Skip to main content

Το «ελληνικό καλοκαίρι» του Ζακ Λακαριέρ δεν μένει στη Χαλκιδική

Στο ελληνικό καλοκαίρι που υπάρχει σήμερα κυριαρχεί η νοοτροπία της αρπαχτής, με πρωταγωνιστές τους… μικροκομπιναδόρους ψιλικατζήδες.

Το κατά Ζαν Λακαριέρ ελληνικό καλοκαίρι δεν υπάρχει εδώ και χρόνια. Ο Γάλλος φιλέλληνας που γνώρισε τη χώρα μας στα χρόνια του εμφυλίου και σταμάτησε να την επισκέπτεται μετά την επιβολή της χούντας του 1967, έγραψε το 1976 ένα βιβλίο με τίτλο «Το ελληνικό καλοκαίρι». Όπως σημειώνει ο ίδιος: «Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947, και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ' ένα μοναδικό χωριό· τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σα δύο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά.(...) Κάμποσες τέτοιες στιγμές αναπαράχθηκαν σ' εκείνα τα ταξίδια μου στην Ελλάδα, και λέω στον εαυτό μου πως από εκείνα τα ελληνικά χρόνια, ό, τι αντέχει στον καιρό είναι αυτές οι εικόνες. Όταν συμβαίνει να τις ξαναζώ, ζωντανές όσο ποτέ, σκέφτομαι τους αρχαίους εκείνους μάντεις που διάβαζαν τη μοίρα των ανθρώπων και των πόλεων πάνω στο πέταγμα των πουλιών και στο σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στις δρυς».

Όπως δεν υπάρχει και το ελληνικό καλοκαίρι του Χάρη Κατσιμίχα. Ο τροβαδούρος θυμάται στις παρέες του τα φοιτητικά καλοκαίρια στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η παρέα πήγαινε σε κάποιο νησί του Αιγαίου, άφηνε στην παραλία ένα σακίδιο και το έβρισκε ανέγγιχτο στη θέση του ακόμη κι αν τύχαινε να επιστρέψει μία εβδομάδα μετά.

Στο ελληνικό καλοκαίρι που υπάρχει σήμερα κυριαρχεί η νοοτροπία της αρπαχτής. Πρωταγωνιστούν οι… μικροκομπιναδόροι ψιλικατζήδες, οι οποίοι το μόνο που καταφέρνουν είναι να χαλάσουν τη διάθεση των θυμάτων τους, στα οποία συμπεριφέρονται σαν να πρόκειται για κορόιδα. Εκμεταλλευόμενοι ακριβώς την επιθυμία αυτών των... κορόιδων να χαλαρώσουν στις διακοπές τους. Ε, ας πληρώσουν λοιπόν κάτι –έως πολύ- παραπάνω. Κατήγγειλε στη Voria.gr ένας αναγνώστης ότι έκπληκτος είδε δύο ιδιοκτήτες μίνι μάρκετ στη Χαλκιδική, σε Χανιώτη και Πευκοχώρι, να του ζητούν 1,30 ευρώ για ένα κουτί μπύρας, που κανονικά κόστιζε 1 ευρώ κι έγραφε στη συσκευασία ότι η εταιρία προσφέρει επιπλέον 330 ml προϊόντος. Γράφει ένας άλλος –πάλι από τη Χαλκιδική- ότι στην ερώτηση τι σημαίνει η χειρόγραφη επιγραφή «το κατάστημα δεν διαθέτει μηχάνημα POS προς το παρόν» πήρε την απάντηση ότι η σχετική αίτηση στην τράπεζα έχει γίνει –κάτι που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί-, αλλά μέχρι νε έρθει το μηχανάκι ο Αύγουστος θα τελειώσει και μαζί του θα «πεθάνει» και το καλοκαίρι. Οπότε POS από του… χρόνου και βλέπουμε. Κι ένας τρίτος –Θεσσαλονικιός που πήγε διακοπές σε κάποιο νησί- λέει ότι αγόραζε μονίμως προϊόντα που είχαν αφαιρεθεί από μαζικές συσκευασίες κι έγραφαν εμφανώς ότι «το παρόν προϊόν δεν μπορεί να πουληθεί μεμονωμένο». Αλλά και μια δημοσιογράφος, ανταποκρίτρια ελληνικών μέσων ενημέρωσης στο Παρίσι, ανέβασε στα κοινωνικά δίκτυα την ιστορία της –σε λαϊκό ταβερνάκι, στο νησί καταγωγής της κάπου στις Κυκλάδες, αναγκάστηκε να πληρώσει για δύο θλιβερά πιάτα και λίγο κρασί πάνω από 40 ευρώ, ενώ ποτέ δεν της έδωσαν τον κατάλογο που ζήτησε. Μιλούσαν με την παρέα της γαλλικά. Καλά να πάθει!    

