματίες. Η Θεσσαλονίκη κουβαλάει μια πλούσια οικονομική και επιχειρηματική ιστορία στους αιώνες που ακολούθησαν την άλωσή της από τους οθωμανούς (1430).

Τα σημαντικότερα ορόσημα στην οικονομική πορεία των τελευταίων αιώνων της Θεσσαλονίκης παρουσίασε ο διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, Ευάγγελος Χεκίμογλου, κατά τη διάρκεια διάλεξης που πραγματοποίησε στο Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του Β' Κύκλου του Ανοικτού Πανεπιστημίου της Πολιτιστικής Εταιρείας Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος με τίτλο θεματικής: «Η Θεσσαλονίκη στη διαχρονία, Ύλη και Ιδέες: οικονομία, τέχνη πολεοδομία, ιδεολογία».

Όπως είπε στη Voria.gr ο κ. Χεκίμογλου, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό στους τρεις υπό εξέταση αιώνες είναι η παρακμή κατά τον 19ο αιώνα του συντεχνιακού συστήματος (κατά κύριο λόγο παραγωγή γούνας και χοντρών μάλλινων υφασμάτων, καθώς και εμπόριο ως επί το πλείστον καπνού, βαμβακιού και σιτηρών) στο οποίο είχε στηριχθεί έως τότε η ανάπτυξη της οικονομίας της Θεσσαλονίκης. Αυτό προκλήθηκε, σύμφωνα με τον ίδιο, από δύο βασικούς λόγους: πρώτον, λόγω της μαζικής εισόδου στην πόλη ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων που ήταν χαμηλότερης ποιότητας από αυτά των οθωμανών τεχνιτών (μουσουλμάνων, χριστιανών και Εβραίων), αλλά πολύ οικονομικότερα, με αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο να γίνει παθητικό. Δεύτερον, λόγω της ένταξης της Θεσσαλονίκης σε ευρωπαϊκά δίκτυα (μετά την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου και του λιμανιού) μέσω κυρίως από τις οικογένειες με διεθνή οικονομική δραστηριότητα, όπως οι Αλλατίνι, οι Φερνάντες και οι Μορπούργκο (που ανήκουν στο ίδιο οικογενειακό πλαίσιο) με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέα δίκτυα διοχέτευσης των ελληνικών – κυρίως γεωργικών – προϊόντων στο εξωτερικό.

«Η παραπάνω κατάσταση αλλάζει από τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε η Θεσσαλονίκη γίνεται μια άλλη πόλη, αφενός λόγω της αλλαγής της πληθυσμιακής σύνθεσης – οι 15.000 πατριαρχικοί χριστιανοί του 1904 γίνονται 180.000 το 1928 και η μουσουλμανική κοινότητα εξαφανίζεται – και αφετέρου λόγω της ένταξης της πόλης στο ελληνικό κράτος, που είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η γεωγραφική θέση μέσα στην οποία πλέον κινούνταν και να απευθύνεται σε εγχώριες αγορές», εξήγησε ο κ. Χεκίμογλου.

Σύμφωνα με τον ίδιο, οι δύο κορυφαίες επιχειρηματικές οικογένειες της Θεσσαλονίκης ήταν οι Αλλατίνι (μαζί με τους Φερνάντες και Μορπούργκο) και οι Μοδιάνο. Είναι ενδεικτική η καταγραφή που πραγματοποίησε το 1905 ελληνόκτητη τράπεζα για τις περιουσίες των κατοίκων της πόλης. Η οικογένεια Αλλατίνι είχε περιουσία 600.000 χρυσές τουρκικές λίρες και η Μοδιάνο 500.000 λίρες, όταν η αμέσως επόμενη περιουσία ήταν περίπου 80.000 λίρες. Η οικογένεια Αλλατίνι, που ήρθε στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 1800, είχε μεγάλη παρουσία στη βιομηχανία, στις τράπεζες, στις ασφάλειες, στην αγορά γης, στα μεταλλεία Χαλκιδικής, και στο καπνεμπόριο. Παράλληλα, είχε δραστηριότητες και εκτός ελληνικού χώρου, όπως αδαμαντωρυχεία στη Νότια Αφρική, καθώς και κατασκευή αεροσκαφών στη Γαλλία, μέσω των Ντασό, που ήταν και αυτοί εντός του οικογενειακού κύκλου της Αλλατίνι. Από την άλλη, οι Μοδιάνο, φτάνουν κάποια στιγμή να γίνουν εξίσου πλούσιοι με τους Αλλατίνι σε ό,τι αφορά την παρουσία τους στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο η επιχειρηματική τους δραστηριότητα δεν είχε διεθνή διάσταση. Ασχολούνταν κυρίως με την παροχή πιστώσεων με εγγυήσεις ακίνητη περιουσία, την οποία σταδιακά «μάζευαν». Αυτό, όπως είπε ο κ. Χεκίμογλου, τους δημιούργησε πρόβλημα ρευστότητας, με αποτέλεσμα το 1911 να σταματήσουν τις πληρωμές και σιγά σιγά να καταστραφούν. Από τα πιο εμβληματικά κτήρια που κατείχε η οικογένεια είναι η αγορά τροφίμων επί των οδών Ερμού και Βασιλέως Ηρακλείου, η λεγόμενη Στοά Μοδιάνο, που βρίσκεται σε φάση ανάπλασης ώστε να τεθεί ξανά σε λειτουργία.

