Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Η «συμφωνία της μετριότητας» και μια κοινωνική παραδοχή

Χρειάζονται υποψηφιότητες ανθρώπων που είναι ικανοί να διοικήσουν. αλλά κυρίως είναι σε θέση να «οδηγήσουν» την πόλη και τους πολίτες στο μέλλον.

Η αδυναμία στην οποία έχουμε υποβληθεί στη Θεσσαλονίκη να αναγνωρίσουμε τις δυνατότητες ενός προσώπου και κυρίως την ικανότητά του να ξεχωρίζει από όλους εμάς, έπειτα από μια πολυετή προσπάθεια αποδόμησης των ινδαλμάτων, αποτροπής της δημιουργίας star system, ισοπέδωσης και αμφισβήτησης των πάντων, έχει επιφέρει στο συλλογικό συνειδητό, ασυνείδητο ή υποσυνείδητο (από τους φροϋδικούς ορισμούς), μια μάλλον μη αναστρέψιμη καταστροφή.

Μια καταστροφή, που σήμερα δεν μπορεί να ερμηνευτεί με ευκολία και ίσως δεν είναι ακόμη μαζικά διακριτή, δεν παύει όμως να είναι και υπαρκτή και ριζωμένη πολύ βαθιά πια ως νοοτροπία, ως τρόπος ζωής. Είναι η «συμφωνία της μετριότητας».

Η Θεσσαλονίκη πληρώνει πολύ ακριβά αυτή την καταστροφή. Μια πολύ πρόχειρη, αλλά πολύ σημαντική, επίπτωση είναι η αδυναμία να αναδειχτούν ηγεσίες ή ηγεσία στην πόλη, με ευρύτερη απήχηση, που να έχει και το πολιτικό χαρακτηριστικό της καθοδήγησης.

Ανθρώπινο δυναμικό υπάρχει για να υποστηρίξει αυτά τα χαρακτηριστικά. Όμως είτε απέχει, είτε συμβιβάζεται, είτε είναι σε θέσεις ευθύνης, αλλά προτιμά την προσαρμογή προς τα κάτω για να μη στοχοποιηθεί, είτε περιμένει πιο κατάλληλες συνθήκες για να εκδηλωθεί, για να αναλάβει πρωτοβουλίες, για να μπει μπροστά... Όσο κι αν σε ορισμένους (εκείνους που τα ξέρουν όλα, τις κυρίαρχες μορφές αυτής της «συμφωνίας της μετριότητας») φαντάζει αδιανόητο να υπάρχουν κάποιοι καλύτεροι από το σύνολο, κάποιοι που ξεχωρίζουν και μπορούν να αποτελέσουν τους μπροστάρηδες για να ξεφύγει η Θεσσαλονίκη από τη μόνιμη μιζέρια της παρελθοντολογίας και του θαυμασμού των επιτευγμάτων παλαιών ηγεσιών ή των μόνιμων συγκριτικών πλεονεκτημάτων που της προσέφερε χωρίς φειδώ η χωροθέτησή της, οι ξεχωριστές αυτές περιπτώσεις δυνάμει ηγετών υπάρχουν.

Το ζητούμενο είναι αν όλοι εμείς, οι πιο... μέτριοι θα τους επιτρέψουμε να αναδειχτούν σε ηγέτες μιας πόλης, που βυθίζεται στη μετριότητα. Αυτή τη μετριότητα ανέδειξε ο Γιάννης Μπουτάρης, αξιοποιώντας την αίγλη της δικής του προσωπικότητας, κομίζοντας ένα νέο στιλ ηγεσίας στην πόλη, καινοτομώντας σε σχέση με τον κρατούντα έως τότε συντηρητισμό και γεφυρώνοντας το χάσμα ανάμεσα στους αστούς, τα λόμπι, τους προύχοντες (των οποίων άλλωστε μέλος ήταν και ο ίδιος) και στους υπόλοιπους, που αναλώνονταν επί δεκαετίες είτε στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πρώτων, είτε στην καταγγελία – αποδόμηση, είτε στην πλασματική εξομοίωση, είτε στη ζηλόφθονη αντιμετώπιση, στη μίζερη εσωτερική αποδοχή των διαφορών και ταυτόχρονα στην ακόμη πιο μίζερη αδυναμία δημόσιας αποδοχής τους. Κάποιος πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη την επίπτωση που είχε στην αποδόμηση των πάσης φύσεως ελίτ η εξισορροπητική συγκυρία των δεκαετιών του 1990 – 2000, που οδήγησε στην κατάρρευση πλέον κάθε διαφοράς κάθε υπεροχής (κοινωνικής, οικονομικής, μορφωτικής) και στο τσουβάλιασμα όλων. Η «συμφωνία της μετριότητας» ή το μίσος για το καλύτερο, η λογική με την κατσίκα του γείτονα...

Προφανώς και ήταν επιθυμητή η άρση των κοινωνικών ανισοτήτων και η διάλυση της ταξικής κουλτούρας (του άδικου διαχωρισμού και της λογικής της υποτέλειας) των προηγούμενων ετών, η δημιουργία μιας κοινωνίας ίσων. Όμως στη γενικότερη εξίσωση παρασύρθηκαν τα πάντα και ανάμεσά τους και η ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε το καλύτερο.

Αυτό το πλήρωσε με τραγικό τρόπο η πόλη. Διότι κάποιοι μέτριοι (μπορεί και πιο κάτω) υπερεκτίμησαν τις δυνατότητές τους, αισθάνθηκαν «θεοί» με το που πήραν εξουσία στα χέρια τους και τα έκαναν μαντάρα. Δυστυχώς, πολλοί από αυτούς, παρά τα συνεχή στραπάτσα του παρελθόντος, συνεχίζουν να θεωρούν εαυτούς «θεούληδες» και να επιζητούν ρόλους που δεν μπορούν να υπηρετήσουν. Ευτυχώς, σήμερα δεν τους έχουν, διότι ακόμη κι αν κάποιοι θεωρούν ότι δεν είναι οι καλύτερες οι σημερινές τοπικές ηγεσίες, δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι είναι χειρότερες από εκείνες του πρόσφατου παρελθόντος. Και προσοχή δεν αναφέρομαι μόνο στους επικεφαλής, αλλά στις διοικήσεις συνολικά. Τυχόν προσωποποιήσεις είναι αυθαίρετες και δεν με εκφράζουν. Αν θέλω να αναφερθώ σε κάποιον συγκεκριμένο θα το κάνω με ονοματεπώνυμο. Ένας άνθρωπος όσο «πεφωτισμένος» κι αν είναι δεν μπορεί να κάνει μόνος του τη διαφορά σε κανένα επίπεδο...

Ο κ. Μπουτάρης προσέφερε κάποια πράγματα στην πόλη, όμως δεν κατόρθωσε να αλλάξει τη νοοτροπία των πολιτών. Η πιο εξωστρεφής, πιο ανοιχτή Θεσσαλονίκη παραμένει ζητούμενο για τους πολλούς. Γιατί δεν είναι ζήτημα εκδηλώσεων, σχέσεων και συγκεκριμένων ομάδων, αλλά κάτι που θα πρέπει να ποτίσει καθολικά την τοπική κοινωνία, να την κάνει συμμέτοχο. Κι αυτό δεν έχει επιτευχθεί. Δημιούργησε δίπολα και πάτησε πάνω σε αυτά για να μείνει στον... αφρό. Εάν προσέφερε και τι στην πόλη (σε επίπεδο έργου) είναι ένα ζήτημα στο οποίο έχω άποψη, αλλά δεν θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω εδώ, τουλάχιστον όσο είναι ανοιχτή η υποψηφιότητά του στις επόμενες δημοτικές εκλογές. Θα κριθεί από τους πολίτες σε ενάμιση χρόνο και ελπίζω το κριτήριο να είναι το έργο που αφήνει πίσω της η διοίκησή του.

Έχει όμως τα χαρακτηριστικά του ηγέτη; Αποδείχτηκε μπροστάρης σε ζητήματα της πόλης; Θέτω αυτά τα ερωτήματα για να σκεφτεί καθένας αν ακόμη κι αυτός που ξεχώρισε (για να το πω αυτό χρειάστηκε να απευθυνθώ εκτός Θεσσαλονίκης σε ανθρώπους που βλέπουν πιο καθαρά από εμάς την εικόνα κι όχι την ουσία Μπουτάρη) τα τελευταία χρόνια, θα εκτιμηθεί μελλοντικά ως ηγέτης...

