Skip to main content

Το στοίχημα της Θεσσαλονίκης «παίζεται» προς Βορράν

Στο επίκεντρο αυτού του πλέγματος βρίσκεται η Θεσσαλονίκη, από την οποία η μετάβαση σε οποιαδήποτε πόλη της Βορείου Ελλάδος είναι πανεύκολη

Τα τελευταία χρόνια η πλήρης ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού, αλλά και η τελειοποίηση της εθνικής οδού Πατρών – Αθηνών – Θεσσαλονίκης Ευζώνων (ΠΑΘΕ), κυρίως με τα τούνελ των Τεμπών, έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα στις μεταφορές στη Βόρεια Ελλάδα. Η διασύνδεση της Μακεδονίας, της Θράκης, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας είναι καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία. Με καθυστέρηση δεκαετιών το Βορειοελλαδικό Τόξο αποκτά εσωτερική συνοχή, μέσω της γρήγορης και ασφαλούς πρόσβασης από τη μία περιοχή στην άλλη.

Στο επίκεντρο αυτού του πλέγματος βρίσκεται η Θεσσαλονίκη, από την οποία η μετάβαση σε οποιαδήποτε πόλη της Βορείου Ελλάδος είναι πανεύκολη. Σε πολλές περιπτώσεις λόγω της ολοκλήρωσης των οδικών αξόνων ο χρόνος του ταξιδιού ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τις βορειοελλαδικές πόλεις έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια έως 50% ή και περισσότερο. Κάτι που όσο περνάει ο καιρός και η ευκολία στις μετακινήσεις γίνεται καθημερινότητα και συνείδηση στους πολίτες της ευρύτερης περιοχής θα έχει οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Για τη Θεσσαλονίκη ως οικονομικό και επιχειρηματικό κέντρο η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποβεί καθοριστική έως συγκλονιστική. Καθώς πρόκειται για κέντρο εμπορίου, υπηρεσιών και πολιτισμού η Θεσσαλονίκη ποντάρει πολλά στην επισκεψιμότητα και ειδικά στις οδικές μεταφορές με τρείς διαφορετικούς τρόπους:

Πρώτον, με ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού, τόσο στη λογική του Σαββατοκύριακου, όσο –κυρίως- στους αυθημερόν επισκέπτες. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ολόκληρες περιοχές της Β. Ελλάδος είχαν ως καταναλωτικό σημείο αναφοράς την αγορά της Θεσσαλονίκης, κάτι που ατόνισε τόσο λόγω της ανάπτυξης των τοπικών αγορών, όσο και λόγω της δυσκολίας στην πρόσβαση. Παρ’ όλα αυτά η Θεσσαλονίκη, ως πραγματική μεγαλούπολη, εξακολουθεί να έχει αναβαθμισμένες αγορές, τις οποίες μπορούν, πλέον, να αξιοποιήσουν με σχετική ευκολία οι βορειοελλαδίτες. Πρόκειται για μία αντικειμενική εκτίμηση, καθώς σε κάθε περίπτωση το ένα εκατομμύριο των κατοίκων της Θεσσαλονίκης και οι χιλιάδες των ξένων επισκεπτών επιτρέπουν στις επιχειρήσεις της να αναπτυχθούν περισσότερο από την υπόλοιπη περιφέρεια της Β. Ελλάδος.

Δεύτερον, με αύξηση του οδικού τουρισμού από τα Βαλκάνια, τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και κάποιες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Ήδη οι ξένοι επισκέπτες στη Θεσσαλονίκη αυξάνονται και φτάνουν στην πόλη κυρίως οδικώς, κάτι που αναμένεται να ενταθεί.

Τρίτον, με την αξιοποίηση του καλοκαιρινού ρεύματος στις τουριστικές περιοχές της Β. Ελλάδος – κυρίως της Χαλκιδικής, της Πιερίας, της Καβάλας και της Θάσου. Η εύκολη πρόσβαση επιτρέπει τη διοργάνωση ημερήσιων εκδρομών από αυτές τις περιοχές προς τη Θεσσαλονίκη, κυρίως για τουρίστες που έχουν στη διάθεση τους πάνω από μία εβδομάδα στη χώρα μας.

Όλα αυτά δουλεύουν –και θα εξακολουθήσουν να δουλεύουν καλύτερα στο μέλλον- από μόνα τους. Οι ευκαιρίες υπάρχουν και αναμένουν αξιοποίηση, δηλαδή δημιουργική προσέγγιση. Εάν υπάρξουν οι κατάλληλες οργανωτικές κινήσεις και πρωτοβουλίες από τους αρμόδιους (sic) στη Θεσσαλονίκη –δήμος, φορείς της αγοράς και άλλοι ενδιαφερόμενοι- τα αποτελέσματα μπορούν να είναι θεαματικά. Χειροπιαστά και μετρήσιμα στον παραγόμενο πλούτο και στην απασχόληση. Μόνο που η στρατηγική δεν βρίσκεται στο DNA των νεοελλήνων –πολύ περισσότερο των παραγόντων της Θεσσαλονίκης, που προτιμούν να διαφωνούν, παρά να συντονίζονται. Η επισκεψιμότητα δεν συνιστά το μοναδικό πεδίο που αποδεικνύει την ουσιαστική έλλειψη τοπικής ηγεσίας στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχει, δηλαδή, πρόβλημα ελίτ, καθώς όσοι βρίσκονται στα ηνία της πόλης παραμένουν με το βλέμμα προς Νότον, τη στιγμή που όλο το παιχνίδι παίζεται προς Βορράν.