Skip to main content

Το δίπολο Βορράς - Νότος στην Ελλάδα έρχεται από πολύ μακριά

Από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και κάτι παραπάνω από 100 χρόνια από την ενσωμάτωση της Β. Ελλάδας, η νοοτροπία της εξουσίας παραμένει ίδια...

Η ιστορία έχει αξία για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν είναι γνώση γεγονότων, ενώ προσφέρει εργαλεία για την ερμηνεία εξελίξεων. Επίσης, βοηθάει στην κατανόηση των ρυθμών του κόσμου –του κάθε κόσμου-, ώστε οι εκπλήξεις να είναι λιγότερες και ηπιότερες.

Τα τελευταία δύο χρόνια η Voria.gr δημοσιεύει στοιχεία από την ιστορική διαδρομή των παραγωγικών φορέων της Θεσσαλονίκης από το 1912 μέχρι σήμερα. Αρχικά του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, εν συνεχεία του Εμπορικού Συλλόγου της πόλης και σε αυτή τη φάση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος.

Πρόκειται για συλλογικότητες επιχειρηματιών, που έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στις οικονομικές εξελίξεις στη Βόρεια Ελλάδα από το 1912 και μετά, όταν η Θεσσαλονίκη και η ευρύτερη περιοχή απελευθερώθηκαν από την καταρρέουσα και διαλυόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία και ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό. Ήταν η εποχή κατά την οποία το μέγεθος της Ελλάδας διπλασιάστηκε, έναντι του πρώτου ελεύθερου κράτους, που προέκυψε από την επανάσταση του 1821.

Φυσικά για τα βιβλία της ιστορίας -κυρίως για όσα διδάσκονται στα σχολεία- οι επιχειρηματικοί παράμετροι θεωρούνται δευτερεύουσας ή τριτεύουσας σημασίας, οπότε δεν αναφέρονται. Στην πραγματικότητα, όμως, εκφράζουν ουσιαστικά τμήματα της καθημερινότητας, οπότε αξίζουν της προσοχής μας διότι φωτίζουν αθέατες όψεις δύσκολων χρόνων. Ταυτόχρονα όσα συνέβησαν εδώ και περισσότερα από 100 χρόνια έχουν δημιουργήσει παράδοση, που ενίοτε εξηγεί πολλές από τις ιδιοτυπίες, τις κακοδαιμονίες και τα στραβά για τα οποία οι σύγχρονοι επιχειρηματίες και οι συλλογικότητες τους συζητούν σήμερα ή διαπραγματεύονται με την κεντρική εξουσία όλων των πολιτικών αποχρώσεων.

Για παράδειγμα, ποιος γνωρίζει ότι τα πρώτα χρόνια μετά το 1912 η Βόρεια Ελλάδα, οι λεγόμενες νέες χώρες, αντιμετωπίζοντας εμπορικά και φορολογικά ως άλλο κράτος από αυτό που είχε πρωτεύουσα την Αθήνα; Ότι για να πουλήσει ο Βορράς στο Νότο πλήρωνε δασμούς, αλλά δεν ίσχυε το αντίστροφο; Ή ότι αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς το 1944, όταν την τροφοδοσία των ελληνικών βιομηχανιών σε πρώτες ύλες και καύσιμα, είχαν αναλάβει οι Άγγλοι και οι Γερμανοί, η ποσόστωση ήταν εντελώς άδικη για τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία έναντι της Αττικής; Ή ότι την ίδια περίοδο τα προϊόντα των εργοστασίων του Βορρά παρέμεναν αδιάθετα παρά τις ανάγκες που υπήρχαν στο Νότο και καλύπτονταν από εισαγωγές. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι τα εργοστάσια της Αθήνας δεν παρήγαγαν ίσης αξίας προϊόντα που να ενδιαφέρουν τη Βόρεια Ελλάδα κι επειδή οι συναλλαγές γίνονταν τότε με ανταλλαγές και όχι χρήματα το «διμερές» εμπόριο δεν μπορούσε να προχωρήσει. Αν, μάλιστα, καταπιαστεί κάποιος με τα νομοθετικά ζητήματα θα διαπιστώσει μια εξοργιστική χρονοκαθυστέρηση, αδικαιολόγητη και προκλητική.

