Skip to main content

Τι μπορεί να πει ο Αλέξης Τσίπρας για τις προοπτικές της Θεσσαλονίκης

Οι απροετοίμαστες πρωθυπουργικές εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης και οι τρεις προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι για τη φετινή ΔΕΘ.

Κάθε Αύγουστο τέτοιες ημέρες –παρά τις διακοπές και τις αργίες- οι συνεργάτες των εκάστοτε Ελλήνων πρωθυπουργών έχουν μια βασική φροντίδα, που συγχρόνως αποτελεί μεγάλο άγχος. Να προετοιμάσουν την άνοδο του επικεφαλής της κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, στα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθέσεως, που από τη μεταπολίτευση –με πρώτο διδάξαντα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή- έχει εξελιχθεί σε μείζον πολιτικό γεγονός για τη χώρα.

Παραδοσιακά η οικονομική πολιτική της επομένης περιόδου –ή εν πάσει περιπτώσει ότι μπορεί να θεωρηθεί ως οικονομική πολιτική- εξαγγέλλεται από το βήμα της ΔΕΘ. Ακόμη κι αν τα πάντα έχουν αλλάξει στα χρόνια των μνημονίων τα εγκαίνια της ΔΕΘ είναι κάτι σαν το πρώτο κουδούνι στα σχολεία για τη νέα χρονιά, με αγιασμό, αλλά χωρίς έπαρση σημαίας. Κι επειδή «κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα» ο αείμνηστος Καραμανλής καθιέρωσε να γίνονται από το ίδιο βήμα ειδικότερες εξαγγελίες για τη Θεσσαλονίκη και τη Β. Ελλάδα. Προηγείται, μάλιστα, τις προηγούμενες ημέρες ολόκληρο τελετουργικό. Με επισκέψεις των εκπροσώπων των παραγωγικών φορέων στο Μέγαρο Μαξίμου με τα υπομνήματα υπό μάλης, αλλά και συσκέψεις υπουργών στη Θεσσαλονίκη για καλύτερη προετοιμασία της πρωθυπουργικής ανόδου. Καταστάσεις που εδώ και χρόνια έχουν καταντήσει γραφικές, αλλά εξακολουθούν να συμβαίνουν σαν έθιμο, μεταξύ επικοινωνιακής εκμετάλλευσης, αβρότητας και δημοσίων σχέσεων. Ορισμένες φορές, μάλιστα, η διαδικασία αυτή παράγει αποτελέσματα, συνήθως τραυματικά για τη Θεσσαλονίκη.

Σε πολλές περιπτώσεις η κοινωνία και η οικονομία της πόλης έχουν πέσει θύματα απροετοίμαστων εξαγγελιών για άστοχα οράματα, που μόνο και μόνο επειδή ειπώθηκαν από πρωθυπουργικά χείλη είχαν για κάποιους εξ’ ορισμού σοβαρότητα. Δεν μπορούσαν να αγνοηθούν και για χάρη τους καταναλώθηκε χρήμα και ενέργεια χωρίς ουσία. Ή –στην καλύτερη περίπτωση- είχαν αποτελέσματα που φάνηκαν σε μεγάλο βάθος χρόνου. Τόσο μεγάλο και σε τόσο βάθος που οι πολύχρονες καθυστερήσεις ενός μεγάλου πρότζεκτ –όπως για παράδειγμα το μετρό της Θεσσαλονίκης, η Εγνατία Οδός, τα τούνελ των Τεμπών ή η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, να θεωρούνται στην Ελλάδα φυσιολογικές. Και στη Θεσσαλονίκη απολύτως αναμενόμενες.

Στη δεδομένη συγκυρία για τη στρατηγική που αφορά το μέλλον και την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης υπάρχουν πολλά πράγματα να πει κανείς, αλλά λίγα να κάνει. Κι αυτό διότι η προηγούμενη εμπειρία είναι απογοητευτική, αφού η ατζέντα της δεκαετίας του 1980 για την πόλη (μετρό, λιμάνι, Εγνατία κ.λπ.) κλείνει αυτή την περίοδο με καθυστέρηση δεκαετιών. Για ποιες προοπτικές θα επιλέξει να μιλήσει ο κ. Τσίπρας στις 9 Σεπτεμβρίου; Θα το μάθουμε εκείνη την ημέρα. Από τις προτάσεις που τον «πολιορκούν» ενδιαφέρον παρουσιάζουν τρεις, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία.