Επειδή πιστεύω πως για να αναδειχτούν οι υπαρκτοί ηγέτες στη Θεσσαλονίκη θα πρέπει πρώτα να αλλάξουν βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες και η στάση, η θεώρηση ζωής των περισσοτέρων μας (διαδικασία που απαιτεί πολλά χρόνια και συγκεκριμένες συνθήκες), πιστεύω πως το βασικό κριτήριο για τους επικεφαλής μας σε αυτή την πόλη θα πρέπει να είναι η ικανότητά τους στην παραγωγή έργου για την πόλη, για την καθημερινότητα των πολιτών. Σε συνδυασμό με την πολιτική στάση τους, αλλά με κυρίαρχο το χαρακτηριστικό του αποτελεσματικού, εκείνου που λύνει προβλήματα, που δίνει απαντήσεις σε ζητήματα της καθημερινότητας, που αφήνει στην πόλη και τον περίγυρό της έργο. Γι' αυτό δε λοξοκοιτάζω προς κάποιον αμιγώς τεχνοκράτη, αλλά επιζητώ να είναι επιπλέον και καλός πολιτικός.

Καλή η θεωρία, χωρίς πράξη όμως ακόμη και οι άριστοι είναι απλά καλύτεροι στον καθρέφτη τους ή στο μυαλό ολίγων. Γι' αυτό στις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές θα ήθελα να δω υποψηφιότητες ανθρώπων που και ικανοί να διοικήσουν είναι και πολιτικές θέσεις έχουν για τα μείζονα ζητήματα, αλλά κυρίως είναι σε θέση να «οδηγήσουν» την πόλη και τους πολίτες στο μέλλον, υπό νέες πια συνθήκες, εκτός κρίσης (έστω και τυπικά), για να περιοριστούν οι ακραίες εκφράσεις και η αδυναμία να ακούσουμε ο ένας τον άλλο, επιμένοντας στις απόψεις μας όσο λανθασμένες κι αν είναι και μάλιστα κάνοντάς το με περίσσιο πάθος, που ξεπερνά πολλές φορές και τα όρια της ευπρέπειας και φτάνει σε αυτά του φανατισμού και του τυφλού μίσους προς το διαφορετικό. Και θεωρώ ότι ένας από τους πλέον κρίσιμους ρόλους για να γίνει αυτό είναι η διοίκηση του δήμου Θεσσαλονίκης.

Πριν από καιρό είχα γράψει μια άποψη για την ανυπαρξία ηγετών στη Θεσσαλονίκη και για την ανάγκη να προκύψει ένας ηγέτης που θα πάει την πόλη μπροστά. Ο αντίκτυπος από εκείνη την άποψη ήταν ποικίλος. Σε πολλές περιπτώσεις διαπίστωσα πως παρά την καλή μου πρόθεση να επισημάνω ένα υπαρκτό πρόβλημα, χωρίς διάθεση να φωτογραφίσω ή να αναφερθώ σε συγκεκριμένα πρόσωπα και πολύ περισσότερο χωρίς δεύτερες σκέψεις, διάφοροι είδαν τον εαυτό τους εκεί μέσα και οι παρερμηνείες περίσσεψαν. Για να μην παρεξηγηθώ εκ νέου νομίζω ότι έκανα διακριτό ότι οι ηγέτες υπάρχουν πιο κοντά από ό,τι πιστεύουμε, αλλά πρέπει να βρουν τον τρόπο να μην τους αναγνωρίζω μόνο εγώ και ο περίγυρός τους, αλλά μαζικά ο κόσμος. Να αλλάξουν δηλαδή τη νοοτροπία του κόσμου και να φτάσουμε κάποια στιγμή στο σημείο απόλυτης υπεροχής ως κοινωνία: Να μπορούμε να αναγνωρίζουμε τη μετριότητά μας και την ανωτερότητα κάποιων λίγων και ξεχωριστών, τους οποίους δε θα φοβηθούμε να τους ανακηρύξουμε ηγέτες.