Το ελληνικό καλοκαίρι υπάρχει ακόμη. Εξακολουθεί να γοητεύει πολλούς Έλληνες και ξένους επισκέπτες της χώρας, αλλά η αθωότητά του έχει χαθεί. Τώρα πια είναι ένα σκηνικό τυποποιημένων –και συνήθως θορυβωδών- διακοπών, που αναλύεται σχεδόν αποκλειστικά με οικονομικούς όρους. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με την οικονομική κρίση και την ύφεση να έχουν περιορίσει  τις πηγές πλούτου και τις δυνατότητες απασχόλησης στη χώρα, ο τουρισμός –δηλαδή το καλοκαίρι- προσφέρει διέξοδο για τζίρο και μεροκάματα. Άσπρα, μαύρα, γκρίζα, τι σημασία έχει; Στην ουσία πρόκειται για επιχειρηματική δραστηριότητα, που εκτός από τα θετικά εμφανίζει και όλα τα αρνητικά στοιχεία μιας αγοράς, που απέχει πολύ από το χαρακτηριστεί προηγμένη. Μοιραία όσο αναπτύσσεται τόσο πιο πολλοί ασχολούνται μαζί της και τόσο περισσότερα στοιχεία παραβατικότητας και αισχροκέρδειας καταγράφονται. Όχι από τις ελεγκτικές αρχές, αυτές κάνουν τη δουλειά τους. Αυτή η αντιεπαγγελματική συμπεριφορά γίνεται αντιληπτή από τους πελάτες, από αυτούς που υφίστανται και πληρώνουν πολλαπλώς την αθλιότητα. Τη νοοτροπία πολλών «επαγγελματιών του καλοκαιριού», οι οποίοι κινούνται με βάση την πεποίθηση ότι θα δουλέψουν τρεις – τέσσερις μήνες και θα (καλο)ζήσουν όλο το χρόνο.    

Εννοείται ότι η γκρίζα συμπεριφορά δεν αφορά όλους τους επαγγελματίες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ούτε κλέβουν, ούτε φοροδιαφεύγουν, ούτε κοροϊδεύουν. Οι περισσότεροι τιμούν την πελατεία τους και είναι οι πρώτοι που ανησυχούν για τις επιπτώσεις της κακής συμπεριφοράς «συναδέλφων» τους. Αλλά δυστυχώς –όπως συμβαίνει πάντα- οι λίγοι κακοί δίνουν τον τόνο. Είναι αυτοί οι «επαγγελματίες σε πολλά εισαγωγικά» που μένουν στη συνείδηση των θυμάτων τους και οδηγούν σε γενικεύσεις.

Όλα αυτά είναι σημαντικά για τρεις λόγους:

Πρώτον, διότι στη δύσκολη οικονομική συγκυρία ο τουρισμός συνιστά βασικό πυλώνα εξόδου στο φως της οικονομικής ανάπτυξης, με ότι σημαίνει αυτό για την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση. Επομένως το επίπεδο πρέπει να ανέβει και η ποιότητά του να διασφαλισθεί ως κόρη οφθαλμού. Αν δεν προσέξουμε θα ισχύσει ο κανόνας του «ότι ανεβαίνει, κατεβαίνει». Όπως έχει γίνει κι αλλού, αλλά και στην Ελλάδα, σε διάφορους κλάδους και τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.      

Δεύτερον, διότι τα τελευταία χρόνια η επισκεψιμότητα στη χώρα μας αυξάνεται σταθερά και όπως φαίνεται θα συνεχίσει να αυξάνεται. Κάτι που θα δημιουργήσει ακόμη περισσότερους «επαγγελματίες του καλοκαιριού», πειρατές της… απελπισίας.

Τρίτον, διότι ο τουρισμός –όχι μόνο το καλοκαίρι, αλλά κυρίως το καλοκαίρι- μπορεί να αποτελέσει διέξοδο για κάθε γωνία της ευλογημένης αυτής χώρας. Ίσως δεν μπορεί το κάθε… Πλατανίτσι στον κάμπο, στο βουνό και στην κάθε ακρογιαλιά να γίνει Μύκονος. Σίγουρα, όμως, η Ελλάδα, ως ένα από τα καλύτερα οικόπεδα του πλανήτη, μπορεί να προσφέρει με σοβαρή προσπάθεια διαφορετικά αποδοτικά τουριστικά προϊόντα.


πηγή φωτο: grekomania.gr