«Όπως γράφει ένας περιηγητής που βρέθηκε εκείνη την περίοδο στην πόλη “όπου πας στη Θεσσαλονίκη σου λένε δύο ονόματα, Αλλατίνι και Μοδιάνο”», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Χεκίμογλου.

Τα βακούφια, η Ρωμαϊκή Αγορά, η Αγίου Δημητρίου και ο Βαρδάρης κατά τον 16ο αιώνα

Η παρουσίαση του κ. Χεκίμογλου ξεκίνησε από την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς το 1430. Οι οικονομικές διαστάσεις αυτής προήλθαν, σύμφωνα με τον καθηγητή, από το πώς διαμορφώθηκε η περιουσία: οι άνθρωποι ανήκαν στους στρατιώτες και η γη στον σουλτάνο. «Στις επόμενες δεκαετίες μετά την άλωση, κομμάτια γης άρχισαν να εκχωρούνται σιγά από τον σουλτάνο σε αξιωματούχους της αυλής. Αυτά τα οικόπεδα μετατράπηκαν σε βακούφια, δηλαδή εντάχθηκαν σε  σε θρησκευτικά ιδρύματα όπου τα επί μέρους τμήματα ανήκουν στον θεό, συνεπώς είναι αναπαλλοτρίωτα. Το 80% της καταγεγραμμένης περιοχής της κεντρικής Θεσσαλονίκης ανήκε σε 72 βακούφια. Παράλληλα διαμορφώθηκε και ένας τύπος πλήρους ιδιοκτησίας, από εκχώρηση οικοπέδων σε μουσουλμάνους στο πλαίσιο του υποχρεωτικού εποικισμού. Έτσι, στα βόρεια υπήρχαν τα οικόπεδα που ανήκαν στους μουσουλμάνους και στα νότια τα βακούφια που ανήκαν στον θεό. Αυτό είχε μια άμεση επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς στον συγκεκριμένο τύπο ιδιοκτησίας η γη δεν αποτελούσε εμπόρευμα», ανέφερε.

Κατά τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με τον κ. Χεκίμογλου, υπήρξε τόσο μαζικός εξισλαμισμός όσο και σημαντική έλευση εβραίων προσφύγων, που δημιούργησαν ένα πυκνοκατοικημένο τετράγωνο μεταξύ των οδών Βενιζέλου, Εγνατίας, Αγίας Σοφίας και του παραλιακού μετώπου.

Ο κ. Χεκίμογλου παρουσίασε τις βασικές οικονομικές δραστηριότητες σε τρεις περιοχές της Θεσσαλονίκης κατά τον 16ο αιώνα, σημειώνοντας ότι η ανάπτυξη διαφορετικών επαγγελμάτων επηρέασε τον αριθμό και τη σύνθεση των κατοίκων κάθε κοινότητας. Ειδικότερα:

- Στην περιοχή βόρεια της Εγνατίας (Ρωμαϊκή Αγορά) αναπτύχθηκαν σειρά από μουσουλμανικές συνοικίες και μία χριστιανική. Στην περιοχή, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, φαίνεται να λειτουργούσαν ένα ή περισσότερα εργαστήρια βαφικής. Αυτό πιθανόν είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των χριστιανών στην περιοχή, που ασχολούνταν με το συγκεκριμένο επάγγελμα, και να μειωθεί ταυτόχρονα ο αριθμός των μουσουλμάνων, είτε εξαιτίας της όχλησης που δημιουργούσε η συγκεκριμένη βιοτεχνία είτε επειδή στην περιοχή βρέθηκαν αρκετοί Εβραίοι από την Πορτογαλία.

- Στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου, οι 56 χριστιανοί κάτοικοι του 1478 γίνονται 33 το 1500 και πάνω από 66 το 1568. Μία πιθανή ερμηνεία είναι ότι στις αρχές του 16ου αιώνα εμφανίζονται νέα επαγγέλματα που δεν υπήρχαν παλαιότερα στην περιοχή, όπως ο πασματζής και γενικότερα εργασίες που αφορούν την κλωστοϋφαντουργία, καθώς η περιοχή φαίνεται να εξελίσσεται σε κέντρο της συγκεκριμένης δραστηριότητας.