Με όλα αυτά υπόψιν ελάχιστη εντύπωση προκαλούν οι σημερινές ολιγωρίες της πολιτείας σε θέματα που αφορούν τις επιχειρήσεις του βορειοελλαδικού τόξου, όπως –για παράδειγμα- η επιστροφή του ΦΠΑ των εξαγωγών, που αφορά χιλιάδες εταιρίες στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ήπειρο. Όπως επίσης και η ουσιαστική αδιαφορία να εξοφληθούν υποχρεώσεις που ανέλαβε η πολιτεία μέσω του αναπτυξιακού νόμου  όπως είναι η κάλυψη μέρους του μισθολογικού κόστους που καθυστερεί πολλά χρόνια. Ή και η ενίσχυση ελληνικών επιχειρήσεων για επενδύσεις στα Βαλκάνια μέσω του ΕΣΟΑΒ στη δεκαετία του 2000. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα ανάμεσα στα υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών υπάρχει εκκρεμής φάκελος βιομηχανίας στη Θεσσαλονίκη, που δημιούργησε παραγωγική μονάδα στη Σερβία.

Το συμπέρασμα που βγαίνει, λοιπόν, απ’ όλα αυτά είναι ότι 200 περίπου χρόνια από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και κάτι παραπάνω από 100 χρόνια από την ενσωμάτωση του βόρειου τμήματος της χώρας, η νοοτροπία της εξουσίας παραμένει η ίδια. Οι «μάγκες» της παλιάς Ελλάδας που πρόλαβαν να στελεχώσουν τον κρατικό μηχανισμό και να δημιουργήσουν υπό την σκέπη του Παρθενώνα μια ανάπηρη αστική τάξη, βλέπουν ανταγωνιστικά και αφ’ υψηλού τις «νέες χώρες». Οι οποίες όχι μόνο «άργησαν» να ενταχθούν στα ελληνικά σύνορα, όχι μόνο υποδέχθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες της Μικράς Ασίας το 1922 και εκατοντάδες χιλιάδες σύγχρονους ελληνοπόντιους μετά το 1990, αλλά τα τελευταία χρόνια είχαν το θράσος -και την πλάνη- να πιστέψουν έστω για ένα δευτερόλεπτο ότι ίσως στην Αμφίπολη, στο ταφικό μνημείο του λόφου Καστά, να είναι θαμμένος κάποια πολύ σημαντική προσωπικότητα της παγκόσμιας ιστορίας!

Φυσικά η σημερινή Ελλάδα δεν είναι ούτε το κράτος της δεκαετίας του 1910, ούτε της δεκαετίας του 1920, ούτε της δεκαετίας του 1940. Έχει κάνει πολλά βήματα, αλλά υπάρχει δρόμος μπροστά. Άλλωστε τα τελευταία 40 περίπου χρόνια η χώρα λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μιας διακρατικής οντότητας, η οποία έχει στον πυρήνα της λαούς, που έζησαν επί αιώνες σε συνθήκες βαθύτατου μίσους και διχασμού, αλλά κάποια στιγμή ωρίμασαν και κατάλαβαν ότι για την πρόοδο τους πρέπει να ομονοήσουν στη βάση ισονομίας που διασφαλίζουν λειτουργικοί θεσμοί, τους οποίους οι πάντες σέβονται.  Αυτοί -οι Ευρωπαίοι- έχουν πίσω τους 500 και βάλε χρόνια Αναγέννησης. Οπότε ας μην απογοητευόμαστε. Ούτε, όμως, και να… παραμυθιαζόμαστε. Υπάρχει (;) χρόνιος και για την Ελλάδα…