Πρώτον, η Θεσσαλονίκη, πόλη καινοτομίας. Πρόκειται για μια γοητευτική ιδέα που συζητείται τα τελευταία 15 χρόνια, καθώς η πόλη συγκεντρώνει αρκετά πλεονεκτήματα. Διαθέτει πανεπιστήμια, που «παράγουν» ανθρώπινο δυναμικό, έχει ερευνητικά ινστιτούτα, αλλά και θερμοκοιτίδες νεοφυών επιχειρήσεων (start ups), καθώς και ορισμένες πετυχημένες εταιρίες της νέας, ψηφιακής οικονομίας. Τα οργανωμένα βήματα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση είναι μάλλον λίγα, εν μέρει διότι δεν έγιναν συντονισμένες κινήσεις. Αλλά και διότι μάλλον η δυναμική που υπάρχει είναι στην περιοχή παραμένει μικρότερη από αυτήν που έχει διαφημιστεί. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύεται από την πορεία των δύο μεγαλύτερων πρότζεκτ του κλάδου στην περιοχή. Στην Θεσσαλονίκη λειτουργεί ήδη η «Τεχνόπολη», ένα επιχειρηματικό πάρκο 100 στρεμμάτων στην περιοχή της Θέρμης, που δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 2000 από έναν πυρήνα τοπικών επιχειρήσεων πληροφορικής με σκοπό να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες. Εν πολλοίς δηλαδή πρόκειται για ένα πρότζεκτ real estate, όπου υπάρχουν βελτιωμένοι συντελεστές δόμησης, το οποίο δεν εξελίχθηκε δυναμικά λόγω της κρίσης που μετά το 2009 γονάτισε τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

Επίσης, στη Θεσσαλονίκη υπάρχει –μέχρι στιγμής στα χαρτιά- Ζώνη Καινοτομίας, την οποία εξήγγειλε από το βήμα της Έκθεσης το 2004 ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Εδώ και 13 χρόνια- η υπόθεση μπορεί να περιγραφεί περίπου ως ένα βήμα μπρος και δύο πίσω. Η εξαγγελία αποδείχθηκε εύηχη μεν, πρόχειρη δε, ενώ πολλοί από τους πολιτικούς, οι οποίοι χειρίστηκαν από τότε το θέμα στην ουσία δεν το κατανόησαν και γι’ αυτό δεν πίστεψαν σε ένα εγχείρημα που πήγαινε πολύ πέρα από κτίρια, τούβλα, τσιμέντα και σοβάδες. Η δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την εγκατάσταση εταιριών και ερευνητών που αναζητούν τα επόμενα βήματα στον κάθε τομέα και στοχεύουν στην αγορά όλου του πλανήτη δεν συγκινεί πρόσωπα και αξιώματα που έχουν συνηθίσει να κόβουν κορδέλες και να ονοματίζουν κατασκευές. Στην υπόθεση αυτή τα μόνα χειροπιαστά πράγματα είναι η Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομία, μια Ανώνυμη Εταιρία με μοναδικό μέτοχο το δημόσιο που στεγάζεται στο κτίριο του πρώην υπουργείου Μακεδονίας Θράκης και μια έκταση 65 στρεμμάτων στην Θέρμη, όπου θα δημιουργηθεί ο πρώτος θύλακας της Ζώνης. Το σημερινό ΔΣ της ΑΖΚ ΑΕ το αποτελούν άνθρωποι της πραγματικής οικονομίας και δουλεύει συστηματικά και αθόρυβα, διαβεβαιώνοντας ότι από τις αρχές του 2018 η Ζώνη θα πάρει σχήμα και θα αποκτήσει περιεχόμενο.

Σε αυτό το σκηνικό από πέρσι το καλοκαίρι διακινείται η ιδέα του προέδρου του Τεχνολογικού Πάρκου Θεσσαλονίκης κ. Νίκου Ευθυμιάδη για τη δημιουργία ενός μεγάλου επιχειρηματικού πάρκου 600, 800 ή 1000 στρεμμάτων στην Ανατολική Θεσσαλονίκη, σε κάποια έκταση ιδιοκτησίας του ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο θα προσελκύσει μεγάλες καινοτομικές επιχειρήσεις και ερευνητικά κέντρα. Το σχέδιο, που έχει τον διακριτικό τίτλο Thessaloniki International Technology Center (Thess INTEC) είναι φιλόδοξο, ο εμπνευστής του επίμονος, αλλά με την προϊστορία που υπάρχει, τις εκκρεμότητες στην Τεχνόπολη και στη Ζώνη Καινοτομίας και τα πρακτικά προβλήματα στη λειτουργία του ΤΑΙΠΕΔ, που δεν μπορεί να παραχωρήσει δωρεάν δημόσια γη, οι ρεαλιστικές πιθανότητες να υλοποιηθεί το πρότζεκτ είναι λίγες. Ακόμη κι αν η πολιτική ηγεσία του τόπου που αναζητά εξαγγελίες το υιοθετήσει για δικούς της λόγους.  