- Κοντά στην πύλη του Βαρδάρη ο αριθμός των κατοίκων παραμένει αναλλοίωτος στο πέρασμα του αιώνα, ωστόσο εκεί που αλλάζει σημαντικά είναι τα επαγγέλματα. Από το 1500 επικρατούν οι συντεχνίες του σαμαρά και του αραμπατζή, καθώς φαίνεται ότι στην περιοχή αναπτύσσεται κέντρο ξυλουργικής.

Η άγνωστη επιχειρηματική κοινότητα Σκούρτα

Από τον 17ο αιώνα εμφανίζεται μία χριστιανική κοινότητα στην πόλη που στις λίγες πηγές που αναφέρεται ονομάζεται Σκούρτα. «Όσο την αναζητούμε καταλήγουμε στο μηδέν, δεν ξέρουμε τίποτα παραπάνω», ανέφερε ο κ. Χεκίμογλου. Όπως εκτίμησε, πιθανόν να προέρχονται από τα Άγραφα. «Καταλαβαίνουμε την ύπαρξή τους στην πόλη από τη συμμετοχή τους στη συνολική φορολογία. Γύρω στα 1700 πληρώνουν όσα και οι γηγενείς ορθόδοξοι (όπως μουσουλμάνοι και Εβραίοι), ενώ δεν εμφανίζονται πριν το 1650 και μετά το 1775 κανένα στοιχείο. Πιθανόν να πρόκειται για επιχειρηματίες των οποίων οι δουλειές τους φέρνουν στη Θεσσαλονίκη για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα κάτι στο οποίο μας κάνει να καταλήγουμε και ο αριθμός αγάμων που είναι υπερβολικά μεγάλος σε σχέση με νοικοκυριά για εκείνη την περίοδο», είπε.

Το παράδοξο με τους γουναράδες

Στην καταγραφή των φορολογικών υποχρεώσεων του 1792 καταμετρήθηκαν συνολικά 39 συντεχνίες στη Θεσσαλονίκη. Η μεγαλύτερη, με διαφορά από τη δεύτερη, ήταν αυτή των γουναράδων που απαριθμούσαν 141 άτομα και πλήρωναν το 36% του συνολικού φόρου των συντεχνιών. «Παρότι διαθέτουμε πολλές πηγές για την οικονομική δραστηριότητα στον 18ο αιώνα η γούνα δεν αναφέρεται πουθενά, παρά μόνο σε έναν επίσημο κατάλογο φορολογικών υποχρεώσεων, ο οποίος δεν χωρά αμφισβήτηση για την πιστότητά του. Η ερμηνεία που κάνω για αυτό το παράξενο φαινόμενο είναι ότι στην τοπική αγορά, σύμφωνα με ένα τεκμήριο που σώζεται,  δημιουργείται έριδα μεταξύ χριστιανών και εβραίων εμπόρων σχετικά με τα δέρματα των λαγών. Η  βυρσοδεψία κατά τον 18ο αιώνα στη Θεσσαλονίκη ήταν μονοπωλιακά στα χέρια δύο γενιτσαρικών ταγμάτων. Μία συγκεκριμένη μουσουλμανική αίρεση, διαδεδομένη στους γενίτσαρους της Θεσσαλονίκης, θεωρούσε τα λαγοτόμαρα αμαρτωλά, τα απέρριπτε. Ενδεχομένως, επειδή η παραγωγή γούνας στη Θεσσαλονίκη δεν αναφέρεται, εικάζουμε ότι πρόκειται για γούνες από λαγό», ανέφερε ο κ. Χεκίμογλου.

Εκτός από τους γουναράδες, οι κυριότερες συντεχνίες του 18ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη ήταν οι πεταλάδες, οι αμπατζήδες (κατασκεύαζαν ύφασμα που λεγόταν αμπάς), οι κεπετζήδες (πωλητές χονδρών μάλλινων καλυμμάτων), έμποροι σιτηρών και ακτάρηδες (μικροπωλητές). Παρατηρούνται ακόμη μπακάληδες που δεν ανήκαν σε ενώσεις, ενώ οι κουρείς και οι καφετζήδες ήταν αποκλειστικά μουσουλμανικά επαγγέλματα.

Αξιοσημείωτη είναι ακόμη η παραγωγική δραστηριότητα στις περιοχές πέριξ της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα στον σημερινό Πεντάλοφο, όπου λειτουργεί μεγάλο εργοστάσιο παραγωγής πυρίτιδας. Οι κάτοικοι της περιοχές ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν αγγαρείες καθαρισμού με αντάλλαγμα τη φορολογική απαλλαγή. Η πυρίτιδα μεταφέρονταν με καμήλες, οι οποίες εκτρέφονταν στα διπλανά χωριά, όπως στο Ωραιόκαστρο και τα Διαβατά. «Η παραπάνω οικονομική δραστηριότητα έδινε ανεξαρτησία σε αυτά τα χωριά και διήρκησε για περίπου δύο αιώνες, μέχρι τα τέλη του 18ου», τόνισε ο κ. Χεκίμογλου.

Σιδηρόδρομος και λιμάνι αλλάζουν τη Θεσσαλονίκη

Κατά τον 19ο αιώνα ο οθωμανικός χώρος κατακλύζεται από βιομηχανικά προϊόντα, κάτι που εξουδετερώνει την γνωστική ανωτερότητα των Οθωμανών τεχνιτών. Το φαινόμενο αναπτύσσεται κυρίως μετά το 1820, με αποτέλεσμα πολλοί επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης να εκδιωχθούν και να κατακρημνιστούν οι συντεχνίες. 

Από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αναπτύσσονται εμπορικές επιχειρήσεις που δουλεύουν με το εξωτερικό. Σε αυτό συνέβαλε η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου και η κατασκευή του λιμανιού. Άμεση συνέπεια ήταν η ανάπτυξη του επαγγέλματος των παραγγελιοδόχων, οι οποίοι έγιναν τόσοι που έφτασαν να επηρεάζουν ακόμη και τις εκλογές ελληνικής κοινότητας. 

Με εξαίρεση το κεφάλαιο που εγκαθίσταται μέσω των Αλλατίνι και Μοδιάνο, το υπόλοιπο κατευθύνεται σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, που αποτελούν μονοπωλιακούς τομείς στους οποίους πραγματοποιούνται επενδύσεις με στόχο ευμενέστερους φορολογικούς όρους. Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο δεν φαίνεται να υπάρχει άμεση σχέση των νέων κεφαλαίων με επενδύσεις στη βιομηχανία.

Η αλλαγή των πληθυσμών και η ανάπτυξη του καπιταλισμού

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Θεσσαλονίκη είναι μια άλλη πόλη από άποψη πληθυσμιακής σύνθεσης. Στην απογραφή του 1904 οι ορθόδοξοι Έλληνες είναι περίπου 15.000 και το 1928 εκτινάσσονται στις 180.000. Αποτελούν ως επί το πλείστον πρόσφυγες μετά την ανταλλαγή πληθυσμών. Την ίδια ώρα οι μουσουλμάνοι, με παρουσία πέντε αιώνων στην πόλη εξαφανίζονται (1.182 από 32.703). Παράλληλα παρατηρείται αλλοίωση του εβραϊκού πληθυσμού.

Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου αναπτύσσεται ο καπιταλισμός και οι επιχειρήσεις στηρίζονται στη μισθωτή εργασία, κάτι που δεν υπήρχε στις συντεχνίες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυξάνεται ο αριθμός των μισθωτών, αλλά και των επαγγελματιών, κάτι που αποδίδεται στη μαζική είσοδο των γυναικών στη βιομηχανική εργασία.

Αξίζει να αναφερθεί, τέλος, ότι την ίδια περίοδο σημειώθηκε μία σύγκρουση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης ανάμεσα σε χριστιανούς και Εβραίους. Από το 1926 άρχισαν να καταβάλλονται οι προσφυγικές αποζημιώσεις, 20% σε μετρητά και 80% σε ομολογίες του δημοσίου 20ετούς διάρκειας. Το φαινόμενο που παρατηρήθηκε είναι να κυκλοφορήσουν στην αγορά ομόλογα και να «σπάνε» για άμεση ρευστότητα. Έτσι, πολλοί πρόσφυγες έσπευσαν να ανοίξουν καταστήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από τα 8.500 μέλη των επιμελητηρίων το 1926, ο αριθμός να αυξηθεί σε πάνω από 28.000 μέλη και να σημειωθεί υπερεπαγγελματισμός. Ακολούθησε η διεθνής οικονομική κρίση που το 1931 χτύπησε και την Ελλάδα, φέρνοντας μαζικά λουκέτα (υπήρχαν δρόμοι όπου έκλεισε το 70-90% των καταστημάτων). Οι πρόσφυγες, λοιπόν, ξαναέγιναν εργάτες και έπρεπε να ανταγωνιστούν τους ήδη εργάτες Εβραίους, οι μεν αποκαλούσαν τον άλλο ξένο στην πόλη. Σημειώθηκαν επιθέσεις εναντίων εβραϊκών συνοικιών, με αποκορύφωμα την επίθεση στη συναγωγή Κάμπελ, όπου 300-500 πρόσφυγες προσπάθησαν να το κάψουν, με αποτέλεσμα να υπάρξουν δύο νεκροί.

Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης κατά τις αρχές του 20ου αιώνα από τη σελίδα «Θεσσαλονίκη» στο Facebook