Δεύτερον, η αξιοποίηση του θαλάσσιου μετώπου της Θεσσαλονίκης, από τα δυτικά στο Καλοχώρι μέχρι τα ανατολικά στο δήμο Θερμαϊκού είναι 54 χιλιόμετρα. Από αυτά τα μόνα στοιχειωδώς αξιοποιημένα είναι το λιμάνι, η παλιά και η νέα παραλία της Θεσσαλονίκης. Στην υπόλοιπη έκταση, μία από τις μεγαλύτερες με αυτά τα χαρακτηριστικά στην Ευρώπη, υπάρχουν διάσπαρτες κάποιες λίγες εγκαταστάσεις –σημαντικότερη η μαρίνα της Νέας Κρήνης-, αρκετές ημιπαράνομες αυθαίρετες δραστηριότητες και απίστευτα μεγάλη εγκατάλειψη. Τα προβλήματα είναι δύο. Αφενός η έλλειψη οράματος και αφετέρου η πολυδιάσπαση ιδιοκτησιών και αρμοδιοτήτων, καθώς δημόσιοι φορείς και συτοδιοίκηση εμπλέκονται παραλυτικά.

Όπως αναδεικνύει εδώ και μήνες με μεγάλο αφιέρωμα σε συνέχειες η Voria.gr, αυτό που συμβαίνει στο θαλάσσιο μέτωπο είναι ταυτόχρονα ντροπή και μεγάλη ευκαιρία. Διότι η συνετή και συνεκτική αξιοποίηση της θαλάσσιας πρόσοψης της Θεσσαλονίκης θα αποτελέσει πηγή πλούτου, θα προσφέρει επιχειρηματικές ευκαιρίες, θα αποτελέσει μέσον αύξησης της απασχόλησης και θα συμβάλλει στην αύξηση τόσο της εξωστρέφειας, όσο και του κοσμοπολιτισμού που χρειάζεται η περιοχή. Πρόκειται ασφαλώς για το πιο απλό, λογικό και βατό στην υλοποίηση του σχέδιο, που όμως απαιτεί ενιαίο κέντρο αποφάσεων, ώστε να σαρωθούν τα μικροσυμφέροντα που υπάρχουν. Ίσως γι’ αυτό η κεντρική εξουσία, που είναι η μόνη που μπορεί να επιβάλλει σχεδιασμό και υλοποίηση στο έδαφος αρκετών δήμων της Θεσσαλονίκης, αποφεύγει να ασχοληθεί με ένα θέμα που είναι ικανό να αλλάξει το κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο της περιοχής.  

Τρίτον, η σύνδεση του Αιγαίου με το Δούναβη, μέσω της διαπλάτυνσης είτε του ποταμού Αξιού, είτε του ποταμού Στρυμόνα. Πρόκειται για μια ιδέα την οποία επαναφέρουν κάποιοι από τη φιλολογία των δεκαετιών του 1950 και του 1960, οπότε και είχε απορριφθεί. Υποτίθεται ότι σε περίπτωση που γίνει πλωτός ένας από τους δύο ποταμούς που εκβάλουν στην Ελλάδα, τότε η μεταφορά εμπορευμάτων από τα ελληνικά λιμάνια προς την Κεντρική Ευρώπη θα καταστεί ευχερέστερη, γρηγορότερη και οικονομικότερη. Πέρα από το σοβαρό εμπόδιο των διακρατικών συνεργασιών στην περιοχή –δε βρισκόμαστε στη Σκανδιναβία, αλλά στα Βαλκάνια-, τόσο το υψηλό οικονομικό κόστος των δεκάδων δισ. ευρώ, όσο και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις καθιστούν ακόμη και μια τέτοια σκέψη απαγορευτική. Ακόμη κι αν κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για πρότζεκτ που ενδιαφέρει τους Κινέζους! Αλλά στην Ελλάδα –ιδιαίτερα στις ημέρες της ΔΕΘ- των μεγάλων λόγων και των «κούφιων» πολιτικών εξαγγελιών τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί.